Vous êtes sur la page 1sur 6

Ποιήματα Μποντλέρ

Ύμνος

Στη πολυαγάπητη, στη πιο όμορφή μου


που φως γεμίζει μου τη καρδιά,
στο αθάνατο είδωλο, στο σεραφείμ μου,
ένα μου "χαίρε" παντοτινά!

Δροσοξεχύνεται μες στη ζωή μου


σαν ένα αγέρι θαλασσινό
και την αχόρταγη φέρνει ψυχή μου,
σ' αθανασίας πόθο τρανό.

Σα μυροφόρι πάντα σκορπίζει


στην ατμόσφαιρα γλυκιά ευωδιά,
σα θυμιατήρι κρυφά καπνίζει
λησμονημένο μες στη νυχτιά.

Έρωτα αμόλυντε πως να σου γράψει


ο νους τις χαρές της αληθινά;
Σπόρος του μόσχου 'ναι που 'χουνε θάψει
μέσα στου τάφου μου τη σκοτεινιά

Στη πολυαγάπητη, στη πιο όμορφή μου


που 'ναι η χαρά μου κι όλη μου η υγειά,
στο αθάνατο είδωλο, στο σεραφείμ μου,
ένα μου "χαίρε" παντοτινά!

Το Δηλητήριο

Το κρασί ντύνει και τη πιο άθλια τρώγλη


με λαμπρή πολυτέλεια,
τη μεταμορφώνει σε χρυσό παλάτι
με τις χρυσές, τις πορφυρές λάμψεις του
που μοιάζουν ήλιο που δύει στην ομίχλη

Το όπιο μεταμορφώνει το απέραντο


μεγαλώνει το αέναο
μακραίνει τον καιρό,
επιμηκύνει τον καιρό,
βαθαίνει τη λαγνεία
και τις σκοτεινές,
τις ερεβώδεις ηδονές
οδηγεί τη ψυχή πέρα απ' τα σύνορα.

Όμως όλα τούτα είναι χλωμά


μπροστά στο δηλητήριο που κυλά
από τα μάτια σου -τα πράσινά σου μάτια λίμνες
και μέσα τους ριγεί η ψυχή μου και ταράζεται
οι σκέψεις μου ορυμαγδός κι υψώνονται
πάνω από τις πικρές αβύσσους.

Όμως όλα τούτα είναι χλωμά


μπροστά στο θαύμα το υπέροχο
του σάλιου σου που με σπαράζει
που ρίχνει στη λήθη τη ψυχή μου
στον ίλιγγο τη παρασύρει δίχως τύψεις
κι άπνοη τήνε σέρνει
στην όχθη του θανάτου...

Ο Βρυκόλακας
Καθώς οι δαίμονες με τ' άγριο μάτι,
θα σου ξανάρθω σιγά στο κρεβάτι
και θα γλυστρήσω κοντά σου αχνός,
σαν τα φαντάσματα της νυκτός.

Ξανά θα σου δώσω μελαχροινή μου


σαν το φεγγάρι ψυχρό το φιλί μου
και χάδια τέτοια σαν του φιδιού
που σέρνεται πλάι σε τάφο νεκρού.

Και μόλις φέξει η αυγή πελιδνή


τη θέση μου θα 'βρεις εκεί αδειανή
και κρύα ως που να 'ρθει πάλι το βράδυ.
Οπως οι άλλοι μ' αγκαλιές και χάδι...
στη νιότη σου και στη ζωή σου εδώ
θα βασιλέψω με τη φρίκη εγώ.

Ο Θάνατος Των Εραστών

Κρεβάτια θα 'χουμε άνθινα γεμάτα αιθέρια μύρα·


ντιβάνια ολοβελούδινα σα μνήματα βαθιά·
στις εταζέρες λούλουδα παράξενα τριγύρα,
που ανοίξανε μόνο για μας σε μέρη μαγικά.

Και ποιά την άλλη να υπερβεί στην ύστατη φωτιά τους,


οι δυο καρδιές μας -σα τρανές λαμπάδες δυο- μαζί
θα διπλοκαθρεφτίσουνε το διπλοφώτισμά τους
στα πνεύματά μας που 'ναι δυο καθρέπτες αδερφοί.

Και μια βραδιά ολογάλανη, ρόδινη, μυστική


θε ν' ανταλάξουμε άξαφνα την ίδια αναλαμπή,
σαν ένα μακροθρήνημα που φέρνει ο χωρισμός·
κι αργότερα ένας 'Αγγελος θα 'ρθει φως να χύσει,
-τις πόρτες μισανοίγοντας πιστός και χαρωπός-,
στους δυο καθρέπτες τους θαμπούς, στις φλόγες που 'χαν σβήσει.

Η Ψυχική Αυγή

Όταν το φως της ρίχνει η αυγή το λευκορροδισμένο


στους γλεντοκήπους και γροικούν σαν τύψη το Ιδεώδες,
κάτι το εκδικητικό και το μυστηριώδες,
έν' άγγελο στο κτήνος τους, ξυπνά, το ναρκωμένο.

Των ψυχικών τότε ουρανών τ' άφθαστο γαλανό,


για κείνον που ρεμβάζει ωχρός και που υποφέρει ακόμα,
ανοίγεται και τον τραβά καθώς βαράθρου στόμα.
Έτσι, γλυκιά Θεά μου, αγνό Πλάσμα και φωτεινό,
στα καπνισμένα ερείπια των ηλιθίων γλεντιών,
πιο φωτεινή, πιο ρόδινη, πιο ωραία η θυμησή σου,
αδιάκοπα στα εκστατικά μάτια μου φτερουγίζει.
Ο ήλιος εσκοτείνιασε τη φλόγα των κεριών·
έτσι νικήτρα πάντοτε, μοιάζει η σκιά η δική σου
με τον αθάνατο ήλιον, ω ψυχή, που φως σκορπίζει!

To Παλιό Μπουκαλάκι

Σα σεντούκι ανοίξεις παλιό, απ' την Ανατολή φερμένο


που η κλειδαριά του μορφάζει, τρίζοντας φρικτά
κι απ' αυτό ξεχυθούν, μύρια αρώματα βαριά που ζαλίζουν
ή σε σπιτιού ερημωμένου ντουλάπα παμπάλαιη
Σκονισμένο και μαύρο ξεβιδώσεις μπουκαλάκι
κι απ' αυτό αναπηδήσει μια ψυχή με λαχτάρα να επιστρέψει
Χίλιες σκέψεις που κοιμόνταν στα βαριά τα ερέβη, επιστρέφουν
-χρυσαλίδες που αστράφτουν, με ορμή
τα γαλάζια και ροζ σα με γλάσο φτιαγμένα
φτερά τους τινάζουν
ζαλισμένος τα μάτια σου κλείνεις
τη ψυχή σου ο ίλιγγος νικημένη αδράχνει
με ορμή τη σκουντά σε βάραθρο μαύρο
σκοτεινό, από ανθρώπινα μιάσματα γεμάτο

Στην άκρη του γκρεμού τηνε σπρώχνει


κει όπου ο Λάζαρος ζέων, το σάβανο του
με δύναμη σκίζει και το πτώμα ξυπνά
γοητευτικό μα και πένθιμο, μιας αγάπης παλιάς ξεχασμένης
Κι εγώ έτσι, όταν θα 'χω απ' τη μνήμη των γύρω χαθεί
και θα μ' έχουν πετάξει ραγισμένο, ευτελές μπουκαλάκι
στη γωνιά μιας απαίσιας ντουλάπας λυπημένο και βρώμικο
θολό, σκονισμένο

Το φέρετρο σου θα 'χω γίνει αγαπημένη μου ανομία,


μάρτυς ολέθριας δύναμης που πάνω μου, κάποτε ασκούσες
προσφιλές δηλητήριο από αγγέλους φτιαγμένο
ηδύποτο που μου κατέτρωγε τη καρδιά και το αίμα.

Βραδινή Αρμονία

Νάτοι, ξανάρθαν οι καιροί που στο κλαδί ανοιγμένο,


τ' άνθος τρεμίζει, αχνοβολά σα θυμιατήρι·
τα μύρα κι οι ήχοι, που η πνοή του απόβραδου έχει σπείρει,
κυλάν σε βαλς μελάγχολο, τρελό και λαγγεμμένο!

Τ' άνθος τρεμίζει, αχνοβολά σα θυμιατήρι·


και το βιολί, σα μια καρδιά που θλίβουν, δονισμένο,
ξεσπά σε βαλς μελάγχολο, τρελό και λαγγεμμένο!
κι ώρια έχει θλίψη ο ουρανός σα μέγα θυσιαστήρι.

Ξεσπάει το βιολί ως καρδιά που θλίβουν, δονισμένα


καρδιά όλο αγάπη που μισεί το μαύρο κοιμητήρι!
ώρια έχει θλίψη ο ουρανός σα μέγα θυσιαστήρι
κι ο ήλιος μες το αίμα του, πνίγηκε, το πηγμένο...

Καρδιά όλο αγάπη που μισεί το μαύρο κοιμητήρι,


ζει μόνο απ' το παρελθόν, ρημάδι φωτισμένο·
ο ήλιος μες το αίμα του, πνίγηκε, το πηγμένο...
Μέσα μου ως άγιο, η μνήμη σου, λάμπει δισκοποτήρι!

Spleen

Είμαι σαν ένας βασιλιάς σε βροχερό ένα μέρος,


πλούσιος μα χωρίς δύναμη, νιός κι όμως πολύ γέρος,
που στους σοφούς του αδιάφορος που σκύφτουνε μπροστά του,
πλήττει με τα γεράκια του, τ' άλογα, τα σκυλιά του.

Κυνήγι, ζώα, τίποτα πια αυτόν δεν τον φαιδρύνει,


ούτε ο λαός του που μπροστά στ' ανάκτορα του φθίνει.
Μα και τ' αστεία που ο τρελός παλιάτσος κάνει εμπρός του,
δε διώχνουν τη βαρυθυμιά τ' άκαρδου αυτού αρρώστου·
τάφο τη κλίνη του θαρρεί, που 'χει κρινένιαν άρμα
κι οι αυλικές που βασιλιά σαν δούν τον βρίσκουν χάρμα,
δεν ξέρουν πια με τί άσεμνες στολές να φιγουράρουν,
ίσως απ' το κουφάρι αυτό, χαμόγελο ένα πάρουν.

Κι ο αλχημιστής όπου μπορεί χρυσάφι να του κάνει,


δε μπόρεσε από μέσα του το μαρασμό να βγάνει,
κι ούτε μες στα αιμάτινα ρωμαϊκά λουτρά,
που τα θυμούνται οι άρχοντες πάνω στα γηρατειά,
δε μπόρεσε το πτώμα αυτό το ηλίθιο ν' αναστήσει,
που αντίς για αίμα μέσα του, της Λήθης τρέχει η βρύση.

Στον Αναγνώστη

Η ανοησία, τ' αμάρτημα, η απληστία κι η πλάνη


κυριεύουνε τη σκέψη μας και φθείρουν το κορμί μας,
κι ευχάριστα τις τύψεις μας θρέφουμε στη ψυχή μας,
καθώς που θρέφουν πάνω τους τις ψείρες οι ζητιάνοι.

Στα μετανιώματα άναντροι κι αμαρτωλοί ως την άκρια,


ζητάμε πληρωμή ακριβή για κάθε μυστικό μας
και ξαναμπαίνουμε εύκολα στο βούρκο τον παλιό μας,
θαρρώντας πως ξεπλένεται με τα δειλά μας δάκρυα.

Πάνω απ το προσκεφάλι μας ο Σατανάς γερμένος


πάντα στα μάγια του κακού το νου μας νανουρίζει,
τη πιο ατσαλένια θέληση μεμιάς την εξατμίζει,
αυτός ο Μέγας χημικός, ο Τετραπερασμένος.

Ο Διάολος, το νήμα αυτός κρατά που μας κουνά!


Τα πράματα τα βρωμερά πιότερο τ' αγαπάμε,
κι όλο και προς τη Κόλαση κάθε στιγμή τραβάμε,
με δίχως φρίκη, ανάμεσα στο σκότος που βρωμά.

Σαν το φτωχό ξεφαντωτή που πιπιλά με ζάλη


μιας παλιάς πόρνης αγκαλιά πολιομαρτυρισμένη,
κλεφτάτα αρπάζουμε κι εμείς καμιά ηδονή θλιμμένη,
που τηνε ξεζουμίζουμε σα σάπιο πορτοκάλι.

Σαν ένα εκατομμύριο σκουλήκια, μυρμηγκιώντας,


μες στο μυαλό μας κραιπαλούν του Δαίμονα τα πλήθη,
κι όταν ανάσα παίρνουμε, ο Θάνατος στα στήθη
σαν άϋλος ποταμός κυλά, σιωπηλά θρηνώντας.

Αν το φαρμάκι κι η φωτιά κι η βιά και το μαχαίρι


δεν έχουνε τα φανταχτά κεντίδια ακόμα κάνει
στο πρόστυχο της μοίρας μας άθλιο καραβοπάνι,
είναι που λείπει απ' τη ψυχή το θάρρος κι απ' το χέρι.

Μα μες στις σκύλες, τους σκορπιούς, τα φίδια, τα τσακάλια,


τους πάνθηρες, τους πίθηκους, τους γύπες, τα θηρία
που γρούζουν, σέρνουνται, αλυχτούν κι ουρλιάζουν με μανία
μες στων παθών μας το κλουβί, προβαίνει αγάλια,

θεριό πιο βρώμικο, κακό, την ασκημιά να δείξει!


Kι α δε σαλεύει κι ούτε ακούει κανένας το ουρλιαχτό του,
όλη γης θα ρήμαζε, και στο χασμουρητό του
θα 'θελε να κατάπινε τον κόσμο -αυτό 'ναι η πλήξη!-

πού, μ' ένα δάκρυ αθέλητο στα μάτια της κοιτάζεις,


καθώς καπνίζει τον ουκά, κρεμάλες να στυλώνει.
Και ξέρεις, αναγνώστη, αυτό το τέρας πως δαγκώνει!
Ώ αναγνώστη υποκριτή, αδέρφι που μου μοιάζεις!

Albatros

Πολλές φορές οι ναυτικοί, την ώρα να περνάνε,


πιάνουν τους άλμπατρους -πουλιά της θάλασσας τρανά-
που ράθυμα, σα σύντροφοι του ταξιδιου, ακλουθάνε
το πλοίο που μες στα βάραθρα γλυστράει, τα πικρά.

Μα μόλις σκλαβωμένα κει στη κουπαστή τα δέσουν,


οι βασιλιάδες τ' ουρανού, σκυφτοί κι άχαροι πια,
τ' άσπρα μεγάλα τους φτερά τ' αφήνουνε να πέσουν,
και στα πλευρά τους θλιβερά να σέρνουνται κουπιά.

Αυτοί που 'ν' τόσον όμορφοι, τα σύννεφα σα σκίζουν,


πώς είναι τώρα κωμικοί κι άσκημοι και δειλοί!
'Αλλοι με πίπες αναφτές τα ράμφη τους κεντρίζουν,
κι άλλοι, για να τους μιμηθούν, πηδάνε σα κουτσοί.

Μ' αυτούς τους νεφοπρίγκηπες κι ο Ποιητής πως μοιάζει!


δε σκιάζεται τις σαϊτιές, τις θύελλες αψηφά·
μα ξένος μες στον κόσμο αυτό που γύρω του χουγιάζει,
σκοντάφτει απ' τα γιγάντιά του φτερά σα περπατά.

Συνομιλία

Είσαι όμορφη σα ρόδινο του φθινοπώρου δείλι!


μα η λύπη ως κύμα μέσα μου φουσκώνει σκοτεινό,
κι αφήνει όταν πισωδρομά στα ράθυμά μου χείλη,
της θύμησης της πιο πικρής τον κατασταλαγμό.

Μάταια γλυστρά το χέρι σου στου στήθους μου τα ψύχη·


καλή μου, κείνο που ζητά ρημάδι εγίνη πιά,
απ' της γυναίκας τ' άγριο το δόντι και το νύχι.
Μη τη καρδιά μου πια ζητάς, τη φάγανε θεριά.

Είν' η καρδιά μου ανάκτορο, απ' όχλους ρημαγμένο·


μεθούν εκεί, σκοτώνονται, τραβιούνται απ' τα μαλλιά!
Μ' από το στήθος σου άρωμα βγαίνει, το γυμνωμένο!...

Ω των ψυχών κακιά πληγή! Το θες κι εσύ Ομορφιά!


Με τα λαμπρά, τα φλογερά σου μάτια ως φωταψία,
κάψε και τα ρημάδια αυτά π' αφήσαν τα θηρία!

Semper Eadem

-"Πούθ' η αλλώτικη», έλεγες, «η θλίψη αυτή σε πιάνει,


που λούζει σα τη θάλασσα το βράχο το γυμνό";
'Αμα η καρδιά μας μια φορά το τρύγημά της κάνει,
και ζει κανείς ειν' άσκημο! το ξέρουν όλοι αυτό·

είν' ένας πόνος ξάστερος, δεν είναι κρύφιος! έλα!


σα τη δική σου τη χαρά, φαίνεται στη στιγμη.
Πάψε λοιπόν να με ρωτάς, περίεργη κοπέλα,
κι αν κι η φωνή σου είναι γλυκιά, σώπα, ωραία μου συ.

Σώπαινε, ανίδεη ψυχή, μ' όλα ξετρελαμένη!


στόμα με γέλιο παιδικό! Οι άνθρωποι είναι δεμένοι
πιότερο με το Θάνατο παρά με τη Ζωή.

'Αστη καρδιά μου, άστηνα στο ψέμα να μεθύσει!


στου ώριου ματιού σου τ' όνειρο τ' ωραίο ν' αρμενίσει,
και στων βλεφάρων σου τη σκιά πολύ να κοιμηθεί!

Τεχνητοί Παράδεισοι

απόσπασμα: κεφάλαιο Περί της κάνναβης και του οίνου ως μέσων για την
διεύρυνση της ατομικότητος.

Αρχικά σε κυριεύει μια παράλογη, ακαταμάχητη ευθυμία. Οι κοινότερες


λέξεις, οι απλούστερες ιδέες αποχτούν μια νέα, αλλόκοτη όψη. Αυτή η ευθυμία
σου είναι αφόρητη -όμως είναι μάταιο να της αντισταθείς. Σ' έχει κυριέψει ο
δαίμονας...
Συμβαίνει μερικές φορές άνθρωποι εντελώς ακατάλληλοι για τα γλωσσικά
παιχνίδια ν' αυτοσχεδιάζουν μιαν ατελείωτη σειρά λογοπαίγνιων και τελείως
απίθανες σχέσεις μεταξύ ιδεών, κατάλληλες να ξεπεράσουν και τους πιο ικανούς
μαστόρους αυτής της τεχνικής. Μετά ωστόσο από μερικές στιγμές, η σχέση
ανάμεσα στις ιδέες γίνεται τόσον αόριστη και το νήμα των σκέψεών σου τόσον
επίμοχθο που μόνον οι σύντροφοί σου μπορούν να σε καταλάβουν...
Κατόπιν οι αισθήσεις σου γίνονται εξαιρετικά οξείες και διορατικές. Η όρασή
σου είναι άπειρη. Το αφτί σου μπορεί να διακρίνει και τον πιο αδιόρατο ήχο,
ακόμη κι ανάμεσα στους πιο εκκωφαντικούς θορύβους...
Προκύπτουν οι πιο λεπτές αμφισημίες, οι πιο ανεξήγητες επικαλύψεις ιδεών.
Στους ήχους υπάρχει χρώμα. Στα χρώματα υπάρχει μουσική... κάθεσαι και
καπνίζεις. Πιστεύεις ότι κάθεσαι μες στη πίπα σου κι ότι η πίπα σου καπνίζει
εσένα. Εκπνέεις τον εαυτό σου σε γαλαζωπά σύννεφα...
Αυτή η φαντασίωση συνεχίζεται αιώνια. Ένα φωτεινό διάλειμμα και μια
τεράστια προσπάθεια, σου επιτρέπουν να κοιτάξεις το ρολόι. Η αιωνιότητα
αποδείχνεται πως ήταν ένα μονάχα λεπτό...
Η τρίτη φάση... είναι πέρα από κάθε περιγραφή. Είναι αυτό που οι ανατολίτες
αποκαλούν kef είναι ολοκληρωτική ευτυχία. Δέν έχει καμιά παραζάλη και
καθόλου ορυμαγδό. Είναι μια ήρεμη και θυμόσοφη μακαριότητα. Όλα τα
φιλοσοφικά προβλήματα έχουνε λυθεί. Όλα τα δύσκολα ερωτήματα που
αποτελούν σημεία διαμάχης για τους θεολόγους κι απελπίζουνε τους
σκεπτόμενους ανθρώπους γίνονται σαφή και διάφανα. Λύνονται όλες οι
αντιθέσεις. Ο άνθρωπος έχει ξεπεράσει τους θεούς...

Vous aimerez peut-être aussi