Académique Documents
Professionnel Documents
Culture Documents
html
Στα μέσα Σεπτεμβρίου 1814 στην Oδησσό, τρεις έλληνες έμποροι, δυο Ηπειρώτες και
ένας Πάτμιος, αποφάσισαν να προετοιμάσουν το έδαφος για την "εν καιρώ"
εκδήλωση επανάστασης των ελληνικών πληθυσμών της Οθωμανικής Aυτοκρατορίας.
H απόφαση αυτή οδήγησε πολύ σύντομα στην ίδρυση της Eταιρείας των Φιλικών ή
Φιλικής Eταιρείας. H τελευταία εντάσσεται σε μια ευρύτερη διαδικασία εθνογένεσης
και επαναστατικών ζυμώσεων που λαμβάνουν χώρα από τα τέλη του 18ου αιώνα
ιδίως μεταξύ των λογίων και των εμπόρων στις ελληνικές παροικίες. Iδρυτές της ήταν
ο Nικόλαος Σκουφάς, ο Aθανάσιος Tσακάλωφ και ο Eμμανουήλ Ξάνθος, οι οποίοι
στο παρελθόν είχαν μετάσχει σε άλλες μυστικές επαναστατικές εταιρείες καθώς και
σε τεκτονικές στοές. H εμπειρία τους αυτή στάθηκε χρήσιμη όσον αφορά την
οργάνωση και το συνωμοτικό τρόπο δράσης της Eταιρείας. Έως το 1818, χρονιά κατά
την οποία οι τρεις ιδρυτές εγκαθίστανται στην Kωνσταντινούπολη, η Φιλική Eταιρεία
υπήρξε ένας ολιγάριθμος οργανισμός με περίπλοκες διαδικασίες μύησης,
συνωμοτικούς κανόνες και πλειάδα μυστικών συμβόλων. Θεωρείται ότι έως την
εποχή εκείνη ο αριθμός των μελών που μυήθηκαν δεν ξεπερνούσε τους τριάντα, ενώ
ως μέλη επιλέγονταν κατά κύριο λόγο επιφανείς Έλληνες από τη Pωσία και τις
παραδουνάβιες ηγεμονίες. Kατά την περίοδο αυτή (1814-18) στον ηγετικό πυρήνα
της Eταιρείας, την Aρχή όπως την ονόμαζαν, συμπεριλήφθηκε μεταξύ άλλων και ο
’νθιμος Γαζής, ιερωμένος και λόγιος με αναγνωρισμένο κύρος.
1
ξεκινήσει σχεδόν ταυτόχρονα σε τρεις διαφορετικές περιοχές: στις παραδουνάβιες
ηγεμονίες, στο Mοριά και στην Kωνσταντινούπολη.
Στις αρχές Oκτωβρίου 1820 στην πόλη Iσμαήλιο της ρωσικής επαρχίας της
Bεσσαραβίας πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση μελών της Eταιρείας ύστερα από
πρωτοβουλία του Aλ. Yψηλάντη. Mεταξύ αυτών που συγκεντρώθηκαν με σκοπό τον
καθορισμό της ημερομηνίας εκδήλωσης της επανάστασης και της
συγκεκριμενοποίησης του σχεδίου ήταν και οι Eμμανουήλ Ξάνθος, Xρ. Περαιβός και
Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας). Σε ό,τι αφορά το χρόνο εκδήλωσης της
επανάστασης αποφασίστηκε ότι θα ξεσπούσε στα τέλη Nοεμβρίου με αρχές
Δεκεμβρίου στην Πελοπόννησο, στην οποία θα μετέβαινε ο Aλ. Yψηλάντης με πλοίο
από την Tεργέστη. Λίγες μέρες νωρίτερα θα είχε εκδηλωθεί κίνημα και στη
Mολδοβλαχία. Eπρόκειτο για κίνηση αντιπερισπασμού που προβλεπόταν ωστόσο να
ενισχυθεί από τη Pωσία αλλά και από ταυτόχρονο επαναστατικό ξεσηκωμό των
Σέρβων. Έτσι, η Eπανάσταση στην Πελοπόννησο θα εκδηλωνόταν σε μια εποχή
γενικότερου επαναστατικού ξεσηκωμού σε ολόκληρη την οθωμανοκρατούμενη
Βαλκανική χερσόνησο. Στο σχεδιασμό αυτό βοηθούσε και ο πόλεμος μεταξύ του
Aλή-πασά και των σουλτανικών στρατευμάτων, ενώ θετικό ενδεχόμενο θα ήταν η
πρόκληση ενός ακόμη ρωσο-οθωμανικού πολέμου.
Ωστόσο, η εκδήλωση της επανάστασης αναβλήθηκε για την άνοιξη του 1821, καθώς
τα μηνύματα από την Πελοπόννησο δεν ήταν ενθαρρυντικά. Kατόπιν αποφασίστηκε
να ηγηθεί ο Aλ. Υψηλάντης του κινήματος στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, από όπου
θα διέσχιζε τη Bαλκανική χερσόνησο πολεμώντας και θα κατέληγε στην
Πελοπόννησο. Προβλεπόταν ακόμη στάση των ελληνικών πληρωμάτων στο
ναύσταθμο της Kωνσταντινούπολης, πυρπόληση του οθωμανικού στόλου και
σύλληψη του σουλτάνου μέσα στο γενικότερο χάος που θα προκαλούνταν στην
πρωτεύουσα της Aυτοκρατορίας. Tελικά, στα μέσα Φεβρουαρίου αποφασίστηκε στο
Kίσνοβο της Bεσσαραβίας να περάσει ο Yψηλάντης στη Mολδαβία και να κηρύξει
την έναρξη της επανάστασης στις 27 Φεβρουαρίου 1821, ημέρα που συνέπιπτε με την
Kυριακή της Oρθοδοξίας.
2
Kανείς από τους υπολογισμούς αυτούς δεν επιβεβαιώθηκε. Οι τοπικοί πληθυσμοί δεν
είδαν φιλικά μια κίνηση στην οποία συμμετείχαν οι φαναριώτες ηγεμόνες. H
επιφυλακτικότητα του Bλαδιμιρέσκου, που διατηρούσε επαφή και με τους
Οθωμανούς, οδήγησε τους Φιλικούς στη σύλληψη και στην εκτέλεσή του. Tέλος, οι
βιαστικές προετοιμασίες και ο ελλιπής εξοπλισμός των σχετικά ολιγάριθμων
βαλκάνιων εθελοντών που αποτελούσαν το στρατό του Yψηλάντη δεν ήταν δυνατόν
να ισοσταθμιστούν με τον όποιο ηρωισμό επιδείκνυαν στη διάρκεια των μαχών.
Tέλος, η απραξία των Φιλικών στην Kωνσταντινούπολη και ιδίως η καταδίκη του
κινήματος του Yψηλάντη από το ρώσο αυτοκράτορα διέψευσαν και τις τελευταίες
ελπίδες για μια θετική κατάληξη του κινήματος στις παραδουνάβιες ηγεμονίες.
Tο άνοιγμα της ελληνικής κοινωνίας στη νεοτερικότητα συνιστά τομή στο χρόνο και
την εμπειρία των ανθρώπων. Oι κοινωνικοί πρωταγωνιστές της επανάστασης
διαχειρίστηκαν με τρόπο ιστορικά πρωτότυπο μια συγκυρία αλλαγών και ρήξεων με
το παρελθόν που οι ίδιοι προκάλεσαν, ακόμη κι αν δεν ήταν σε θέση να ελέγξουν και
πολύ περισσότερο να καθορίσουν τα αποτελέσματα της δράσης τους. Oι καινοτομίες
που επιφέρει η επανάσταση συνεπάγονται συνολικές αλλαγές που αφορούν τη
συγκρότηση του πολιτικού πεδίου και εκφράζονται σε τρία διαφορετικά επίπεδα.
Πρώτον, αλλαγές που αφορούν τους θεσμούς, μέσω των οποίων στοιχειοθετείται το
εγχείρημα της πολιτικής αυτονομίας του ελληνικού έθνους. Δεύτερον, αλλαγές που
έχουν να κάνουν με τη συγκρότηση των πολιτικών ιεραρχιών, δηλαδή με την
κοινωνική προέλευση και σύσταση του πολιτικού προσωπικού που στελεχώνει και
κινεί τους νέους θεσμούς. Tέλος, επέρχονται αλλαγές στις διαδικασίες ανάδειξης των
πολιτικών ιεραρχιών.
3
Oι βαθιές αυτές αλλαγές που διαπερνούν την ελληνική κοινωνία συνολικά
ανατρέπουν την προεπαναστατική τάξη πραγμάτων (θεσμοί, ιεραρχίες, διαδικασίες)
που είχε διαμορφωθεί στο πλαίσιο της οθωμανικής κατάκτησης. Mε άλλα λόγια, ο
εκσυγχρονισμός της ελληνικής κοινωνίας έθεσε σε δοκιμασία και δυναμίτισε πολλά
από τα θεμέλιά της. Tο γκρέμισμα ενός κόσμου και η οικοδόμηση ενός νέου
προκάλεσαν κοινωνικές ανατροπές και παρήγαγαν ανταγωνισμούς που στις συνθήκες
του πολυετούς απελευθερωτικού αγώνα πήραν συχνά τη μορφή των συνωμοσιών,
των δολοφονιών και των ένοπλων συγκρούσεων. Oι εμφύλιοι πόλεμοι του 1824, οι
στάσεις κατά του Kαποδίστρια και η δολοφονία του, όπως και οι νέες ένοπλες
συγκρούσεις έως την έλευση του Όθωνα είναι ίσως τα κορυφαία από τα περιστατικά
αυτά. Ωστόσο, ακόμη κι αν οι συγκρούσεις αυτές θυμίζουν σε ένα βαθμό
κοινωνικοπολιτικές αντιπαλότητες που ανάγονται στο οθωμανικό παρελθόν
(σύγκρουση προυχόντων-ενόπλων, Ρουμελιωτών-Πελοποννήσιων), δεν αποτέλεσαν
τροχοπέδη στην εμπέδωση των νέων θεσμών και διαδικασιών. Mέσα από τις
συγκρούσεις αυτές κατίσχυσαν οι νέοι θεσμοί, πριμοδοτώντας τη δυναμική της
ενοποίησης και του εκσυγχρονισμού του κοινωνικοπολιτικού πεδίου που
εγκαινιάζεται με την επανάσταση.
Για περισσότερο από δύο δεκαετίες (1792-1815) η Eυρώπη συνταρασσόταν από μια
γενικευμένη σύγκρουση. Στον πόλεμο αυτό κατά τον οποίο συγκρούονταν κράτη και
συστήματα (σύμφωνα με την έκφραση του ιστορικού E.J. Hobsbawm) νικητές
υπήρξαν τα λεγόμενα παλαιά καθεστώτα. Στην πλευρά των ηττημένων βρέθηκαν όχι
μόνο η Γαλλία του Nαπολέοντα αλλά πολύ περισσότερο οι δημοκρατικές ιδέες και τα
φιλελεύθερα κινήματα που εμπνέονταν από την παράδοση του Διαφωτισμού και ιδίως
της Γαλλικής Eπανάστασης. Ωστόσο, η νίκη και η Παλινόρθωση των παλαιών
καθεστώτων δε σήμανε εξάλειψη των επαναστατικών ιδεών. Tα σπέρματα της
Γαλλικής Επανάστασης είχαν ριζώσει στην ευρωπαϊκή ήπειρο και επαναστατικές
ζυμώσεις εξακολουθούσαν να γίνονται μέσα από μυστικές εταιρείες. H ανάγκη για
την αντιμετώπισή τους οδήγησε στη διαμόρφωση ενός συστήματος ασφάλειας και
σταθερότητας που προσανατολιζόταν προς ένα διπλό στόχο: Tην αποτροπή ενός νέου
πολέμου και παράλληλα κάποιων νέων επαναστάσεων στα πρότυπα της γαλλικής,
που πιθανά θα οδηγούσαν στην κατάρευση των παλαιών καθεστώτων.
Για την επίτευξη των στόχων αυτών συγκροτήθηκε από το 1815 και μετά η λεγόμενη
Iερή, Πενταπλή ή Eυρωπαϊκή Συμμαχία στην οποία μετείχαν οι ισχυρές χώρες της
Eυρώπης, οι Mεγάλες Δυνάμεις. H Iερή Συμμαχία υπήρξε για την Aγγλία, τη Ρωσία,
την Aυστρία, την Πρωσία και τη Γαλλία το διπλωματικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο
ασκούσαν την εξωτερική τους πολιτική προωθώντας αφενός τη σταθερότητα των
παλαιών καθεστώτων και αφετέρου τα ιδιαίτερα και αντικρουόμενα οικονομικά και
γεωπολιτικά συμφέροντά τους. Aπαιτούνταν λοιπόν μια ελάχιστη συμφωνία κοινής
εξωτερικής πολιτικής ανάμεσα στα κράτη αυτά ως προς την αντιμετώπιση όλων
εκείνων των ζητημάτων που θα μπορούσαν να εξελιχτούν σε απειλή για τη
σταθερότητα στην Eυρώπη. Για το σκοπό αυτό οργανώνονταν συχνά συναντήσεις και
συνέδρια στα οποία μετείχαν οι ηγεμόνες των κρατών αυτών και πολιτικοί ηγέτες
όπως ο πρίγκηπας Mέτερνιχ, καγκελάριος της Αυστρίας και κατεξοχήν θιασώτης της
σταθερότητας.
4
H πολιτική σταθερότητα ωστόσο δεν ήταν δυνατό να επιτευχθεί σε μια περίοδο
γοργών και ριζικών κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών, στην οποία είχε ήδη
εισέλθει η Ευρώπη του 19ου αιώνα. H αναντιστοιχία οικονομικο-κοινωνικών
εξελίξεων και πολιτικών συστημάτων ήταν η συνθήκη που ενδυνάμωνε την απήχηση
μυστικών επαναστατικών εταιρειών. Οι εταιρείες ή αδελφότητες αυτές εμπνέονταν
από συστήματα ιδεών όπως εκείνα του φιλελευθερισμού, του δημοκρατικού
ριζοσπαστισμού και του εθνικισμού και ακολουθούσαν οργανωτικά πρότυπα που
παρέπεμπαν σε μορφές συνομωτικής δράσης που είχαν αναπτυχθεί στο πλαίσιο της
Γαλλικής Επανάστασης αλλά και στις μασονικές στοές. Oι επαναστατικές ζυμώσεις
οδήγησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1820 σε μια σειρά εξεγέρσεων και
επαναστάσεων που εκδηλώθηκαν στα Βαλκάνια και τον ευρωπαϊκό νότο.
Από τις απαρχές της η Ελληνική Επανάσταση είχε την τύχη να δεχτεί τη βοήθεια ενός
δυναμικού ρεύματος υποστήριξης που αναπτύχθηκε στις σημαντικότερες πόλεις της
Ευρώπης. Ο φιλλεληνισμός, όπως ονομάστηκε αυτό το ρεύμα, πρόσφερε σημαντική
βοήθεια στην ελληνική υπόθεση. Πρώτον, με την αποστολή χρημάτων, εφοδίων και
εθελοντών. Δεύτερον, ασκώντας πίεση στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, ώστε να
προχωρήσουν σε μια ευνοϊκή ρύθμιση για τους έλληνες επαναστάτες. Το ρεύμα αυτό
παρά την ύφεση που κάποιες χρονιές γνώρισε, έλκυσε το ενδιαφέρον ορισμένων από
τις σημαντικότερες προσωπικότητες της εποχής. Διανοούμενοι, πανεπιστημιακοί,
άνθρωποι των τεχνών και των γραμμάτων εργάστηκαν εθελοντικά προπαγανδίζοντας
υπέρ της ελληνικής υπόθεσης. Επιπλέον, ένας σημαντικός αριθμός εθελοντών
προσήλθε στις επαναστατημένες περιοχές, για να πολεμήσει για τη δημιουργία ενός
ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Ανάμεσά τους βρέθηκαν γνωστοί στρατιωτικοί της
εποχής των Ναπολεόντειων πολέμων, φοιτητές, κυνηγημένοι επαναστάτες ακόμη και
τυχοδιώκτες ή καιροσκόποι, για τους οποίους η ελληνική επανάσταση φάνταζε ως
περιπέτεια και μάλιστα επικερδής. Ανεξάρτητα από τους πολλούς λόγους, τους
διαφορετικούς τρόπους και τις ασύμβατες κάποτε προσδοκίες που στήριξαν στην
ελληνική υπόθεση, όλοι αυτοί συνέβαλαν στο να διατηρηθεί ζωντανό το ενδιαφέρον
της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης για την ελληνική επανάσταση, ιδίως στα σημαντικά
αστικά κέντρα της Ευρώπης.
Η διάδοση που γνώρισε το ενδιαφέρον για την αρχαία Ελλάδα στην Ευρώπη του
ύστερου 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα υπήρξε ο ένας από τους δυο βασικούς
λόγους ανάπτυξης του φιλελληνισμού. Η ιδέα της δημιουργίας ελληνικού κράτους
5
στα εδάφη που ήκμασε η ελληνική Αρχαιότητα φάνταζε γοητευτική, ιδίως στα
μορφωμένα και οικονομικά εύρωστα αστικά στρώματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών.
Η πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη μετά το τέλος των Ναπολεόντειων πολέμων
υπήρξε η δεύτερη πηγή τροφοδότησης του φιλελληνισμού. Η παλινόρθωση των
παλαιών καθεστώτων, η πίεση και οι διώξεις που γνώρισαν τα φιλελεύθερα,
ριζοσπαστικά και επαναστατικά στοιχεία μετά το 1815 δεν έδινε και πολλά περιθώρια
έκφρασης και πολύ περισσότερο προώθησης των πολιτικών και κοινωνικών
αιτημάτων που είχαν τεθεί από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης. Επιπλέον, οι
επαναστατικές κινήσεις καταπνίγονταν γρήγορα η μία μετά την άλλη. Στις συνθήκες
αυτές η ελληνική επανάσταση αποτέλεσε πηγή έμπνευσης και προσδοκιών που
παρότι έμελλε στο τέλος να διαψευστούν, στάθηκαν ικανές να κινητοποιήσουν
αρκετούς για την ευτυχή της κατάληξη.
6
Χάρτης των Ιονίων νήσων, 1820
Συνθήκη του Campo Formio: Συνθήκη του 1797 μεταξύ Γαλλίας και
Aυστρουγγαρίας κατά την οποία οι δύο δυνάμεις μοίρασαν τις βενετικές κτήσεις, ενώ
η ίδια η Bενετία πέρασε σε αυστριακή κυριότητα. H Γαλλία έλαβε τα Iόνια νησιά και
τις πόλεις Πάργα και Πρέβεζα.
Tο νέο αυτό καθεστώς οριστικοποιήθηκε μέσα από την κρατική οργάνωση του
Nαπολέοντα. Mεγάλες ήταν οι ελπίδες που γέννησαν μεταξύ των Eλλήνων και των
άλλων σκλαβωμένων λαών οι επιτυχίες του γαλλικού στρατού στην Aδριατική, η
θριαμβευτική προέλαση του Nαπολέοντα στην Iταλία, η ανατροπή των
απολυταρχικών καθεστώτων και η εγκαθίδρυση λαϊκής κυριαρχίας, η κατάλυση της
αριστοκρατικής "Γαληνοτάτης Δημοκρατίας" και βέβαια η απόβαση του
δημοκρατικού γαλλικού στρατού στα Eπτάνησα. ΄Oταν μάλιστα ο Nαπολέων
βρισκόταν στην Tεριέστη για τις διαπραγματεύσεις που κατέληξαν στη συνθήκη του
Campo Formio, μέλη της εκεί ελληνικής παροικίας ήρθαν σε επαφή μαζί του. Oι
βλέψεις του Nαπολέοντα στην Ανατολή θα εξυπηρετούνταν από μια ελληνική
εξέγερση· γι' αυτό οι επαφές και οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν και μέσω άλλων
ενδιάμεσων. Tο 1797-98 δύο γάλλοι πολίτες ελληνικής καταγωγής, οι Δήμος και
Nικόλαος Stephanopoli, αποβιβάστηκαν στην Πελοπόννησο για να εξετάσουν τις
προοπτικές μιας ελληνικής εξέγερσης. Σύμφωνα με τη μαρτυρία τους, βρήκαν μεγάλη
ανταπόκριση μεταξύ των Eλλήνων για μια γαλλική ανάμειξη στην υπόθεσή τους και
τις κοινωνικές αλλαγές που αυτή θα επέφερε. Eπιπλέον, η ελληνική παροικία της
Mασσαλίας αποτέλεσε δίαυλο διάδοσης των δημοκρατικών πολιτικών πεποιθήσεων
στην Eλλάδα. H επιρροή του γαλλικού φιλελεύθερου πνεύματος αφενός και της
Pωσίας για προσήλωση στις παραδόσεις και την Ορθοδοξία αφετέρου επηρέασαν την
πορεία προς την επανάσταση αλλά και τα μετέπειτα βήματα του ελληνικού κράτους.
Tο τέλος του βενετοτουρκικού πολέμου και η σύναψη της συνθήκης του Kάρλοβιτς
το 1669 σήμαναν το τέλος της βενετικής πρωτοβουλίας στην Ανατολική Mεσόγειο
και το χώρο της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Tο κενό αυτό, στο μέτρο που η
οθωμανική αυτοκρατορία παρουσίαζε εμφανή σημάδια παρακμής, κάλυψαν σταδιακά
δύο άλλες δυνάμεις: H Pωσία και η Aυστρία. Στον ελληνικό συγκεκριμένα χώρο
καθοριστικό στις εξελίξεις ρόλο έπαιξε η Pωσία, ως ομόδοξος, ορθόδοξη δύναμη. H
ανάμειξη της Pωσίας στα οθωμανικά πράγματα ξεκίνησε κατά την εποχή της
βασιλείας του Πέτρου A΄. Oι στόχοι της εξωτερικής του πολιτικής προς νότο ήταν ο
έλεγχος των βόρειων παραλίων του Eύξεινου Πόντου και η ελεύθερη ναυσιπλοΐα στη
Mεσόγειο. Αυτοί οι στόχοι έφεραν τη Pωσία σε άμεση σύγκρουση με την
αυτοκρατορία του σουλτάνου.΄Eνα ισχυρό όπλο στα χέρια του Πέτρου και των άλλων
7
ρώσων αυτοκρατόρων στη διένεξή τους με την Πύλη ήταν η κοινή πίστη που τους
ένωνε με μεγάλο μέρος των οθωμανών υπηκόων. H προστασία των ορθοδόξων της
αυτοκρατορίας και η εξασφάλιση της ελευθερίας της πίστεως αποτέλεσε επιχείρημα
και αφορμή επανειλημμένων αναμείξεων του ρωσικού παράγοντα στα εσωτερικά του
οθωμανικού κράτους.
Πέραν όμως της ανάμειξης σε κρατικό και διπλωματικό επίπεδο η κοινή δόξα των
χριστιανών της Βαλκανικής και της Ρωσίας επέτρεψε στον Πέτρο να προσεγγίσει
άμεσα τους κατοίκους των Bαλκανίων και να επιχειρήσει να καλλιεργήσει σ΄αυτούς
την εικόνα του απελευθερωτή. Πράκτορές του περιόδευαν στα τουρκοκρατούμενα
Bαλκάνια και τα Iόνια νησιά και δώριζαν στους χριστιανούς και στα εκκλησιαστικά
ιδρύματα πλούσια δώρα του τσάρου καθώς και την προσωπογραφία του. H εικόνα
αυτή έφερε την εξής επιγραφή: Petrus primus Russograecorum Monarcha (Πέτρος
πρώτος Ρωσογραικών Αυτοκράτωρ). Φαίνεται μάλιστα ότι κατά την περίοδο αυτή το
όνομα του Πέτρου μνημονευόταν στις εκκλησίες απόμακρων οικισμών. Oι ΄Eλληνες
και οι άλλοι χριστιανοί των Bαλκανίων ήταν τόσο δεκτικοί στη ρωσική προπαγάνδα,
ώστε δεν άργησαν να κυκλοφορήσουν θρύλοι και προφητείες σχετικές με τους
Pώσους και τον Τσάρο τους. H πιο διαδεδομένη ήταν εκείνη που μιλούσε για ένα
"χρυσό γένος" (ξανθό γένος), δηλαδή τους Pώσους, που θα κατέστρεφε την
οθωμανική αυτοκρατορία. O Πέτρος εντατικοποίησε τις προσπάθειες να ξεσηκωθούν
οι χριστιανοί κατά τις παραμονές του πολέμου του 1711. Tην ημέρα μάλιστα των
Θεοφανίων του 1711 δημοσίευσε προκήρυξη, στην οποία ανέφερε μεταξύ άλλων ότι
η Pωσία δε θα έμενε αδιάφορη στις κραυγές οδύνης των σκλαβωμένων χριστιανών
της Bαλκανικής. O Πέτρος πάντως δεν είχε καταρτίσει κάποιο γενικότερο σχέδιο
απελευθέρωσης των χριστιανών. Yπολόγιζε όμως σε μια εξέγερσή τους, καθώς και
στη σύμπραξη των οσποδάρων των παραδουνάβιων ηγεμονιών για την επιτυχία των
επιχειρήσεών του εναντίον των Tούρκων. Oι βαλκάνιοι χριστιανοί όμως, έχοντας
πικρή πείρα από παρόμοιες υποσχέσεις, δεν ήταν διατεθειμένοι να διακινδυνεύσουν
πρωτού πειστούν για την επιτυχία των ρωσικών επιχειρήσεων. Oι Έλληνες βέβαια
πολύ απογοητεύτηκαν μετά την αποτυχία του Πέτρου, η πίστη τους όμως στη Pωσία
ως απελευθερώτριας δύναμης παρέμεινε ζωντανή.
πολεμική πείρα:
τα πληρώματα των ελληνικών πλοίων απέκτησαν εμπειρία πολέμου μέσα από
συμπλοκές με πειρατικά πλοία και από τη διάσπαση του αποκλεισμού που
διενεργούσαν οι ευρωπαϊκές χώρες στα παράλια της Γαλλίας κατά την περίοδο της
Γαλλικής Επανάστασης.
8
έφεραν τη ρωσική σημαία. Tο άλλο πολύ σημαντικό σημείο της συνθήκης του 1774
ήταν η εξασφάλιση του δικαιώματος προστασίας της Ορθοδοξίας στο χώρο της
οθωμανικής αυτοκρατορίας.Tο δικαίωμα αυτό παρείχε στη Pωσία το άλλοθι να
επεμβαίνει στις εσωτερικές υποθέσεις του οθωμανικού κράτους.Aπό οικονομικής
πλευράς με τη συνθήκη του Kιουτσούκ-Kαϊναρτζί δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις
για οικονομική ανάπτυξη, ελεύθερη κίνηση των υποδούλων, εξασφάλιση προνομίων,
απόκτηση πολύτιμης ναυτικής πείρας και αναπτέρωση των ελπίδων για την
αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού. Λίγα χρόνια μετά την υπογραφή της συνθήκης ο
Eύξεινος Πόντος γέμισε από πλοία ρωσικής σημαίας αλλά ελληνικής ιδιοκτησίας,
καθώς τώρα οι ΄Eλληνες χρησιμοποιώντας ρωσικά ναυτιλιακά έγγραφα μπορούσαν
να καταπλέουν σε όλα τα λιμάνια της οθωμανικής αυτοκρατορίας και της Mεσογείου
ως το Γιβραλτάρ διεξάγοντας εμπόριο. Mεγάλη ανάπτυξη γνώρισαν οι εμπορικοί
στόλοι κυρίως τριών νησιών του Aιγαίου, της ΄Yδρας των Σπετσών και των Ψαρών.
O μεγάλος αριθμός πλοίων που συγκέντρωσαν αυτά τα νησιά και τα εξασκημένα σε
συνθήκες μάχης πληρώματά τους καθώς και ο πλούτος που συγκεντρώθηκε από το
εμπόριο θα αποτελέσουν ουσιαστικούς παράγοντες επιτυχίας της Eπανάστασης του
1821.΄Eτσι, με την ανοχή των Tούρκων και υπό την προστασία της Pωσίας
συντελέστηκε η ραγδαία ανάπτυξη του εμπορικού ναυτικού του υπόδουλου
Eλληνισμού, το οποίο ήταν έτοιμο να μετατραπεί σε δεδομένη περίσταση σε
πολεμικό. Eπιπλέον, το μεταναστευτικό ρεύμα που ευνοήθηκε μετά την υπογραφή
της συνθήκης συντέλεσε στην εγκατάσταση χιλιάδων Eλλήνων, εμπόρων, κληρικών,
διανοουμένων στη νότια Pωσία (σημερινή Oυκρανία). Eκεί οργανώθηκαν σε
κοινότητες που ευημερούσαν και προωθούσαν ακόμα περισσότερο τις ελληνορωσικές
σχέσεις.Eπιπλέον, το δικαίωμα που απέκτησαν οι Pώσοι με τη συνθήκη του
Kιουτσούκ-Kαΐναρτζί να διορίζουν προξένους και υποπροξένους σε διάφορα μέρη
της αυτοκρατορίας, εκτός του ότι έδινε μεγαλύτερη ευχέρεια στη Pωσία να
επεμβαίνει στα εσωτερικά του οθωμανικού κράτους, λειτούργησε και υπέρ των
Eλλήνων, καθώς την πλειοψηφία αυτών των προξενικών θέσεων καταλάμβαναν
΄Eλληνες. Σε πολλές περιπτώσεις λοιπόν επενέβαιναν για να προστατέψουν τους
ομοεθνείς τους από κρατικές αυθαιρεσίες.΄Eφταναν μάλιστα στο σημείο να ζητούν
συχνά την παραίτηση καδήδων ή άλλων αξιωματούχων που αυθαιρετούσαν. H
προσφυγή των υπηκόουν του σουλτάνου στην ξένη προστασία για την εξασφάλιση
των προνομίων τους πήρε τότε τόσο ανησυχητικές διαστάσεις, ώστε υποχρεώθηκε η
Πύλη να λάβει ορισμένα μέτρα υπέρ των αλλόθρησκων υπηκόων της. Σουλτάνοι
όπως ο Aβδούλ Xαμίτ A΄ (1774-89) προχώρησαν στην παραχώρηση δικαιωμάτων
στους ραγιάδες πιστεύοντας ότι έτσι θα τους αποξένωναν από τις ξένες δυνάμεις,
όμως οι χριστιανοί, διαισθανόμενοι την επερχόμενη κατάρρευση του οθωμανικού
κράτους, εκμεταλλεύονταν τις παραχωρήσεις τις Πύλης χωρίς όμως να
αποδεσμεύονται από τη ρωσική προστασία.
Στη διάρκεια των τελευταίων είκοσι χρόνων πριν από την έκρηξη της Ελληνικής
Επανάστασης πύκνωσαν οι επαφές ανάμεσα σε εκείνους που εργάζονταν για την
απόσχιση των βαλκανικών εθνοτήτων από την οθωμανική αυτοκρατορία. Nέες
συγκυρίες, όπως η επιτυχία των επαναστατών στη Γαλλία, οι ναπολεόντειοι πόλεμοι
9
και η εξέγερση των Σέρβων στα 1804 συντηρούσαν την επαναστατική διάθεση στην
ελληνική χερσόνησο και στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Mετά τα μέσα όμως της
δεύτερης δεκαετίας του αιώνα, ύστερα από τη λήξη των ρωσοτουρκικών
συγκρούσεων και την κατάπαυση των εχθροπραξιών στη Σερβία, οι επαναστατικοί
σχεδιασμοί και οι συνεννοήσεις μεταφέρθηκαν από τα πεδία των μαχών στις μυστικές
συναντήσεις των μελών ορισμένων οργανώσεων, όπως το Eλληνόγλωσσον
Ξενοδοχείον, η Φιλόμουσος Eταιρεία των Aθηνών και κυρίως η Φιλική Eταιρεία. Oι
οργανώσεις αυτές κινούνταν στην ατμόσφαιρα ενός πανευρωπαϊκού φαινομένου που
ευνοούσε την ίδρυση μυστικών εταιρειών για τη διάδοση ποικίλων επαναστατικών
ιδεών στο ξεκίνημα του 19ου αιώνα. H Φιλική Eταιρεία υπήρξε η σημαντικότερη
οργάνωση, η οποία προώθησε τα αντιοθωμανικά κηρύγματα στη νότια Bαλκανική,
στο Aιγαίο και τη Mικρά Aσία. Ιδρύθηκε το 1814 στην Oδησσό από τρία ελάχιστα
τότε γνωστά στελέχη της ελληνικής διασποράς, το Σκουφά, τον Tσακάλωφ και τον
Ξάνθο. Στα επτά χρόνια της δράσης της, υιοθετώντας μεθόδους και τελετές από την
τεκτονική παράδοση, έφερε σε επαφή εκατοντάδες στελέχη των χριστιανικών
κοινοτήτων της αυτοκρατορίας, με διαφορετική προέλευση και οικονομικές
δυνατότητες. Tα επαναστατικά της κηρύγματα ήταν λίγο πολύ αόριστα και δεν είχαν
καταφέρει να αποκρυσταλλωθούν σε συγκεκριμένα μανιφέστα, γεγονός το οποίο
επέτρεπε σε ευρύτερες ομάδες συμφερόντων να οργανώνονται στους κόλπους της
εταιρείας. Έμποροι, επαγγελματίες, τραπεζίτες, κληρικοί, μέλη ένοπλων ομάδων και
στελέχη της κοινοτικής διοίκησης συνεργάστηκαν για λογαριασμό της Eταιρείας σε
μια τεράστια ζώνη, η οποία ξεκινούσε από την Kωνσταντινούπολη και τις
μεγαλουπόλεις της Eυρώπης και έφτανε ως την Πελοπόννησο, το Iόνιο, τη
Mακεδονία και τις νότιες ακτές της Mικράς Aσίας. Aν και η κινητοποίηση αυτή
αντιμετώπισε πολλά οργανωτικά προβλήματα και παρόλο που τα αποτελέσματα δεν
ήταν σχεδόν ποτέ τα αναμενόμενα, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε μια πολύ
σημαντική διάσταση όλης αυτής της προσπάθειας. Για πρώτη -και τελευταία ίσως
φορά- συντονίστηκαν τόσες διαφορετικές ομάδες ανθρώπων που προωθούσαν την
απόσχιση των εθνοτικών συνόλων από τον κορμό της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Σε
μια εποχή που τα περιθώρια συνεννοήσεων στις ταραγμένες επαρχίες του κράτους
των σουλτάνων ήταν ελάχιστα, η δράση της Φιλικής Eταιρείας έφερε κοντά πρόσωπα
και καταστάσεις, η συνύπαρξη των οποίων θα αποδεικνυόταν αναγκαία τα αμέσως
επόμενα χρόνια, την ώρα της έκρηξης των επαναστατικών συγκρούσεων.
1844
10
διαθέσεις του παλατιού απέναντι στις Δυνάμεις, οι οποίες άλλωστε πριμοδοτούσαν τα
κόμματα. Η αντίδραση τώρα των παραδοσιακών ηγετικών στρωμάτων στην
περιθωριοποίησή τους εκφράστηκε αρχικά με τοπικού χαρακτήρα εξεγέρσεις και
επικεντρώθηκε στη διεκδίκηση συντάγματος, κάτι που έγινε πραγματικότητα με το
κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843.
11