Académique Documents
Professionnel Documents
Culture Documents
olgapal@otenet.gr 1.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
ἀθρόος = συγκεντρωμένος, πυκνός.
ἀθυμέω – ῶ = χάνω το θάρρος μου, στενοχωρούμαι.
ἀθυμία = απογοήτευση, έλλειψη θάρρους.
ἀθύμως έχω = χάνω το θάρρος μου.
αἰδέομαι-οῦμαι = ντρέπομαι, σέβομαι.
αἴδιος = αιώνιος.
αἰδὼς = ντροπή, σεβασμός.
αἰνέω-ῶ = εγκωμιάζω, εγκρίνω.
αἰνίττομαι = μιλώ αινιγματικά, υπονοώ.
αἵρεσις = άλωση, κατάληψη, εκλογή, προτίμηση.
αἵρεσιν δίδωμι = παρέχω το δικαίωμα της εκλογής.
αἵρεσιν λαμβάνω = έχω το δικαίωμα της εκλογής.
αἱρέω-ῶ = λαμβάνω, συλλαμβάνω, κυριεύω.
αἱροῦμαι = εκλέγω, προτιμώ, εκλέγομαι⋅ δίκην (γραφὴν) αἱρῶ = κερδίζω δίκη.
αἴρω = υψώνω, μεταφέρω, απομακρύνω.
αἴρομαι = υψώνομαι.
αἴρω τεῖχος = υψώνω τείχος⋅ αἴρω τὰς ναῦς = απομακρύνω τα πλοία⋅ αἴρω ταῖς
ναυσὶ= αποπλέω⋅ αἴρω τῷ στρατῷ = ξεκινώ.
αἴρομαι κίνδυνον (πόλεμον) = αναλαμβάνω τον κίνδυνο (τον πόλεμο).
αἰσθάνομαι = αντιλαμβάνομαι, μαθαίνω.
αἰσχρός = επονείδιστος.
αἰσχύνη = ντροπή.
αἰσχύνω = ασχημίζω, ντροπιάζω.
αἰσχύνομαι = ντρέπομαι, σέβομαι.
αἰτέω-ῶ & αἰτοῦμαι = ζητώ, παρακαλώ.
αἰτία = αιτία, αφορμή, κατηγορία⋅ αἰτίαν ἔχω (ὑπέχω) = κατηγορούμαι⋅ ἐν αἰτίᾳ
ἔχω τινά =κατηγορώ⋅ ἀπολύω τινά τῆς αἰτίας = απαλλάσσω κάποιον από την
κατηγορία.
αἰτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ.
αἰών = ζωή, αιώνας⋅ ὁ σύμπας αἰών = αιωνιότητα.
ἀκμάζω = είμαι ακμαίος⋅ ὁ σῖτος ἀκμάζει = είναι ώριμος.
ἀκμή = ακμή, αιχμή.
ἀκολασία = ασωτία.
ἀκούω = ακούω⋅ εὖ ἀκούω = επαινούμαι⋅ κακῶς ἀκούω = κακολογούμαι.
ἄκρα = ακρωτήριο.
ἀκραιφνής (< ἀκεραιος + φαίνομαι) = ειλικρινής, ολόκληρος.
ἀκρασία = ακολασία, ακράτεια.
ἀκρατής = αχαλίνωτος, ο μη εγκρατής.
ἀκρισία = σύγχυση.
ἄκριτος = συγκεχυμένος.
ἀκροάομαι-ῶμαι = ακούω.
ἄκρον = κορυφή, ακρωτήριο.
ἄκων = χωρίς τη θέληση.
ἀλγέω-ῶ = πονώ, θλίβομαι.
ἀλγηδών = πόνος, θλίψη.
ἄλγος = πόνος, θλίψη.
ἀλήτης = περιπλανώμενος.
ἀλίσκομαι = κυριεύομαι, συλλαμβάνομαι, καταδικάζομαι.
ἀλκιμος = ρωμαλέος, ανδρείος.
ἀλλάτω = αλλάζω, μεταβάλλω, ανταλλάσσω.
ἀλλαχῇ-ἀλλαχοῦ-ἀλλαχόθι-ἄλλοθι = αλλού.
ἀλλαχόθεν = από αλλού.
ἀλλαχόσε-ἄλλοσε = σε άλλο μέρος.
ἀλλότριος = ξένος⋅ τὰ αλλότρια = ξένες υποθέσεις⋅ ἀλλοτρίως ἔχω ή διάκειμαι
πρός τινα = έχω εχθρικές διαθέσεις.
ἀλλόφυλος = αλλοεθνής.
olgapal@otenet.gr 2.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
ἄλογος = παράλογος, ακατανόητος.
ἅλωσις = κατάκτηση, καταδίκη.
ἁλωτός (< ἁλίσκομαι) = αυτός που μπορεί να κυριευθεί, κατακτηθεί.
ἅμα = αμέσως, συγχρόνως, μαζί.
ἀμαθία & ἀμάθεια = άγνοια.
ἁμαρτάνω = αποτυγχάνω, σφάλλομαι.
ἁμάρτημα = σφάλμα, αδίκημα.
ἁμαρτία = αποτυχία, σφάλμα.
ἀμέλεια = αδιαφορία.
ἀμελέω-ῶ = παραμελώ, αδιαφορώ.
ἀμελής = αδιάφορος.
ἀμηχανία = απορία, στενοχώρια.
ἄμιλλα = συναγωνισμός, αγώνας.
ἀμνημονέω-ῶ = λησμονώ.
ἀμνήμων -ονος = αυτός που λησμονεί.
ἀμύνω = βοηθώ, αποκρούω, αγωνίζομαι για κάποιον.
ἀμύνομαι = αποκρούω.
ἀμφότεροι & ἄμφω = και οι δύο.
ἀναβαίνω = ανεβαίνω.
ἀναβάλλω = αναβάλλω.
ἀναβολή = αναβολή, καθυστέρηση.
ἀναγγέλλω = αναγγέλλω.
ἀναγορεύω = ανακηρύττω, διακηρύττω.
ἀνάγω = μεταφέρω, οδηγώ προς τα άνω⋅ ἡ ναῦς ἀνάγεται = το πλοίο βγαίνει στο
ανοικτό πέλαγος.
ἀναγωγή = απόπλους, οδήγηση πλοίου στα ανοιχτά.
ἀνάδοτος = ο επιστρεφόμενος.
ἀναιρέω-ῶ & ἀναιροῦμαι = σηκώνω, λαμβάνω, περισυλλέγω και θάβω, καταστρέφω,
αφαιρώ⋅ ἀνεῖλεν (ἡ Πυθία ἢ ὁ θεός) = χρησμοδότησε.
ἀναλγησία = αναισθησία.
ἀνάλγητος = αναίσθητος, σκληρός.
ἀναλίσκω & ἀναλόω-ῶ = δαπανώ.
ἀναμένω = αναμένω, υπομένω.
ἀναμιμνήσκω = υπενθυμίζω⋅ ἀναμιμνήσκομαι = θυμάμαι.
ἀνάντης = ανηφορικός.
ἀναπείθω = μεταπείθω⋅ ἀναπείθομαι = αλλάζω γνώμη.
ἀνασκοπέω-ῶ = επιθεωρώ, παρατηρώ.
ἀνάστατος = ο διωγμένος από την πατρίδα⋅ ἀνάστατος γίγνομαι = ερημώνομαι,
καταστρέφομαι⋅ ἀνάστατον ποιῶ = ερημώνω, καταστρέφω.
ἀναστρέφω = ανατρέπω, γυρίζω πίσω⋅ ἀναστρέφομαι = κάνω στροφή.
ἀναστροφή = επιστροφή, περιστροφή.
ἀναχωρέω-ῶ = υποχωρώ.
ἀνδραποδίζω = καθιστώ κάποιον δούλο.
ἀνδράποδον = δούλος.
ἀνείργω = εμποδίζω.
ἀνεπιτήδειος = ακατάλληλος, ανίκανος.
ἀνέχω = κρατώ ψηλά, ανυψώνω⋅ ἀνέχομαι = ανέχομαι, τολμώ, υποφέρω.
ἀνήκεστος = αγιάτρευτος, ανεπανόρθωτος.
ἀνθίστημι = στήνω αντιθέτως⋅ ἀνθίσταμαι = εναντιώνομαι.
ἀνθρώπειος = ανθρώπινος.
ἀνία = θλίψη, πόνος, πλήξη.
ἀνιαρός = ενοχλητικός, θλιβερός.
ἀνιάω-ῶ = προξενώ λύπη⋅ ἀνιῶμαι = λυπούμαι, στενοχωρούμαι.
ἀνίημι = αφήνω, χαλαρώνω.
ἀνίστημι = σηκώνω, μετακινώ⋅ ἀνίσταμαί τινι = σηκώνομαι για να επιτεθώ
εναντίον κάποιου⋅ ἀνίσταμαι υπό τινος = διώχνομαι.
olgapal@otenet.gr 3.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
ἄνοια = μωρία, ανοησία.
ἀνοικίζω = ανοικοδομώ, μετοικίζω κάποιον, ερημώνω.
ἀνοικίζομαι = εγκαθίσταμαι στο εσωτερικό μιας χώρας, μετοικώ στα μεσόγεια.
ἀνοιμώζω = στενάζω, θρηνώ.
ἀνομία = παρανομία.
ἄνομος = παράνομος, χωρίς νόμο.
ἀνορθόω-ῶ = αποκαθιστώ, επανορθώνω.
ἄνους = ανόητος.
ἀνταγορεύω = αντιλέγω.
ἀνταγωνίζομαι = συναγωνίζομαι.
ἀντιδικέω-ῶ = ανταποδίδω την αδικία.
ἀνταίρω = ανθίσταμαι.
ἀντανάγω = εκπλέω, επιτίθεμαι, βγαίνω στο πέλαγος.
ἀνταποδίδωμι = ανταποδίδω.
ἀνταπόλλυμι = αντεκδικούμενος καταστρέφω.
ἀντεκπέμπω = στέλνω κι εγώ εναντίον κάποιου.
ἀντεξάγω = εξάγω στράτευμα εναντίον εχθρού.
ἀντεπάγω = οδηγώ στρατό εναντίον εχθρού.
ἀντεπιτίθημι = κάνω αντεπίθεση.
ἀντέχω = διαρκώ, παρατείνομαι⋅ ἀντέχομαί τινος = είμαι προσκολλημένος σε κάτι.
ἀντιβαίνω = βαδίζω εναντίον.
ἀντιβοηθέω-ῶ = ανταποδίδω τη βοήθεια.
ἀντιδίδωμι = ανταποδίδω, ανταλλάσσω.
ἀντιδικία = φιλονικία.
ἀντίδικος = αντίπαλος σε δίκη.
ἀντικαταλλάσσω = ανταλλάσσω, συμφιλιώνομαι.
ἀντικόπτω = αντικρούω, αντιστέκομαι.
ἀντιλέγω = αντιλέγω, φιλονικώ.
ἀντίος = αντιμέτωπος.
ἀντιπαραβάλλω = συγκρίνω.
ἀντιπαρατάσσω = παρατάσσω απέναντι κάποιου.
ἀντιπαρέρχομαι = πορεύομαι παράλληλα.
ἀντιπάσχω = κι εγώ παθαίνω κακό.
ἀντιπέμπω = στέλνω εναντίον.
ἀντιποιέω-ῶ = ανταποδίδω κάτι καλό ή κακό⋅ αντιποιούμαι τινος τινί = προβάλλω
αξιώσεις σε κάποιον για κάτι, προβάλλω δικαιώματα.
ἀντίπορος = αντικρινός.
ἀντίπρωρος = αντιμέτωπος⋅ νῆες ἀντίπρωροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία.
ἀντιτάσσω = παρατάσσω εναντίον κάποιου.
ἀντιτίθημι = αντιτάσσω.
ἀνυδρία = ξηρασία.
ἀνυπόδητος = χωρίς υποδήματα.
ἀνύτω & ἀνύω = τελειώνω, κατορθώνω, διανύω.
ἄνωθεν = εκ των άνω⋅ οἱ ἄνωθεν = οι πρόγονοι.
ἀνωμοτί = χωρίς όρκο.
ἀνώμοτος = αυτός που δεν ορκίσθηκε.
ἀνωφερής = ανηφορικός.
ἄξιος(< ἄγω) = άξιος⋅ πολλοῦ ἄξιος = αξιόλογος⋅ πλείονος ἄξιος = χρησιμότερος⋅
οὐδενός ἄξιος = ασήμαντος⋅ σῖτος ἄξιος = σίτος φθηνός.
ἀξιόχρεως = αξιόπιστος.
ἀξιόω-ῶ = θεωρώ κάποιον άξιο, έχω τη γνώμη.
ἀξύμφορος = επιζήμιος.
ἀπαγγέλλω = αναγγέλλω⋅ ἀπαγγέλλω πόλεμον = κηρύττω πόλεμο.
ἀπαγορεύω = απαγορεύω, εξασθενώ, κουράζομαι.
ἀπάγω = απομακρύνω, οδηγώ, προσάγω στο δικαστήριο ή δεσμωτήριο.
ἀπαθής = αναίσθητος, αβλαβής, χωρίς ατύχημα.
olgapal@otenet.gr 4.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
ἀπαλλάττω = απαλλάσσω, απολύω⋅ ἀπαλλάττομαι = αποχωρώ.
ἀπανίσταμαι = μεταναστεύω.
ἀπαντάω-ῶ = συναντώ, αποκρίνομαι, ανθίσταμαι, αντιμετωπίζω.
ἅπαξ = μία φορά.
ἀπειθέω-ῶ = δεν υπακούω.
ἀπειθής = ανυπάκουος.
ἄπειμι = είμαι μακριά, απουσιάζω.
ἄπειρος = χωρίς δοκιμή, άπειρος, αμαθής.
Μηδενός ἀπείρως ἔχω = τίποτε δεν αφήνω αδοκίμαστο.
ἀπελαύνω = εξορίζω, απομακρύνω.
ἀπεχθάνομαι = μισούμαι.
ἀπέχθεια = αντιπάθεια.
ἀπεχθής = μισητός, δυσάρεστος, εχθρικός.
ἀπέχω-ομαι = απέχω.
ἀπίθανος = απίστευτος, μη πειστικός.
ἀπιστέω-ῶ = δυσπιστώ, αμφιβάλλω.
ἀπιστία = δυσπιστία, καχυποψία.
ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά.
ἀποβάλλω = απορρίπτω.
ἀπογιγνώσκω = απελπίζομαι, αθωώνω.
ἀποδείκνυμι = καθιστώ γνωστό, αποδεικνύω.
ἀποδίδωμι = επιστρέφω, ανακοινώνω⋅ ἀποδίδωμι τά ὀνόματα = ανακοινώνω τα
ονόματα.
ἀποθνῄσκω = πεθαίνω, φονεύομαι.
ἀποικίζω = ιδρύω αποικία.
ἀποκάμνω = κουράζομαι, παραμελώ.
αποκνέω-ῶ = διστάζω, φοβούμαι⋅ ἀποκνῶ τόν πλοῦν = από φόβο αναβάλλω την
εκστρατεία.
ἀποκτείνω = σκοτώνω, θανατώνω.
ἀπολαμβάνω = παίρνω, δέχομαι, αποκλείω.
ἀπολαύω = καρπούμαι, απολαμβάνω.
ἀπολείπω = αφήνω πίσω, εγκαταλείπω.
ἄπολις,-ιδος = εξόριστος, ο χωρίς πατρίδα⋅ ἄπολις γίγνομαι = χάνω την πατρίδα
μου.
ἀπόλλυμι = χάνω, φονεύω, καταστρέφω.
ἀπολύω = λύνω, ελευθερώνω, αθωώνω⋅ ἀπολύομαι αἰτίας ή βλασφημίας ή
διαβολάς = ανασκευάζω κατηγορίες ή κακολογίες ή συκοφαντίες.
ἄπονος = άκοπος, οκνηρός.
ἀπορία = δυσκολία, έλλειψη⋅ εις απορίαν καθίσταμαι = περιέρχομαι σε δύσκολη
θέση⋅ ἀπόρως ἔχω(διάκειμαι – διατίθεμαι) = βρίσκομαι σε αμηχανία.
ἀποσπάω-ῶ = αποχωρίζω, αποσπώ, αποσύρω.
ἀπόστασις = αποστασία, επανάσταση.
ἀποστάτης = δραπέτης, λιποτάκτης, επαναστάτης.
ἀποτέμνω = αποκόπτω.
ἀποφαίνω = φανερώνω, αποδεικνύω.
ἀποφαίνομαι = λέγω τη γνώμη μου, προτείνω.
ἀποψηφίζομαι = αθωώνω, λαμβάνω αντίθετη απόφαση.
ἀπραγμοσύνη = νωθρότητα, οκνηρία.
ἀπράγμων-ονος = νωθρός, φιλήσυχος.
ἀπραξία = αδρανεια.
ἀπροφάσιστος = πιστός, ειλικρινής.
πόλεμος ἀπροφύλακτος = χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεως⋅ ἅπτομαι τῶν πολιτικων
πραγμάτων = αναμιγνύομαι στα πολιτικά⋅ ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον πόλεμο.
ἀργία = ανάπαυση, οκνηρία, απραξία.
ἀργός = άεργος, αδρανής.
ἀρέσκω = είμαι αρεστός⋅ ἀρέσκομαι = είμαι ικανοποιημένος από κάτι.
olgapal@otenet.gr 5.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
ἀρετή = ανδρεία, ικανότητα, υπεροχή.
ἀριθμέω-ῶ = μετρώ, υπολογίζω.
ἀριστάω-ῶ = προγευματίζω.
ἀριστοκρατία = αριστοκρατικό πολίτευμα.
ἄριστον = πρόγευμα.
ἀρμόττω = συναρμόζω, αρμόζω.
ἄρρηκτος = αδιάρρηκτος.
ἀρρωστία = νόσος, ασθένεια, απροθυμία.
ἄρρωστος = ασθενής, νωθρός, απρόθυμος⋅ ἀρρωστότερος γίγνομαι = δείχνομαι
λιγότερο πρόθυμος.
ἀρχή = έναρξη, εξουσία, κράτος.
ἄρχω = κάνω αρχή, αρχίζω, κυβερνώ⋅ ὁ ἄρχων = ο αρχηγός⋅ τό ἄρχειν = η εξουσία⋅
ἄρχομαι = αρχίζω, εξουσιάζομαι.
ἀρωγή = βοήθεια.
ἀρωγός = βοηθός.
ἀσθένεια = εξασθένηση, αδυναμία.
ἄσιτος = νηστικός.
ἄσπονδος = χωρίς συνθηκολόγηση.
ἀσταθής = αβέβαιος, ασταθής.
ἀστασίαστος = ο μη ταρασσόμενος από στάσεις.
ἀτακτέω-ῶ = περνώ άτακτο βίο.
ἀταξία = ακαταστασία, απειθαρχία.
ἀτιμάζω = δεν τιμώ, βρίζω, προσβάλλω.
ἄτιμος = αυτός που στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματα.
ἀτιμόω-ῶ = αφαιρώ από κάποιον δικαιώματα.
ἀτραπός = οδός, μονοπάτι.
ἀτυχέω-ῶ = αποτυγχάνω, νικιέμαι.
αὐθάδεια = θράσος.
αὐθάδης = θρασύς.
αὖθις = πάλι, πίσω, στο μέλλον.
αὐτοβοεί = με τον πρώτο αλαλαγμό της εφόδου.
αὐτοκράτωρ = με πλήρη εξουσία.
αὐτόματος = αυτόματα, αυθόρμητα⋅ αὐτόματος θάνατος = ο φυσικός θάνατος.
αὐτονομία = πολιτική ανεξαρτησία.
αὐτόνομος = αυτοδιοίκητος.
αὐτόχθων-ονος = γηγενής, ντόπιος.
ἀφαιρέω-ω & ἀφαιροῦμαι = αφαιρώ.
ἀφανής = αόρατος, άσημος, σκοτεινός.
ἀφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ, εξηγώ.
ἀφίημι = αφήνω, ελευθερώνω, αθωώνω.
ἀφικνέομαι-οῦμαι = φθάνω, έρχομαι.
ἀφίστημι = απομακρύνω, εμποδίζω.
ἀφίσταμαι = απέχω, αποφεύγω, αποστατώ, επαναστατώ.
ἀφροσύνη = απερισκεψία.
ἄφρων-ονος = ανόητος, παράφρων.
ἀχαριστία = αγνωμοσύνη.
ἄχθομαι = αγανακτώ, στενοχωρούμαι.
ἄχθος = βάρος, λύπη.
olgapal@otenet.gr 6.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
βιάζομαι = πιέζομαι, καταβάλλομαι, εξαναγκάζομαι.
βιάζομαι τόν ἔκπλουν = περνώ με βία το στόμιο του λιμένα.
βίος = βίος, περιουσία, τα μέσα προς τη ζωή.
βοηθέω-ῶ = βοηθώ, σπεύδω προς βοήθεια.
βοτόν = βόσκημα, ζώο, κτήνος.
βούλευμα = απόφαση.
βουλευτήριον = δικαστήριο, βουλευτήριο.
βουλεύω = είμαι βουλευτής, σκέπτομαι⋅ βουλεύομαι = σκέπτομαι, συσκέπτομαι,
αποφασίζω.
βούλομαι = θέλω, επιθυμώ⋅ το βουλόμενον = επιθυμία.
βραχύς = κοντός, μικρός, σύντομος⋅ διά βραχέων ή βραχύ τι = με λίγα λόγια.
olgapal@otenet.gr 7.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Δῆλος = φανερός, σαφής.
δηλόω-ῶ = φάνερώνω, αποδεικνύω.
δημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαού.
δημηγορία = αγόρευση.
δῆμος = λαός, δημοκρατικό πολίτευμα, δημοκρατικοί πολίτες.
δημόσιος = κοινός⋅ δημοσίᾳ = με έξοδα του δημοσίου.
δηόω-ῶ = λεηλατώ.
διαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώρας.
διαβολή = συκοφαντία.
διαγίγνομαι = ζω.
διαγιγνώσκω = διαχωρίζω, εκφέρω γνώμη, αποφασίζω, διακρίνω.
διάγω = ζω τη ζωή μου, διαρκώς κάνω κάτι, ζω.
διαγωνίζομαι = αγωνίζομαι, μάχομαι, τελειώνω τον αγώνα.
διάδηλος = ολοφάνερος.
δίαιτα = ζωή, τρόπος ζωής.
διαιτησία = λύση διαφοράς.
διάκειμαι = είμαι διατεθειμένος.
διακριβόω-ῶ = εξακριβώνω.
διαλέγω = εκλέγομαι⋅ διαλέγομαι = συζητώ, μιλώ, συνεννοούμαι.
διαλείπω = απέχω, μεσολαβώ⋅ οὐ διαλείπω + Κατηγ. μ.τ.χ. = διαρκώς.
διαλείπω + μ.τ.χ. = παύω να…
διαλλαγή = συμφιλίωση, συμφιλιωτική προσπάθεια.
διαλλάττω = συμφιλιώνω.
διανέμω = μοιράζω.
διάνοια = νους, πνεύμα, σκοπός, γνώμη.
χρῶμαι νέαις ταῖς διανοίαις = έχω νεανικά φρονήματα.
διαπλέω = (διά μέσου) πλέω.
διάπλους = διάπλευση, ταξίδι, πορθμός.
διαπράττομαι = διαπραγματεύομαι, πετυχαίνω, κατορθώνω, αποπερατώνω.
διαπυνθάνομαι = ρωτώ, ζητώ να μάθω.
διαρρήδην = ρητά, σαφώς.
διασκεδάννυμι = διασκορπίζω.
διατίθημι = τακτοποιώ, διαθέτω.
διαφέρω = διαφέρω, υπερέχω, υπερισχύω.
διαφθείρω = καταστρέφω, φονεύω.
δίγλωττος = διερμηνέας, δόλιος.
δίδωμι = δίνω, παρέχω⋅ δίδωμί τινι + απρμφ. = αξιώνω κάποιον να⋅ δίκην δίδωμι =
τιμωρούμαι.
διεκπλέω = διαπλέω, διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου της.
Διέκπλους = ο πλους δια μέσου, διάσπαση εχθρικής γραμμής.
διέξειμι & διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς, εκθέτω⋅ ὁ τόν λόγον διεξιών =
ο ομιλητής.
διέχω = απέχω, αποχωρίζομαι.
διίστημι = διαχωρίζω⋅ διίσταμαι = διαφωνώ, απομακρύνομαι.
δίκη = δίκη, δίκαιο, δικαιοσύνη⋅ δίκην φεύγω = δικάζομαι⋅ δίκην ὑπέχω =
υποβάλλομαι σε δίκη⋅ δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαι⋅ δίκην ὀφλισκάνω =
καταδικάζομαι⋅ δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώ⋅ δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώ.
διχῇ = κατά δυο τρόπους, στα δύο.
διώκω = διώκω, καταδιώκω, κατηγορώ⋅ ὁ διώκων = ο κατήγορος⋅ ὁ διωκόμενος =
ο κατηγορούμενος.
τά δόξαντα & τά δεδογμένα = οι αποφάσεις.
ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη μου⋅ ἔδοξε ταῦτα = αυτά εγκρίθηκαν.
δόκησις = γνώμη, ιδέα, υποψία.
δοκιμάζω = ελέγχω, εγκρίνω, υποβάλλω σε δοκιμασία, εγκρίνω την εκλογή κάποιου
ως βουλευτή.
δόξα = ιδέα, υπόληψη, φήμη.
olgapal@otenet.gr 8.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
δουλεύω = είμαι δούλος, υπήκοος.
Εὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιον.
δύναμαι = μπορώ.
δυναστεία = κυριαρχία, εξουσία.
δυσκλεής = άδοξος.
δύσκλεια = κακή φήμη.
δύσνους = εχθρικός.
δυσπραξία = αποτυχία, ατυχία, κακοτυχία.
δυστυχέω–ῶ = υφίσταμαι ατυχίες.
δωροδοκέω–ῶ = δέχομαι δώρα, δωροδοκούμαι.
δωροδόκος = δωροδοκούμενος.
olgapal@otenet.gr 9.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
ἐκδιώκω = εξορίζω.
ἐκλείπω = εγκαταλείπω, παραλείπω.
ἐκλογίζομαι = σκέπτομαι, λογαριάζω.
ἐκπέμπω = εξαποστέλλω.
ἔκπεμψις= αποστολή.
ἐκπίπτω = εξορίζομαι, διώχνομαι.
ἔκπληξις = κατάπληξη, φόβος.
ἐκπλήττω = φοβίζω, κτυπώ⋅ ἐκπλήττομαι = σαστίζω.
ἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαι⋅ ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη
μέση.
ἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπουδές.
ἐκφαίνω = αποκαλύπτω, φανερώνω.
ἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμο.
ἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμο.
ἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμη.
δίκην φεύγω = αθωώνομαι.
ἑκών, ἑκοῦσα, ἑκόν = θεληματικά.
ἐλπίζω = αναμένω, ελπίζω.
ἐμβάλλω = εισβάλλω, συγκρούομαι.
ἐμβολή = εισβολή, επιδρομή, έφοδος.
ἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτι.
ἐμπίπτω = επιτίθεμαι, εισορμώ.
ἐμποδών (< ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιο.
ἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζω.
ἐνάγω = παρακινώ, ενάγω σε δικαστήριο.
ἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος, αντίπαλος.
ἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός, σαφής.
ἐνδεής = στερούμενος.
ἔνδεια = έλλειψη, στέρηση, ανάγκη.
ἐνδίδωμι = δίνω, υποχωρώ.
ἔνδον = μέσα.
ἔνειμι = είμαι μέσα, ενυπάρχω.
ἔνεστι & ἔνι = είναι δυνατόν, επιτρέπεται.
ἐνιαύσιος = ετήσιος.
ἐνιαυτός (< ἔνος) = έτος.
ἐννοέω-ῶ = εννοώ, σκέπτομαι.
ἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσα.
ἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει.
ἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές, συνθήκες.
ἐντυγχάνω = συναντώ.
ἐξαγγέλλω = διακηρύττω.
ἐξάγω = οδηγώ έξω.
ἐξάγομαι = βγαίνω έξω.
ἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι, αποτυγχάνω.
ἐξανίστημι = διώχνω, ερημώνω.
ἐξανίσταμαι = εγείρομαι, ερημώνομαι.
ἔξαρνός εἰμι = αρνούμαι.
ἔξεστι = είναι δυνατόν.
ἐξελαύνω = εκδιώκω, εξάγω, εκστρατεύω, εξορμώ.
ἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλά.
ἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός, διοικώ.
ἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ, φθάνω σε…
ἐπαγγέλλω = διατάζω, γνωστοποιώ.
ἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα, υπόσχομαι.
ἐπάγω = οδηγώ εναντίον⋅ ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω, προσκαλώ.
ἐπαινέω-ῶ = επαινώ, επιδοκιμάζω.
ἐπαίρω = σηκώνω, υψώνω, παρακινώ.
olgapal@otenet.gr 10.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
ἐπαίρομαι = περηφανεύομαι.
ἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ, παραπονούμαι.
ἐπανάγω = σύρω, επαναφέρω, βγάζω στο πέλαγος.
ἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρού.
ἐπαναγωγή = επίθεση κατά θάλασσα.
ἐπανίσταμαι = επαναστατώ.
ἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω, βοηθώ, υπερασπίζω.
ἐπείγομαι = βιάζομαι.
ἐπέλασις = επίθεση, επιδρομή.
ἐπελαύνω = εκστρατεύω, εφορμώ.
ἐπεξάγω = εκστρατεύω, βγάζω στρατό εναντίον.
ἐπέξειμι & ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον, διώκω δικαστικώς.
ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι, πλησιάζω⋅ ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιου.
ἐπέχω = κρατώ, αναβάλλω, εμποδίζω⋅ ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μου.
ἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλού.
ἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακό⋅ ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλής.
ἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο, εχθρική ενέργεια.
ἐπιδίδωμι = προοδεύω, αυξάνομαι.
ἐπίδοξος = πιθανός, ενδεχόμενος.
ἐπιθαλαττίδιος & ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιος.
ἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβο.
ἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώ⋅ τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμία.
ἐπικαίριος & ἐπίκαιρος = επίκαιρος, κατάλληλος.
ἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό).
ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι, επιτίθεμαι, φέρομαι εχθρικά.
ἐπικλινής = κατηφορικός.
ἐπικουρία = προστασία, βοήθεια.
ἐπίκουρος = βοηθός, προστάτης.
ἐπιλέγω = εκλέγω.
ἐπιλείπω = δεν επαρκώ, εξαντλούμαι, στερούμαι, εκλείπω.
ἐπιλήσμων = αυτός που λησμονεί.
ἐπίλοιπος = υπόλοιπος.
ἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθεια.
ἐπιμαχία = αμυντική συμφωνία.
ἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία, συναναστροφή.
ἐπιμειξία, ἐπίμειξις = επικοινωνία, συναναστροφή.
ἐπιμέλεια = φροντίδα, απασχόληση.
ἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτι.
ἐπίνειον (< ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος, λιμάνι.
ἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι, σχεδιάζω, μηχανεύομαι.
ἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώς.
ἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεται.
ἐπιπίπτω = επιτίθεμαι, προσβάλλω, πέφτω επάνω.
ἐπιπλήσσω = χτυπώ, επιπίπτω, τιμωρώ με λόγια.
ἐπίπλους = ναυτική επίθεση, επιδρομή.
Ἐπιπολαί = περιοχή των Συρακουσών.
ἐπίσκεψις = επιθεώρηση, σκέψη, έρευνα.
ποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω, ερευνώ.
ἐπισκήπτω = παραγγέλλω, εξορκίζω.
ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ, επισκέπτομαι.
ἐπίσταμαι = γνωρίζω καλά.
ἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης, επόπτης, επιμελητής.
ἐπιστέλλω = παραγγέλλω, διατάζω.
τά ἐπιστελλόμενα = τα παραγγελλόμενα.
ἐπιστήμη = γνώση, δεξιότητα.
ἐπιστρεφής = προσεκτικός, έξυπνος.
ἐπισφαλής = ασταθής, αβέβαιος.
olgapal@otenet.gr 11.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
ἐπίσχω = εμποδίζω, σταματώ.
ἐπίταξις = διαταγή.
ἐπιτάσσω = διατάζω, διορίζω κάποιον ως αρχηγό.
ἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμα.
ἐπιτείχισμα = φρούριο, οχυρό.
ἐπιτήδειος = κατάλληλος, χρήσιμος.
τά ἐπιτήδεια = εφόδια, τα αναγκαία για τροφή.
ἐπιτήδευμα = ασχολία, επάγγελμα.
ἐπιτηδεύω = καταγίνομαι, έχω κάτι ως έργο μου, διαπράττω.
ἐπιτίθημι = προσθέτω, επιφέρω⋅ δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώ.
ἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνω.
ἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι, αναθέτω.
ἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχη.
ἐπιτροπεία = κηδεμονία.
ἐπιτροπεύω = κηδεμονεύω.
ἐπιτυγχάνω = συναντώ, τυχαία βρίσκω.
ἐπιφέρω = αποδίδω, καταλογίζω, ρίχνω.
ἐπιφέρομαι = ορμώ, απειλώ.
ἐπίφορος = κατηφορικός, με κατεύθυνση.
ἐπιχαίρω = χαίρω για κάτι.
ἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι, επιχειρώ.
ἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριού.
ἐπιχώριος = εγχώριος, ντόπιος.
ἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορία.
ἔποικος = άποικος, γείτονας.
ἕπομαι = ακολουθώ, καταδιώκω.
ἐπονείδιστος = επαίσχυντος, αισχρός.
ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι.
ἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος, ευνοώ.
ἔπουρος = ούριος.
ἐράω-ῶ = αγαπώ, είμαι εραστής.
ἐργάζομαι = κάνω, προξενώ, εργάζομαι.
ἔργον = έργο, πόλεμος, δύσκολο πράγμα.
ἐργώδης = κοπιαστικός.
ἔρεισμα = στήριγμα.
ἐρέσσω = κωπηλατώ.
ἐρέτης = κωπηλάτης.
ἐρῆμος = έρημος, μόνος.
ἐρημόω-ῶ = ερημώνω, καταστρέφω.
ἔρις = φιλονικία, άμιλλα.
χεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι.
ἔρως = έρωτας, πόθος, επιθυμία.
ἐρωτάω-ῶ = ρωτώ, ζητώ να μάθω.
ἔσχατος = τελευταίος, απώτατος.
ἑταῖρος = φίλος, σύντροφος.
ἑτοῖμος & ἕτοιμος = έτοιμος.
εὐβουλία = φρόνηση.
εὔβουλος = συνετός.
εὐγενής = ο καλής καταγωγής.
εὐδαιμονία = ευτυχία.
εὐδαίμων = ευτυχής.
εὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη, προοδεύω, εκτιμώμαι.
εὐδόκιμος = έντιμος, επαινετός.
εὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλή.
εὔελπις-ιδος = αισιόδοξος.
εὐεργέτημα = ευεργεσία, υπηρεσία.
εἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις.
olgapal@otenet.gr 12.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
εὐήθης = αφελής, ανόητος.
εὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέος.
εὐκλεής = περίφημος, ένδοξος.
εὔκλεια = δόξα.
εὐκοσμία = ευπρέπεια, τάξη.
εὐλάβεια = προσοχή.
εὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω, φυλάγομαι.
εὐμενής = ευνοϊκός.
εὔνοια = ευμένεια⋅ εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιον.
εὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους, κυβερνώμαι καλά.
εὐνομία = καλή διοίκηση.
εὔνους = ευνοϊκός, φιλικός.
εὐπάθεια = ευτυχία.
εὐπραγέω-ῶ = ευτυχώ.
εὐπρανία & εὐπραξία = ευτυχία.
εὖρος = πλάτος.
εὐρωστία = σωματική δύναμη.
εὔρωστος = ρωμαλέος.
εὔτακτος = τακτικός, πειθαρχικός.
εὐταξία = πειθαρχία.
εὐτρεπίζω = ετοιμάζω, τακτοποιώ, επισκευάζω.
εὐφροσύνη = χαρά.
ἐφεξής = κατά σειρά, διαδοχικά.
ἐφέπτω & ἐφέπτομαι = ακολουθώ, καταδιώκω.
ἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ, πληροφορώ.
ἐφήδομαι = επιχαίρω.
ἐφίημι = στέλνω, ρίχνω, απολύω.
ἐφίεμαι = επιθυμώ, δίνω εντολές.
ἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μου.
ἐφίστημι = τοποθετώ επάνω, διορίζω.
ἐφοράω-ῶ = επιβλέπω.
ἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι, εξεγείρω.
ἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό, πολιορκώ.
ἐφόρμησις & ἔφορμος = αποκλεισμός, πολιορκία.
ἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτή.
ἐφορμίζομαι = αγκυροβολώ.
ἔχθος = (το) μίσος.
ἔχθρα = μίσος⋅ οἰκεία ἔχθρα = προσωπική.
ἐχυρός (< ἔχω) = οχυρός, ασφαλής.
ἔχω = έχω, κατέχω, κρατώ, αντέχω.
ἔχομαι = κατέχομαι, κρατούμαι, προσκολλώμαι.
ἔχω + απαρέμφ.= μπορώ.
ἕως = αυγή.
ἅμα ἕῳ = τα χαράματα.
olgapal@otenet.gr 13.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβη.
ἥβη = νεότητα.
ἡγεμονία = αρχηγία, αρχή, κυριαρχία.
ἡγεμών = αρχηγός, οδηγός.
ἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι, οδηγώ, είμαι αρχηγός, θεωρώ, νομίζω, πιστεύω⋅ περί
πολλοῦ (πλείονος, πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη, μεγίστη)
σημασία σε κάτι.
ἥδομαι = ευχαριστούμαι.
ἡδονή = ευχαρίστηση, τέρψη.
ἡδυπάθεια = ηδονική ζωή, απολαύσεις.
ἡδύς = γλυκός.
ἡδέως = με ευχαρίστηση.
ἥκιστα = καθόλου.
ἥκω = έχω έλθει, έχω καταντήσει.
ἡλικιώτης & ἧλιξ= συνομήλικος.
ἡλίκος = πόσο μεγάλος, πόσο μικρός.
ἡμέτερος = δικός μας.
ἠμί = λέγω⋅ ἦν δ’ ἐγώ = είπα εγώ⋅ ἦ δ’ ὅς = είπε αυτός.
ἤπειρος = στεριά.
Ἤπειρος = η Ασία.
ἡσυχία = ησυχία⋅ ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζω.
ἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος, νικιέμαι, υστερώ.
olgapal@otenet.gr 14.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύω.
ἴδιος = δικός μου, ιδιωτικός, προσωπικός, ατομικός.
τά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσεις.
ἰδίᾳ = ιδιαίτερα, προσωπικά.
ἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτης.
χώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγου.
ἱδρύω = ιδρύω, κτίζω⋅ ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια.
ἱερός = ιερός, αφιερωμένος⋅ γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκές.
ἵημι = ρίχνω, εκπέμπω⋅ ἵεμαι = ορμώ.
ἱκετεύω = παρακαλώ.
ἱκέτης = ικέτης.
ἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαι.
ἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασία.
ἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμου.
ἰσόπεδον = ομαλό έδαφος.
ἵστημι = στήνω, διεγείρω⋅ ἵσταμαι = στέκομαι, κείμαι.
ἰσχύς = δύναμη.
ἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός.
olgapal@otenet.gr 15.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
καταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπή.
καταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο, στρατολογώ, καταριθμώ, εκθέτω κατά
τάξη.
καταλείπω = κληροδοτώ, αφήνω πίσω, εγκαταλείπω, παραδίδω.
καταλλαγή = ανταλλαγή, συμφιλίωση.
καταλλάσσω = συμφιλιώνω.
κατάλυσις = διάλυση, κατάργηση.
καταλύω = λύνω, καταβάλλω, καταργώ.
καταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχία.
καταπλέω = προσορμίζομαι.
κατάπληξις = έκπληξη, φόβος.
καταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιον.
καταπλήσσομαι = φοβάμαι.
κατάπλους = κατάπλους σε λιμάνι.
κατασήπομαι = σαπίζω.
κατατρίβω = αφανίζω, καταστρέφω.
καταφρονέω-ῶ = περιφρονώ, περηφανεύομαι.
καταψηφίζομαι = καταδικάζω.
κατηγορέω-ῶ = κατηγορώ, διατυπώνω κατηγορίες.
κατοικέω-ῶ = κατοικώ.
κατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκους.
κατοικτείρω & κατοικτίρω = λυπάμαι πολύ.
κατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύ.
καῦμα = καύσωνας.
καῦσις = καύση, καυτηρίαση.
κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος, έχω ταφεί.
κελεύω = διατάζω, προτρέπω, συμβουλεύω, παρακαλώ.
κενός = αδειανός, στερημένος.
κεράννυμι = αναμειγνύω, συνδυάζω.
κέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως, πτέρυγα, σάλπιγγα.
κερδαίνω = αποκομίζω κέρδη.
κερδαλέος = επικερδής.
κηδεστής = συγγενής, γαμβρός.
κηδεστία = συγγένεια.
κήδομαι = φροντίζω.
κινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνο.
ὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενος.
κίνησις = αναστάτωση, πόλεμος.
κλαυθμός = θρήνος.
κοινός = κοινός, δημόσιος, αμερόληπτος.
τό κοινόν = το σύνολο των πολιτών.
τά κοινά = διαχείριση των κοινών, δημόσιες υποθέσεις.
κοινωνέω-ῶ = συμμετέχω, κάνω κάτι από κοινού, συμφωνώ.
κοινωνός = συνεργάτης.
κολάζω = τιμωρώ⋅ κολάζομαί τινα = τιμωρώ.
κουφίζω = ανακουφίζω.
κρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος, κυριεύω, επικρατώ.
κρατῶ (τινα) = νικώ.
κράτος = δύναμη, εξουσία, κυριαρχία.
κρείττων = ο πιο δυνατός.
κρημνώδης = απόκρημνος.
κρήνη = βρύση, πηγή.
κρηπίς = θεμέλιο.
κρίνω = διαχωρίζω, αποχωρίζω, αποφασίζω.
κρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιον.
κρούω & κρούομαι = χτυπώ, συγκρούω.
κρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώ.
olgapal@otenet.gr 16.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
κρύφα = κρυφά.
κτάομαι-ῶμαι = αποκτώ, προμηθεύομαι.
κτείνω = σκοτώνω.
κώλυμα = εμπόδιο.
κωλύμη = παρακώλυση, εμπόδιση.
κωλύω = εμποδίζω, απαγορεύω.
κώμη = χωριό, οικισμός.
μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώ.
μακρηγορία = μακρολογία.
μάλα – μαλλον - μάλιστα = πολύ, περισσότερο, πάρα πολύ.
μανία = παραφροσύνη, μανία.
μαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω, καταθέτω.
μαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίες.
μάτην = μάταια, άσκοπα, απερίσκεπτα.
μάχην νικῶ = κερδίζω μάχη⋅ μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενος.
μεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι, είμαι μεγαλόψυχος.
μεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχία.
μέγας = μεγάλος, ψηλός, εκτεταμένος.
μέγα φρονῶ = περηφανεύομαι.
μεθίστημι = μεταβάλλω.
olgapal@otenet.gr 17.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
μεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμα.
μεθίσταμαι = παραμερίζω, μετακινούμαι.
μειονεκτέω-ῶ = υστερώ.
μελέτη = φροντίδα, επιμέλεια.
μέλλησις = βραδύτητα, αναβολή.
μέλλω = σκοπεύω, σκέπτομαι, βραδύνω, αναβάλλω, διστάζω, πρόκειται να…
μέλει τινί τινος = φροντίζει, ενδιαφέρεται κάποιος για κάτι.
μέμφομαι = κατηγορώ.
μερίζω = κόβω σε μερίδια, διαμοιράζω.
μεστός = γεμάτος.
μεστόω-ῶ = γεμίζω.
μεταβάλλω = αλλάζω, τροποποιώ.
μεταβολή = αλλαγή.
μεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη, μετανοώ.
μεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτι.
μεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτι.
μεταλλαγή = ανταλλαγή.
μεταλλάττω = μεταβάλλω, ανταλλάσσω.
μεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιος.
μεταμέλομαι = μετανοώ.
μεταμέλεια = μετάνοια.
μετάστασις = μετακίνηση, μετανάστευση, μετοίκηση.
μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα του.
μετανίσταμαι = μετοικώ, μεταναστεύω.
μεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιου.
μεταπέμπω = προσκαλώ, ανακαλώ⋅ μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώ.
μέτειμι (< μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύ.
μέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτι.
μετέρχομαι = καταδιώκω, επιδιώκω, εκδικούμαι.
μετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφος.
μετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία, είμαι μέτοικος.
μετοίκησις = αλλαγή κατοικίας.
μετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπο.
μετουσία (μέτεστι) = συμμετοχή.
μηδαμῇ = πουθενά, καθόλου, με κανέναν τρόπο⋅ μηδαμόθεν = από πουθενά⋅
μηδαμοῦ = πουθενά⋅ μηδαμῶς = καθόλου, με κανέναν τρόπο⋅ μηδέποτε = ουδέποτε.
μηκύνω = εκτείνω, παρατείνω.
μηνύω = φανερώνω, προδίδω, καταγγέλλω.
μητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικία.
μεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτι.
περί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίας.
μιμνῄσκω = υπενθυμίζω⋅ μιμνῄσκομαι = θυμάμαι, κάνω μνεία.
μισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό, υπηρετώ έναντι μισθού.
μισθοφόρος = μισθωτός.
ἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώ.
μνημονεύω = θυμάμαι.
μόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών, τάγμα.
μορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιά.
μῦθος = λόγος, συμβουλή, διήγημα.
μύριοι = δέκα χιλιάδες⋅ μυρίοι = αμέτρητοι.
μωρία = ανοησία.
μωρός & μῶρος = ανόητος.
olgapal@otenet.gr 18.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μου.
νυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχία.
ναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοία.
ναῦς = πλοίο⋅ νῆες μακραί = πλοία πολεμικά⋅ νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικά⋅
πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίο⋅ νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία.
νέμω = διαμοιράζω, βόσκω⋅ νέμω χώραν (γῆν, χωρίον) = κατέχω.
νεώριον = ναύσταθμος.
νεωστί = πρόσφατα, προ ολίγου.
νεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγές.
νεωτερισμός = επαναστατική κίνηση.
νικάω-ῶ = νικώ, επικρατώ⋅ νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ, πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος,
ναυμαχώντας, πολιορκώντας.
νομίζω = νομίζω, πιστεύω, θεωρώ⋅ τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα, οι
καθιερωμένες τιμές.
νόμος = νόμος, συνήθεια⋅ νόμος κύριος = έγκυρος⋅ νόμος ἐπιτήδειος =
κατάλληλος.
νόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμο⋅ νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους
μέσω νομοθέτη⋅ λύω τον νόμον = καταργώ το νόμο⋅ γράφω νόμον = συντάσσω
νόμο⋅ εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμο⋅ ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμους.
νουθετέω-ῶ = συμβουλεύω.
ὁ νοῦν ἔχων = γνωστικός⋅ προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου.
ξενηλασία = απέλαση.
ξενία = φιλοξενία.
ξενικόν = μισθοφορικό στράτευμα.
ξένιος = φιλόξενος⋅ ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένων.
ξένια = δώρα φιλοξενίας.
ξένος = φιλοξενούμενος, ξένος, φίλος.
olgapal@otenet.gr 19.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
οἰωνός = μαντικό πτηνό, σημείο, οιωνός.
ὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμα.
οἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοί.
ὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ, αδιαφορώ.
ὀλιγωρία = αδιαφορία, παραμέληση.
ὄλλυμι & ὀλλύω = χάνω, καταστρέφω.
ὀλοφυρμός = θρήνος.
ὀλοφύρομαι = θρηνώ.
ὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαι.
ὄμνυμι = ορκίζομαι, βεβαιώνω με όρκο.
ὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώ.
ὁμογνώμων = σύμφωνος.
ὁμόθυμος = ομόφωνος.
ὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ, παραδέχομαι.
ὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικός.
ὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνή.
ὁμοῦ = μαζί.
ὁμόφυλος = ομοεθνής.
ὀνειδίζω = κατηγορώ, προσβάλλω.
ὄνειδος = κατηγορία, ντροπή⋅ καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην
καταισχύνη.
ὀνομάζω = ονομάζω, καλώ ονομαστικά⋅ φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι
φοβερές εκφράσεις.
το ὁπλιτικόν = οι οπλίτες.
τίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι, στρατοπεδεύω.
ὁπότερος = όποιος απ’ τους δύο.
ὀρέγω = προτείνω, προσφέρω ⋅ ὀρέγομαι = επιθυμώ.
ὄρεξις = επιθυμία, κλίση.
ὀρθόω-ῶ = ανορθώνω, ανεγείρω⋅ ὀρθοῦμαι = σηκώνομαι.
ὁρμάω-ῶ = παρακινώ, ορμώ⋅ ὁρμῶμαι = εξορμώ, είμαι πρόθυμος.
ὁρμίζω = προσορμίζω, αγκυροβολώ.
ὀρύττω = σκάβω.
ἐφ’ ᾧ & ἐφ’ ᾧ τε (+ απαρ.) = υπό τον όρο.
ὀφείλω (ὄφελος) = οφείλω.
ὀφλισκάνω = οφείλω⋅ ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαι.
ὀχλώδης = ταραχώδης.
ὀψέ = αργά.
ὀψία = εσπέρα.
olgapal@otenet.gr 20.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
παραπλέω = πλέω παραλιακά, παραπλεύρως.
παρασκευή =(πολεμική) ετοιμασία.
παραυτίκα = αμέσως.
πάρειμι (< παρά+εἰμί) = είμαι παρών.
παρέρχομαι = διέρχομαι πλησίον⋅ παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιον⋅ τό
παρεληλυθός = το παρελθόν.
οἱ παριόντες = οι ρήτορες, οι διαβάτες.
παρέχω = δίνω, προξενώ, παράγω⋅ παρέχω πράγματα = ενοχλώ⋅ τοιοῦτον
ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγή.
παρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιου.
παροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον.
παροινία = συμπεριφορά μεθυσμένου.
παρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθερα.
πάσχω = παθαίνω, υποφέρω, τιμωρούμαι⋅ εὖ πάσχω = ευεργετούμαι⋅ κακῶς πάσχω
= κακοποιούμαι.
πατρῷος = ο ανήκων στον πατέρα⋅ τά πατρῷα = πατρική κληρονομιά.
παύω = παύω, διακόπτω, τελειώνω.
πεδίον (< πέδον) = πεδιάδα.
πειράω-ῶ = δοκιμάζω, επιχειρώ⋅ πειρῶμαι = δοκιμάζω, προσπαθώ, επιτίθεμαι.
πένης = φτωχός, άπορος, στερημένος.
περιάγω = περιφέρω.
περιαιρέω-ῶ = αφαιρώ, κατεδαφίζω.
περιγίγνομαι = υπερέχω, νικώ, επικρατώ.
περιίστημι = περικυκλώνω.
περίλοιπος = υπόλοιπος.
περίλυπος = λυπημένος.
περιμάχητος = περιζήτητος.
περιοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα, περιφρονώ, επιτρέπω, ανέχομαι, περιμένω, βλέπω με
αδιαφορία⋅ περιορῶμαι = διστάζω.
περιουσία = αφθονία, περιουσία.
περιπλέω = πλέω γύρω.
περίπλεως & –πλεος = κατάμεστος.
περιτείχισμα = οχύρωμα.
πιθανός = πιστικός, πιστευτός.
πίπτω = πέφτω, σκοτώνομαι.
πιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτι.
πλήθω = είμαι γεμάτος.
πλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμα⋅ πλημμέλημα = σφάλμα.
πλήρης = γεμάτος, επαρκής.
πληρόω-ῶ = γεμίζω, εξοπλίζω πλοίο⋅ πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίο.
πλώιμος = πλωτός, κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδια.
πνιγηρός = αυτός που αποπνίγει.
πνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστη.
ποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο, είμαι αίτιος πολέμου.
εὖ ποιῶ = ευεργετώ⋅ κακῶς ποιῶ = κακοποιώ, βλάπτω.
ποιοῦμαι = κατασκευάζω, θεωρώ⋅ τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνω⋅ γνώμην
ποιοῦμαι = προτείνω⋅ ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαι⋅ εἰρήνην ποιοῦμαι =
ειρηνεύω⋅ ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώ⋅ ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιο⋅ ποιοῦμαί
τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιον⋅ ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω, εξοντώνω,
εξουδετερώνω⋅ περί πολλοῦ (περί πλείονος, περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ
σπουδαίο (σπουδαιότερο, σπουδαιότατο), αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη, μεγίστη)
σημασία⋅ περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος, περί ἐλαχίστου, περί οὐδενός) ποιοῦμαι
= αποδίδω λίγη (λιγότερη, ελάχιστη, καμία) σημασία⋅ περί παντός ποιοῦμαί τι =
θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθό.
πολέμιος = εχθρός.
olgapal@otenet.gr 21.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
πολιτεία = πολίτευμα, δημοκρατία⋅ πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω
πολίτευμα.
πολιτεύω = είμαι πολίτης, ζω ως πολίτης⋅ πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα
πολιτικά⋅ πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενες.
πολλάκις = πολλές φορές.
πολλαχόθεν = από πολλές πλευρές⋅ πολλαχοῦ = πολλές φορές, σε πολλά μέρη.
πολυπράγμων = πολυάσχολος, περίεργος.
ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον⋅ πλέον ἔχω = πλεονεκτώ⋅ οὐδέν πλέον =
κανένα όφελος, κέρδος⋅ πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ.
πονέω-ῶ = κοπιάζω, στενοχωριέμαι.
πονηρός = κακός, φαύλος, βλαβερός.
πόνος = κόπος, αγώνας.
πράγματα ἔχω = ενοχλούμαι⋅ ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμη.
πραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτι.
πράσσω = πράττω, κατορθώνω, διαπραγματεύομαι.
εὺ πράττω = ευτυχώ⋅ κακῶς πράττω = δυστυχώ⋅ πράττω μετά τινος =
συμπράττω⋅ ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις.
πρεσβεία = πρέσβεις, αποστολή πρέσβεων.
πρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος, είμαι πρεσβευτής, πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως
πρεσβευτής.
πρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι, στέλνω πρέσβεις, πηγαίνω ως πρεσβευτής.
προαγορεύω = προειδοποιώ, δηλώνω απερίφραστα.
προάγω = παρακινώ⋅ προάγομαι = παρακινούμαι.
προαίρεσις = προτίμηση, εκλογή.
προαιροῦμαι = εκλέγω, προτιμώ.
προαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι, προβλέπω.
προαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητός.
προβολή = προεξοχή, καταγγελία.
προβουλεύω = προμελετώ, καταρτίζω σχέδιο νόμου.
πρόδηλος = ολοφάνερος.
προθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος, επιθυμώ.
προθυμία = προθυμία, ζήλος.
προΐεμαι = εγκαταλείπω, περιφρονώ, παραμελώ.
προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής, είμαι αρχηγός.
οἱ προεστῶτες = αρχηγοί.
προλέγω = προτιμώ, προφητεύω δημόσια, διακηρύσσω, διατάζω.
προνοέω-ῶ = προβλέπω, φροντίζω.
προνομή = επιδρομή, διαρπαγή.
προπετής = ορμητικός, βίαιος, επιρρεπής.
προσάγω = οδηγώ, προσκομίζω.
προσάντης = ανηφορικός, δύσκολος, δυσάρεστος.
προσδοκάω-ῶ = περιμένω, ελπίζω.
προσδοκέω-ῶ= φαίνομαι, θεωρούμαι.
πρόσειμι (< πρός + εἶμι) = προσέρχομαι, επέρχομαι, πλησιάζω.
πρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών, προσθέτομαι.
προσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μου.
προσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρων.
προσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον.
πρόσοικος = γειτονικός.
προσπίπτω = πέφτω επάνω σε…, προσκρούω, επέρχομαι ξαφνικά.
προσπλέω = πλησιάζω, πλέω προς, πλέω εναντίον.
πρόσφορος = χρήσιμος, ωφέλιμος, κατάλληλος, πρέπων.
πρότερος = πιο μπροστά, προηγούμενος.
προὔργου (< πρό + ἔργου) = χρήσιμος, ωφέλιμος⋅ μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα
όφελος δεν υπάρχει.
olgapal@otenet.gr 22.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
πρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω, οπισθοχωρώ⋅ πρύμναν λύω =
αποπλέω.
πυνθάνομαι = ζητώ να μάθω, πληροφορούμαι, ακούω.
πώποτε = ποτέ μέχρι τώρα.
olgapal@otenet.gr 23.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
συναλλάττω = συμφιλιώνω, ανταλλάσσω.
σύνδικος = συνήγορος.
συνέχω = συγκρατώ, διαφυλάττω.
συνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγορος.
συνίστημι = στήνω μαζί, συνδυάζω, συνενώνω, συγκροτώ.
συνίσταμαι = συμπλέκομαι, συνδέομαι, έρχομαι σε συνεννόηση⋅ συνιστάμενον (τό
συνεστηκός) = συνωμοσία, συνωμότες.
σύνοιδα = γνωρίζω καλά⋅ σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαι⋅ σύνοιδά τινι =
γνωρίζω όσα και κάποιος άλλος.
συνουσία (σύνειμι) = συναναστροφή⋅ ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώ.
σφάλλω = βλάπτω.
σφάλλομαι = κάνω σφάλμα, πλανώμαι, απατώμαι, παθαίνω.
σφάλμα = αποτυχία, ζημία, λάθος.
σφόδρα = πολύ.
σχολή = οκνηρία, ευκαιρία, απραξία⋅ σχολήν ἄγω = ευκαιρώ, αδρανώ.
σῴζω = σώζω, διατηρώ, διαφυλάττω.
ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης.
τακτός = καθορισμένος.
τάττω = τακτοποιώ, παρατάσσω.
τείχισμα = οχύρωμα.
τειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχους.
τειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχους.
τελευτάω-ῶ = τελειώνω, καταλήγω⋅ τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνω⋅ τελευτῶν
(επιρ.) = τελικά.
τελευτή = θάνατος, τέλος.
τελέω-ῶ = εκτελώ, πληρώνω.
τέλος = αποτέλεσμα, τέλος, σκοπός, πληρωμή, φόρος⋅ οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη
ἔχοντες - τό τέλος, τά τέλη, τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα).
τέμνω = κόβω, διαιρώ, χωρίζω⋅ τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα
σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα).
τίθημι = τοποθετώ, θέτω, κατατάσσω⋅ τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω, διοργανώνω
αγώνα⋅ τίθημι νόμον = εισάγω, προτείνω νόμο⋅ ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώ⋅ τά
ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω, παρατάσσω.
τιμάω-ω = τιμώ, σέβομαι, ανταμείβω⋅ τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για
κάποιον ως ποινή κάτι.
τιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώ⋅ τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ, λαμβάνω εκδίκηση για
λογαριασμό για τον φόνο κάποιου⋅ τιμωρῶ τινα = τιμωρώ⋅ τιμωροῦμαί τινά =
τιμωρώ, εκδικούμαι.
τιμωροῦμαι = τιμωρούμαι.
τριταῖος = τριών ημερών, κατά την τρίτη ημέρα.
τριχῇ = σε τρία μέρη, κατά τρεις τρόπους.
τυγχάνω = πετυχαίνω, βρίσκω, συναντώ.
olgapal@otenet.gr 24.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
ὑπερβάλλω = υπερτερώ, είμαι υπερβολικός.
ὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαρά.
λόγον ὑπέχω = λογοδοτώ.
ὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτι.
υπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαι.
ὑποπτεύω = υποψιάζομαι, φοβάμαι, προαισθάνομαι.
ὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτος.
ὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής, με προστασία σπονδών⋅ ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο)
τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν
ανακωχής προς ενταφιασμό.
ὑποτίθημι = θέτω υποκάτω.
ὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση, υποθέτω.
ὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσία⋅ ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαι⋅
ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσω.
ὔστατος = τελευταίος.
ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέρα.
ὕστερος = επόμενος, μεταγενέστερος, κατώτερος.
ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω, δείχνω το δρόμο.
ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω.
ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι, υπόσχομαι.
olgapal@otenet.gr 25.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
φρουρά = φρουρά, φρούρηση⋅ φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο, κάνω
επιστράτευση.
φυγάς = εξόριστος, δραπέτης⋅ κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδα⋅ ὁ
φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδα.
φυλακή = φρούρηση, φρουρά, φρούριο, σωματοφυλακή⋅ φυλακάς ἔχω (φυλάττω) =
φρουρώ⋅ ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή.
φυλάττω = φυλάω, φρουρώ.
φυλάττομαι = αποφεύγω, προφυλάττομαι.
φύσις = φύση, χαρακτήρας, οργανισμός.
πέφυκα = είμαι εκ φύσεως⋅ φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία.
ψέγω = κατηγορώ.
ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας.
ψεύδω = διαψεύδω, απατώ.
Ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω, απατώμαι σε κάτι.
ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μου.
ψηφίζω = ψηφίζω.
ψηφίζομαι = ψηφίζω, αποφασίζω, εγκρίνω.
ψήφισμα = απόφαση, ψήφισμα.
τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω, εκδίδω απόφαση⋅ ψῆφον ἐπάγω = προτείνω
ψηφοφορία.
ψιλός = γυμνός, ακάλυπτος, άδενδρος.
ψῦχος = ψύχος, χειμώνας.
olgapal@otenet.gr 26.
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
ὧραι = εποχές του έτους.
ὠφελέω-ῶ = βοηθώ, ωφελώ.
ὠφέλιμος = ωφέλιμος, χρήσιμος.
ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Α. ἀγγέλλω, ἀγορεύω, ἄγω, αἰνῶ, αἴρω, αἱρῶ, αἰσθάνομαι, αἰσχύνω, αἰτῶ, αἰτιῶμαι,
ἀκούω, ἁλίσκομαι, ἀλλάττω, ἁμαρτάνω, ἀξιῶ, ἄρχω.
Ε. ἐῶ, ἐθέλω, εἰμί, εἶμι, ἐλαύνω, ἐννοῶ, ἐπίσταμαι, ἐπιχειρῶ, ἔρχομαι, ἐρωτῶ, εὑρίσκω,
ἔχω.
Ζ. ζητῶ, ζῶ.
Η. ἡγοῦμαι, ἡττῶμαι.
Θ. θνῄσκω, θύω.
Π. πάσχω, παύω, πείθω, πειρω, πέμπω, πίνω, πίπτω, πλέω, πλήττω, πνέω, ποιῶ,
πράττω, πυνθάνομαι.
Ρ. ῥίπτω.
Ψ. ψεύδομαι, ψηφίζω.
Ω. ὠφελῶ.
olgapal@otenet.gr 27.