Vous êtes sur la page 1sur 4

THE NICENE-CONSTANTINOPOLITAN

CREED (381)
TEXT, VOCABULARY, AND NOTES

E.J. HUTCHINSON
1

1 Πιστεύομεν εἰς ἕνα θεόν, πατέρα, παντοκράτορα, ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς ὁρατῶν τε πάντων
2 καὶ ἀοράτων.
3 Καὶ εἰς ἕνα κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τοῦ πατρὸς
4 γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων, φῶς ἐκ φωτός, θεὸν ἀληθινὸν ἐκ θεοῦ ἀληθινοῦ,
5 γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ πατρί, δι᾽ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο, τὸν δι᾽ ἡμᾶς τοὺς
6 ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ
7 πνεύματος ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα, σταυρωθέντα τε ὐπὲρ ἡμῶν

ἅγιος, -α, -ον: sacred, holy, pure ὁρατός, -α, -ον: visible
αἰών, -ῶνος, ὁ: era, epoch, age ὅς, ἥ, ὅ: who, which
ἀληθινός, -ή, -όν: true, genuine οὐρανός, ὁ: heaven
ἄνθρωπος, ὁ: man, human being παντοκράτωρ, -ορος, ὁ: the Almighty
ἀόρατος , -ον: unseen, invisible παρθένος, ἡ: maiden, girl, virgin
γεννάω, γεννήσω, ἐγέννησα, γεγέννηκα, πᾶς, πᾶσα, πᾶν: all, every
γεγέννημαι, ἐγεννήθην: to beget, engender, πατήρ, πατρός, ὁ: father
produce πιστεύω, πιστεύσω, ἐπίστευσα,
γῆ , ἡ: earth, land πεπίστευκα, πεπίστευμαι, ἐπιστεύθην + εἰς
γίγνομαι, γενήσομαι, ἐγενόμην, γέγονα, + acc.: to believe in/on
γεγένημαι, γενηθήσομαι: to come into a πνεῦμα, τό: wind, breath, spirit
certain state, become ποιέω, ποιήσω, ἐποίησα, πεποίηκα,
εἷς , μία, ἕν: one πεποίημαι, ἐποιήθην: to do, make
ἐνανθρωπέω, ἐνανθρωπήσω, ποιητής, -οῦ, ὁ: maker, author
ἐνηνθρωπήσα, ἐνηνθρώπηκα, σαρκόω, σαρκώσω, ἐσάρκωσα,
ἐνηνθρώπημαι, ἐνηνθρωπήθην : to put on a σεσάρκωκα, σεσάρκωμαι, ἐσαρκώθην:
man’s nature
make flesh
ἡμέτερος,-α, -ον: our
σταυρόω, σταυρώσω, ἐσταύρωσα, --,
Ἰησοῦς, οῦ: Jesus
ἐσταύρωμαι, ἐσταυρώθην: to crucify
κατέρχομαι, -ελεύσομαι, -ήλυθον/ῆλθον,
σωτηρία, ἡ: deliverance, safety, salvation
-ελήλυθα, --, --: to go/come down
υἱός, ὁ: son
κύριος, ὁ: lord, master
φῶς, φωτός, τό: light
Μαρία, -ας, ἡ: Mary
Χριστός, ὁ: the Messiah (< χριστός, -ή, -όν,
μονογενής, -ές: only-begotten, single
anointed)
ὁμοούσιος, -ον: of the same substance,
consubstantial

1 Πιστεύομεν: this verb governs everything 5-7 γεννηθέντα…ποιηθέντα…


until ὁμολογοῦμεν (l. 13) σαρκωθέντα...σταυρωθέντα: m. acc. sg.
1 ἕνα: m. acc. sg. < εἷς , μία, ἕν aor. pass. pples.
1-2 τε...καί: “both…and” 5 ἐγένετο: 3rd sg. aor. mid. (dep.) ind. ,
3 μονογενῆ: m. acc. sg. γίγνομαι
3-5 τὸν...τὸν...τὸν: the articles all mark 6 κατελθόντα: m. αcc. sg. aor. αct. pple. <
attributive phrases that describe Ἰησοῦν κατέρχομαι
Χριστόν
2

8 ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου, καὶ παθόντα καὶ ταφέντα, καὶ ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ κατὰ τὰς γραφάς,
9 καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανούς, καὶ καθεζόμενον ἐν δεξιᾷ τοῦ πατρός, καὶ πάλιν ἐρχόμενον
10 μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς· οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος.

ἀνέρχομαι, -ελεύσομαι, -ήλυθον/ῆλθον, - καθέζομαι,καθεδοῦμαι/καθεδήσομαι/


ελήλυθα, --, --: to go up, go back καθεσθήσομαι, --, --, --, ἐκαθέσθην: to sit
ἀνίστημι, ἁναστήσω, ἀνέστησα, ἀνέστακα, down, take one’s seat
--, --: here intransitive; to stand up, rise (from κρίνω, κρινῶ, ἔκρινα, κίκρικα, κέκριμαι,
the dead) ἐκρίθην: to judge
βασιλεία, ἡ: kingdom, dominion, reign ὅς, ἥ, ὅ: who, which
γραφή, ἡ: writing, Scripture οὐρανός, ὁ: heaven
δεξιά, ἡ: right hand πασχον, ἔπαθον, πέπονθα, --, --: to suffer,
δόξα, ἡ: glory, splendor endure
ἔρχομαι, ἐλεύσομαι, ἦλθον, ἐλήλυθα, --, --: πάλιν: adv., back, again
to go, come Πόντιος Πιλᾶτος, ὁ: Pontius Pilate
ἐιμί, ἔσομαι: to be συνδοξάζω, --, συνεδόξασα, --, --,
ζάω (ζῶ), ζήσω/ζήσομαι, ἔζησα, ἔζηκα, --, συνεδοξάσθην: to glorify together
--: to live τέλος, -εος, τό: end
ἡμέρα, ἡ: day τρίτος, -η, -ον: third
θάπτω, θάψω, ἔθαψα, --, --, τέθαμμαι, υἱός, ὁ: son
ἐταφην: to bury

8 ἐπί + Ποντίου Πιλάτου: ἐπί + gen. here


means “in the time of”
8-9 παθόντα…ταφέντα…ἀναστάντα…
ἀνελθόντα: m. acc. sg. aor. act. pples. All are
second aorists and so have a stem different
from the first principal part: παθόντα <
πάσχω; ταφέντα < θάπτω; ἀναστάντα <
ἀνίστημι; ἀνελθόντα < ἀνέρχομαι.
8 τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ: dat. of time when
10 κρῖναι: aor. act. inf. < κρίνω expressing
purpose
10 οὗ: relative pronoun showing possession;
antecedent is Ἰησοῦν Χριστόν (l. 3)
10 ἔσται: 3rd sg. fut. mid. (dep.) ind. < ἐιμί
3

11 Καὶ εἰς τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον, τὸ κύριον καὶ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν
12 πατρὶ καὶ υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν προφητῶν.
13 Εἰς μίαν ἁγίαν καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν ἐκκλησίαν. ὁμολογοῦμεν ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν
14 ἁμαρτιῶν· προσδοκῶμεν ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. ἀμήν.

αἰών, -ῶνος, ὁ: epoch, age λαλέω, λαλήσω, ἐλάλησα, λελάληκα,


ἀμήν: Hebrew adv.; of a truth, so be it λελάλημαι, ἐλαλήθην: to talk, speak
ἅγιος, -α, -ον: sacred, holy, pure μέλλω, μελλήσω, ἐμέλλησα, --, --, --: to
ἁμαρτία, ἡ: failure, fault; guilt, sin intend, to be about to, to be destined; as
ἀνάστασις, -εως, ἡ: rising up, resurrection pple., coming, future
ἀποστολικός, -ἡ, -όν: apostolic νεκρός, ὁ: corpse; as adj., νεκρός, -ά, -όν,
ἄφεσις, -εως, ἡ: letting go, release, dead
discharge, remission ὁμολογέω, ὁμολογήσω, ὡμολόγησα, --,
βάπτισμα, -άτος, τό: baptism ὡμολογημαι, ὡμολογήθην: to agree with,
εἷς , μία, ἕν: one say the same thing as, confess, acknowledge
ἐκκλησία, ἡ: assembly, congregation, church πατήρ, πατρός, ὁ: father
ἐκπορεύω, -πορεύσομαι, --, --, πνεῦμα, τό: wind, breath, spirit
-πεπόρευμαι, -ἐπορεύθην: to go out, go προσδοκάω, -δοήσω, -εδόκησα,
forth -δεδόκηκα, --, --: to expect, look for, wait
ζωή, ἡ: life for
ζωοποιός, -όν: creative of life προφήτης, -ου, ὁ: prophet
καθολικός, -ή, -όν: general, universal συμπροσκυνέω, -κυνήσω, -εκύνησα,
κύριος, ὁ: lord, master -κεκύνηκα, --, --: to fall down and worship
together, to lay prostrate before together

11-12 τὸ...τὸ...τὸ...τὸ: the articles all mark 13-14 ὁμολογοῦμεν… προσδοκῶμεν: new
attributive phrases that describe τὸ πνεῦμα τὸ main verbs; everything up to this point has
ἅγιον been governed by πιστεύομεν (l. 1)
12 συμπροσκυνούμενον, 13 εἰς ἄφεσιν: εἰς + acc. here expresses
συνδοξαζόμενον: here pass. purpose
12 λαλῆσαν: n. acc. sg. aor. act. pple. < 14 ἁμαρτιῶν: objective gen.
λαλέω

Vous aimerez peut-être aussi