Académique Documents
Professionnel Documents
Culture Documents
Της
ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΈΚΔΟΣΗΣ
Σίσσυ Χαϊτογλου
EDITORIAL COMMITTEE
Charis Katakis
Athena Androutsopoulou
George Kalarritis
Tsabika Bafiti
Maria Pirounaki
Alexis Zotos
TECHNICAL EDITOR
Sissy Haitoglou
ISSN 1108-8990
2
Το όνειρο ως αφήγηση: Αξιοποίηση στη συστημική ψυχοθεραπεία
3
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Σελ.
Περίληψη 5
Εισαγωγή 6
Το όνειρο ως αφήγηση 6
Όνειρα στη θεραπευτική πορεία 11
Θεραπευτικές παρεμβάσεις 15
Επίλογος 19
Βιβλιογραφία 20
4
Περίληψη
5
Εισαγωγή
Το όνειρο ως αφήγηση
6
των εμπειριών μας, αποκρυστάλλωση σκέψεων και σύνδεσης τους με συναισθήματα
(Domhoff, 1999, 2003).
Αυτή η νοηματοδότηση γίνεται μέσω της αφήγησης προς κάποιο ακροατήριο,
ακόμα κι αν αυτό το ακροατήριο αποτελείται μόνο από τον εαυτό μας. Οι άνθρωποι
είμαστε κατεξοχήν «αφηγηματικά όντα» (MacIntyre,1981), που σημαίνει πως
«ονειρευόμαστε με αφηγήσεις, ονειροπολούμε με αφηγήσεις, θυμόμαστε,
προσδοκούμε, ελπίζουμε, απογοητευόμαστε, πιστεύουμε, αμφιβάλλουμε,
σχεδιάζουμε, αναθεωρούμε, κριτικάρουμε, κατασκευάζουμε, κουτσομπολεύουμε,
μαθαίνουμε, μισούμε και αγαπάμε με αφηγήσεις» (Hardy, 1968, σ.5). Η εργασία αυτή
αντιμετωπίζει τα όνειρα ως αυτοβιογραφικά αφηγήσεις1, που αξιοποιούνται στα
πλαίσια μιας συστημικής ψυχοθεραπείας με τρόπους που παραθέτονται παρακάτω
(βλ. και Ανδρουτσοπούλου, 2005).
7
αναγνωρίσουμε μια δομή, τότε αυτό μας διευκολύνει να νοηματοδοτήσουμε το
όνειρό εντοπίζοντας τα κύρια σημεία και παραλείποντας πολλές από τις λεπτομέρειες
που μπορεί να μας μπερδέψουν (Whitmont & Perera, 1990). Οι λύσεις που δίνονται
στα όνειρα έχουν τη σημασία τους, όπως και το αν ο ονειρευόμενος βρίσκει τελικά
λύσεις ή όχι. Είναι σημαντικό να ξέρουμε το συναίσθημα που είχε ο ονειρευόμενος
στη διάρκεια του ονείρου και κυρίως στο τέλος του ονείρου, για να μπορέσουμε να
αξιολογήσουμε το πόσο ικανοποιητική ήταν μια λύση για εκείνον ή και για το αν
πρόκειται για λύση ή καταστροφή.
Η συμβολή του ονειρευόμενου στη διαδικασία μετάφρασης (προτιμούμε την
λέξη μετάφραση αντί της λέξης ερμηνεία - βλ. και Kramer, 1991, 1993) του ονείρου
είναι το επιθυμητό, εφόσον το ζητούμενο είναι η μετάφραση να κάνει νόημα
πρωτίστως στον ίδιο. Ωστόσο, μπορεί κι ένας τρίτος να κάνει υποθέσεις για τον
τρόπο μετάφρασης. Αυτό συμβαίνει γιατί η γλώσσα του ονείρου είναι προσωπική
αλλά ταυτόχρονα και συλλογική, με την έννοια ότι οι προσωπικοί γλωσσικοί κώδικες
αντανακλούν ευρύτερους κοινωνικούς (States, 1994).
8
Άλλοτε πάλι, μια λέξη που δεν μπορεί εύκολα να ‘εικονογραφηθεί’ (να γίνει
«παραστάσιμη») μπορεί να εμφανιστεί ως τυπωμένη σε ένα βιβλίο. Τα
χαρακτηριστικά προσώπων που μας δημιουργούν παρόμοια συναισθήματα ή που μας
θυμίζουν κοινές καταστάσεις μπορεί να μπλέκονται έτσι που ένα πρόσωπο να
συμπυκνώνει2 πολλά στοιχεία από δύο ή περισσότερους ανθρώπους. Άλλοτε το τι
λείπει ή τι διαφοροποιεί ένα πρόσωπο από ένα άλλο οικείο έχει τη σημασία του,
καθώς εκεί χρειάζεται να εστιάσει κανείς το ενδιαφέρον του. Τέλος, στην
εικονογραφική και μεταφορική γλώσσα των ονείρων, λείπουν οι σύνδεσμοι που θα
έκαναν μια πρόταση δηλωτική ενός αίτιου κι αποτελέσματος (Jung, 1964) (όταν
συμβαίνει αυτό ..... τότε, αυτό συνέβη επειδή ....) ή μιας υπόθεσης (αν συνέβαινε κάτι
τέτοιο τότε....).
Δεν μπορεί όμως πάντα ο τρόπος μετάφρασης βάσει κοινών κωδίκων να
αντικαταστήσει την καταγραφή του προσωπικού νοήματος που έχει για το
θεραπευόμενο ένα ονειρικό αντικείμενο ή μια εικόνα. Αυτό το προσωπικό νόημα
προέρχεται από τις προσωπικές του εμπειρίες και κατασκευάζεται μέσω προσωπικών
συνειρμών. Ο τρόπος που αυτοί δημιουργούνται δεν είναι καθόλου σαφής. Το μόνο
σίγουρο είναι ότι η συνειρμική ικανότητα, σε συνδυασμό με την εικονογραφική
γλώσσα των ονείρων, δημιουργεί ιδιαίτερα ευφάνταστες ιστορίες.
2
Εκτός από τη συμπύκνωση, και τη μέριμνα για παραστασιμότητα (όπως συμβαίνει με τις ‘τυπωμένες’
λέξεις) ο Freud αναφέρει έναν ακόμα βασικό ονειρικό μηχανισμό: τη μετάθεση (Freud, 1900). Η
μετάθεση είναι ένας μηχανισμός κατά τον οποίο το νόημα ενός πράγματος μεταφέρεται σε ένα άλλο
που αντιπροσωπεύει, συμβολοποιεί, αντικαθιστά το πρώτο. Κατά την άποψη του Freud, η χρήση των
σχημάτων λόγου (συνεκδοχές, μεταφορές, μετωνυμίες κλπ) είναι αποτέλεσμα μετάθεσης βάσει
συνειρμών, η οποία λαμβάνει χώρα κατά την ονειρική διαδικασία.
9
Ακριβώς επειδή η σημασία τους είχε αγνοηθεί στον ξύπνιο, η επεξεργασία τους έχει
μείνει σε επίπεδο χαμηλής συνειδητότητας. Στον ύπνο, όπου η συνειδητότητα είναι εξ
ορισμού χαμηλή (αν και όχι ανύπαρκτη), τα ερεθίσματα αυτά αποτελούν το επίκεντρο
του ενδιαφέροντας μας.
10
περιπτώσεις αυτές, το αντικείμενο του φόβου είναι δεδομένο και ο ονειρευόμενος δεν
το διερευνά. Δυσκολεύεται όμως, όπως και στο ξύπνιο του, να νοηματοδοτήσει την
εμπειρία του. Στα επαναλαμβανόμενα όνειρα που μπορεί να κάνουν την εμφάνισή
τους κατά τακτά ή αραιά διαστήματα για χρόνια, υπάρχει συνήθως κάποια μικρή
διαφοροποίηση ή εξέλιξη, αλλά η βασική ιστορία παραμένει η ίδια. Εκεί, η
μετάφραση του ονείρου μπορεί να προσφέρει ουσιαστική βοήθεια, καθώς η
συνειδητή νοηματοδότησή του βοηθά την ονειρική αφήγηση να εξελιχθεί και λύνει
συναισθηματικούς κόμπους.
11
Άλλοι φόβοι που εκφράζονται στα όνειρα συμπεριλαμβάνουν: το φόβο της
δέσμευσης και της έκθεσης, το φόβο πως η απόφαση για την όποια αλλαγή δεν είναι
του θεραπευόμενου ή ότι η θεραπεύτρια θα έχει στο εξής τον έλεγχο της ζωής του, το
φόβο πως τίποτα δε θα αλλάξει ή πως δε θα υπάρξουν περισσότερες αλλαγές, αλλά
και το φόβο πως η αποκάλυψη ή επεξεργασία κάποιων τραυματικών εμπειριών
μπορεί να βλάψει παρά να ωφελήσει (βλ. Ανδρουτσοπούλου, 2005).
Η αφήγηση του ονείρου δίνει επομένως μια μοναδική ευκαιρία να
εκφραστούν και να συνειδητοποιηθούν συναισθήματα αλλά και να συζητηθούν και
να διευκρινιστούν παρανοήσεις. Επίσης βοηθά να καθοριστεί ένας θεραπευτικός
ρυθμός που θα δημιουργεί μεγαλύτερη ασφάλεια στο θεραπευόμενο.
12
επίπεδο, στόχος είναι να αποκτήσει ο θεραπευόμενος ένα σχεσιακό τρόπο σκέψης,
ενώ σε συναισθηματικό επίπεδο, να μπορεί να ονοματίζει τα συναισθήματά του που
μπορεί να είναι καλυμμένα ή παγωμένα. Ένας θεραπευόμενος με φοβία για την
οδήγηση και παγωμένο συναίσθημα σχετικά με τον πρόωρο θάνατο του πατερά του
είδε ένα όνειρο πως βρισκόταν σε αποστολή μαζί με άλλους άντρες στην Αλάσκα.
Ένας καρχαρίας ακουμπούσε το πόδι του και εκείνος περίμενε σιωπηλά να
απομακρυνθεί, χωρίς να ζητήσει βοήθεια από κανέναν και χωρίς να αφήσει να φανεί
η δυσκολία του. Ο κίνδυνος εντοπίζεται «εκεί έξω» στο παγωμένο τοπίο. Οι εικόνες
που τα όνειρα παρέχουν μπορεί να ιδωθούν ως προσωπικοί αλλά και οικογενειακοί
κώδικες για συμπεριφορές, αντιλήψεις και συναισθήματα του θεραπευόμενου.
Στο πρώτο μισό του δεύτερου σταδίου (Β1) το ενδιαφέρον των
θεραπευόμενων αρχίζει να στρέφεται στην εσωτερική τους κατάσταση, και όχι στη
συμπεριφορά τη δική τους ή των άλλων. Τα συναισθήματα είναι συνήθως δυσάρεστα,
καθώς νιώθουν μπερδεμένοι και ακινητοποιημένοι σαν να αιωρούνται σε ένα
«εσωτερικό κενό», έχουν δε μεγάλη αμφιθυμία σχετικά με τη θεραπευτική
διαδικασία. Στόχος του θεραπευτή είναι να τους βοηθήσει να αντέξουν τα δυσάρεστα
συναισθήματα τα οποία χαρακτηρίζουν τα όνειρα της φάσης αυτής. Ορισμένες φορές
τα όνειρα αποτελούν και τη μόνη διέξοδο έκφρασης δυσάρεστων συναισθημάτων και
μια καλή αφορμή για παροχή θεραπευτικής υποστήριξης. Πολλές φορές οι
θεραπευόμενοι βλέπουν όνειρα όπου βρίσκονται σε ακυβέρνητο καράβι στη μέση
ενός ωκεανού ή στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ ενός ερειπωμένου και ενός νέου
σπιτιού. Από τα πιο πρωτότυπα ήταν το όνειρο μιας θεραπευόμενής που είδε πως
ήταν εγκλωβισμένη στο σύστημα εξαερισμού του ψυχοθεραπευτικού κέντρου!
Στο δεύτερο μισό του δεύτερου σταδίου (Β2) είναι έντονη αρχικά η αίσθηση
του θεραπευόμενου πως «δεν ξέρει ποιος είναι», πως έχει χάσει την αίσθηση της
σταθερής του ταυτότητας. Μια θεραπευόμενη είδε πως συναντούσε κάποιους νέους
συναδέλφους σε ένα συνέδριο, αλλά είχε σαστίσει, δεν μπορούσε να γράψει τα
στοιχεία της και το χαρτί παρέμενε λευκό. Ορισμένα όνειρα αποτυπώνουν πολύ
καθαρά τη δυσκολία ή τις αντιστάσεις και δίνουν αφορμή για συζήτηση. Μια
θεραπευόμενη είδε στον ύπνο της ότι είχε πάει για ανόρθωση προσώπου και ο
πλαστικός χειρούργος προσπαθούσε να την πείσει για μια πιο ριζική επέμβαση. Στο
τέλος αυτού του σταδίου (Β2), που αποτελεί ένα «εσωτερικό ταξίδι», οι
θεραπευόμενοι καταφέρνουν να αμφισβητήσουν προσωπικούς και οικογενειακούς
μύθους και να αντιμετωπίσουν τη ζωή τους από μια πιο διαφοροποιημένη και
13
απελευθερωτική οπτική. Ένας θεραπευόμενος είδε ότι στο κεφάλι του βρίσκονταν
ριζωμένες αμπούλες όμοιες με εκείνες που υπήρχαν στο κεφάλι της νονάς του. Με
πολύ φόβο ότι θα πονέσει κατάφερε να τις ξεριζώσει και να αισθανθεί ένα απέραντο
αίσθημα ελευθερίας.
Στο τελευταίο στάδιο (Γ) ο θεραπευόμενος βρίσκεται και πάλι εστιασμένος
στη σχέση με το περιβάλλον του και βάζει συγκεκριμένους στόχους για τη ζωή του.
Μπορεί να λειτουργεί ως θεραπευτής του εαυτού του. Ένας θεραπευόμενος είδε ότι
το γραφείο του θεραπευτή του βρισκόταν μέσα στο σπίτι του και μπορούσε να
ανοίγει την πόρτα του και να τον συμβουλεύεται όποτε είχε ανάγκη. Μια
θεραπευόμενη είδε ότι θεραπευτής, της με την ιδιότητα του μικροβιολόγου, την
οδήγησε σε ένα μπάνιο, όπου θα χρειαζόταν να κάνει μόνη της τις επόμενες
μικροβιολογικές αναλύσεις, εφοδιασμένη με τα απαραίτητα σύνεργα.
Τα όνειρα επισημαίνουν επίσης τα θέματα που θα δουλεύει ο θεραπευόμενος
και μετά την ολοκλήρωση του θεραπευτικού συμβολαίου. Μια θεραπευόμενη είδε
λίγο καιρό πριν αποχαιρετήσει τη θεραπευτική ομάδα της ότι απομακρυνόταν από μια
γιορτή όπου ήταν συγκεντρωμένα τα μέλη και όπου ένιωθε καλά. Βρισκόταν ξαφνικά
μόνη σε ένα πολυκατάστημα όπου μάταια έψαχνε έναν συγκεκριμένο όροφο. Ο
θεραπευτής και τα μέλη της ομάδας τής επισήμαναν ότι θα μπορούσε στο όνειρο να
είχε ζητήσει βοήθεια και οδηγίες από κάποιον, αντί να παλεύει μόνη της, ένα θέμα
που της ήταν πολύ οικείο.
Διερεύνηση σε επίπεδα.
Μετά τις αρχικές συνεδρίες και καθ’ όλη τη διάρκεια του πρώτου σταδίου (Α)
της ψυχοθεραπείας, η διερεύνηση του ονείρου δεν μένει μόνο στο πρώτο επίπεδο,
αλλά σταδιακά εστιάζεται και στο δεύτερο επίπεδο, που η Faraday το ονομάζει
«κοιτώντας μέσα από τον καθρέφτη». Με αφορμή ένα όνειρο, συζητιέται ο τρόπος
14
που ο θεραπευόμενος βιώνει ή κατασκευάζει τον κόσμο και τις ανθρώπινες σχέσεις,
τόσο σε συνειδητό, όσο και σε λιγότερο συνειδητό επίπεδο. Η διερεύνηση στα
επίπεδα ένα και δύο μπορεί να γίνει και σε συνεδρίες με ζευγάρια ή περισσότερα
μέλη μιας οικογένειας. Η ανησυχία ή ο φόβος για τη θεραπευτική διαδικασία, που το
όνειρο ενός μέλους μιας οικογένειας καθρεφτίζει, μπορεί να εκφράζει σε μεγαλύτερο
ή μικρότερο βαθμό τα συναισθήματα όλης της οικογένειας (επίπεδο ένα). Ο δε
τρόπος που ένα ή περισσότερα μέλη μιας οικογένειας απεικονίζουν τις στενές σχέσεις
τους στα όνειρά τους, μπορεί να δώσει πολύτιμο υλικό για επεξεργασία στο επίπεδο
δύο. Μια παλιότερη έρευνα των Kaplan, Saayman & Faber (1981) έδειξε ότι
ερευνητές εξοικειωμένοι με τη συστημική προσέγγιση που δεν γνώριζαν όμως τα
μέλη μιας οικογένειας προσωπικά, μπορούσαν να αξιολογήσουν τα χαρακτηριστικά
της οικογένειας με ακρίβεια βάσει της σειράς των ονείρων τους και μόνο,
εξετάζοντάς τα φαινομενολογικά. Είναι προφανές ότι οι θεραπευτές, που γνωρίζουν
τα μέλη μιας οικογένειας και προσωπικά, μπορούν να αξιοποιήσουν τα όνειρα και
περαιτέρω για το σχεδιασμό παρεμβάσεων.
Στα επόμενα στάδια της ψυχοθεραπείας (B1, B2, Γ), η διερεύνηση του
ονείρου εστιάζεται κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, στο επίπεδο τρία, αυτό που η
Faraday το ονομάζει «κοιτώντας προς τα μέσα». Τα όνειρα στα στάδια αυτά
απεικονίζουν περισσότερο από ποτέ κρίσιμα διλήμματα, εσωτερικές συγκρούσεις,
ερωτήματα σε σχέση με την ταυτότητα, τους προσωπικούς και οικογενειακούς
μύθους, καθώς και υπαρξιακές ανησυχίες που σχετίζονται με την απόδοση νοήματος
στη ζωή μας. Αποτυπώνουν γενικότερα σκέψεις και συναισθήματα που δεν είναι
συνειδητά ή έστω όχι στο βαθμό που νομίζουμε.
Θεραπευτικές παρεμβάσεις
15
(2001), ο θεραπευτής χρειάζεται να «λεηλατήσει» το όνειρο, για να πάρει εκείνα τα
στοιχεία μόνο που θα βοηθήσουν τη συγκεκριμένη στιγμή την εξέλιξη της θεραπείας.
Τα στοιχεία που έμειναν αναξιοποίητα θα τα κρατήσει στο νου του, για να τα
χρησιμοποιήσει αργότερα, προκειμένου οι συνδέσεις που κάνει στη διάρκεια της
θεραπείας ή οι οπτικές που προσφέρει να μη φαντάζουν αυθαίρετες, αλλά να δείχνουν
πως υποστηρίζονται από την ίδια την ονειρική αφήγηση. Αυτό είναι χρήσιμο
ιδιαίτερα σε στιγμές αντιστάσεων (βλ. Butler & Bird, 2000). ‘Αλλοτε θα αξιοποιήσει
τα ονειρικά στοιχεία ως ένδειξη για το πώς ο θεραπευόμενος προχωρά στη θεραπεία
του και πώς η πρόοδος απεικονίζεται στον ύπνο του ως εξέλιξη της ονειρικής
αφήγησης (π.χ. πού διαφέρει αυτό το όνειρο από προηγούμενα). Ορισμένες φορές τα
όνειρα αποκαλύπτουν εσωτερικές διεργασίες που ούτε ο θεραπευτής υποψιαζόταν.
Ενώ ο θεραπευόμενος φαινόταν να έχει κολλήσει, οι ονειρικές του αφηγήσεις
δηλώνουν πως κάτι κινείται. Άλλες φορές, όταν η πιο συνειδητή τάση του
θεραπευόμενου είναι να αγνοεί γεγονότα που τον βάζουν σε κίνδυνο, τα όνειρα
μπορεί να λειτουργούν αυτοπροστατευτικά, επισημαίνοντάς του να μην εφησυχάζει.
Είναι σημαντικό να τονισθεί η σημασία του να υπάρχει σχέση εμπιστοσύνης
με το θεραπευτή στην θεραπευτική αξιοποίηση των ονείρων. Σε μια έρευνα (Zack &
Hill, 1998) βρέθηκε πως οι συμμετέχοντες σε μια και μοναδική συνάντηση με στόχο
την ερμηνεία των ονείρων με άγνωστο θεραπευτή δε βοηθήθηκαν όσο αναμενόταν,
ειδικά όταν τα όνειρά τους ήταν πολύ δυσάρεστα. Η σημασία του προσώπου του
θεραπευτή είναι εμφανής στα όνειρα όπου υπάρχει παρουσία του (με την πραγματική
ή συμβολική του μορφή). Η επιλογή του θεραπευόμενου να αναφέρει το όνειρο αυτό
μεταφέρει ένα άμεσο ή έμμεσο μήνυμα σχετικά με το: (ι) πώς νιώθει για το
θεραπευτή και το ρόλο του, (ιι) πώς αντιλαμβάνεται και τι νιώθει για τη θεραπευτική
διαδικασία, (ιιι) πόσο έχει εμπιστευτεί τη διαδικασία, (ιν) τι αισθάνεται για τη δική
του ικανότητα να προχωρήσει, (ιν) πώς βιώνει το ρυθμό της θεραπείας. Τα μηνύματα
αυτά χρειάζεται να λαμβάνονται υπόψη, και, στο βαθμό που ο θεραπευτής κρίνει, να
οδηγούν στην τροποποίηση στοιχείων που αφορούν τη διαδικασία, αλλά και στη
συλλογή πρόσθετων πληροφοριών για το ιστορικό του θεραπευόμενου.
16
και πιθανόν να καθρέφτιζε την ανησυχία όλων των παλιότερων μελών της ομάδας για
το αν θα συνεχίσουν να έχουν αρκετό ‘χώρο’. Ανακινούσε όμως και συναισθήματα
του συγκεκριμένου θεραπευόμενου από πρώιμες εμπειρίες στην οικογένειά του, η
οποία είχε πολλά παιδιά και όπου εκείνος ένιωθε πως δεν εισέπραττε αρκετή έγνοια
και προσοχή.
17
ένα διαφορετικό τέλος αν το υπάρχον του δημιουργεί δυσάρεστα συναισθήματα
(«καταστροφή»). Στα επαναλαμβανόμενα όνειρα που εμπεριέχουν μια μικρή εξέλιξη
κάθε φορά, ο θεραπευόμενος επεξεργάζεται με πολύ αργούς ρυθμούς μια λύση κι ένα
πιο ικανοποιητικό τέλος. Θα μπορούσε να το είχε επεξεργαστεί γρηγορότερα στο
συνειδητό χρησιμοποιώντας τη φαντασία του και απαντώντας στα εξής ερωτήματα:
«Τι θα άλλαζες στο όνειρο; Τι θα ήθελες να είχε γίνει μετά; Ποιοι άλλοι άνθρωποι θα
ήθελες να είναι παρόντες για να σε βοηθήσουν;» Συχνά οι ονειρευόμενοι
δυσκολεύονται να δώσουν τέτοιες απαντήσεις, διότι η ιδέα πως το όνειρο είναι ένα
δικό τους δημιούργημα και μπορούν να επέμβουν σε αυτό με όποιον τρόπο επιθυμούν
τους φαίνεται ξένη. Όταν το επιτυγχάνουν, αυξάνουν τις πιθανότητες για συνειδητή
ανάληψη δράσης και στο ξύπνιο τους. Βοηθά η φράση «το όνειρο είναι δικό σου» και
η ερώτηση «γιατί είδες τώρα αυτό το όνειρο;».
18
τη συστηματική καταγραφή των ονείρων για την επόμενη περίοδο, ή τη διερεύνηση
ενός ονείρου και στο τρίτο επίπεδο («κοιτώντας προς τα μέσα»).
Ειδικά στη διερεύνηση του επιπέδου τρία βοηθά η τεχνική της γκεστάλτ, όπου
ο ονειρευόμενος κάνει ένα φανταστικό διάλογο με καθένα από τα στοιχεία του
ονείρου (κατά προτίμηση με τα έμψυχα). Στη θεραπευτική διαδικασία αυτό μπορεί να
πάρει τη μορφή του παιχνιδιού ρόλων, όπου ο ίδιος ο θεραπευόμενος παίζει και τους
δύο ρόλους στο διάλογο αλλάζοντας καρέκλα ανάλογα με το αν μιλά ο ίδιος ή το
στοιχείο του ονείρου.
Επίλογος
Στο άρθρο αυτό εξετάσαμε τρόπους που ένας συστημικός θεραπευτής μπορεί
να αξιοποιήσει την ιδέα ότι τα όνειρα αποτελούν αυτοβιογραφικές αφηγήσεις και ως
τέτοια αποτελούν συνέχεια στην προσπάθεια νοηματοδότησης των εμπειριών του
θεραπευόμενου που εκείνος επιχειρεί και κατά την εγρήγορση. Ο θεραπευτής μπορεί
να συμβάλει στη μετάφραση ενός ονείρου και στην προσπάθεια νοηματοδότησης
εξετάζοντας τη μορφή και την εικονογραφική γλώσσα της αφήγησης. Μπορεί να
συνδέσει τα όνειρα με τα στάδια της θεραπείας, και μπορεί να βοηθήσει το
θεραπευόμενο να εκφράσει ανείπωτα συναισθήματα και σκέψεις τόσο για τους
σημαντικούς ανθρώπους στη ζωή του όσο και για τον ίδιο το θεραπευτή. Μπορεί να
αξιοποιήσει τα μέλη μιας θεραπευτικής ομάδας ως βοηθούς μεταφραστές, αλλά και
να δουλέψει με τα όνειρα σε οικογενειακές συνεδρίες, επιλέγοντας κατά περίπτωση
ένα από τα προτεινόμενα επίπεδα διερεύνησης.
19
νόημα αν ο θεραπευόμενος κατορθώσει να αναγνωρίσει τον εαυτό του ως συγγραφέα,
να κάνει πιο συνειδητές τις ονειρικές του σκέψεις και να διερευνήσει τις
εναλλακτικές διεξόδους (λύσεις) που εμπεριέχονται στην ονειρική αφήγηση όπως και
σε οποιαδήποτε άλλη προσωπική αφήγηση.
20
Βιβλιογραφία
Andersen, S.M. & Miranda, R. (2000). Transference: How past relationships emerge
in the presence. The Psychologist, 13, 608-609.
Andrews, J., Clark, D.J, & Zinker, J.C. (1988). Accessing transgenerational themes
through dreamwork. Journal of Marital and Family Therapy, 14, 15-27.
Ανδρουτσοπούλου, Α. (2004). Συστημική και οικογενειακή θεραπεία: Κριτική
ανασκόπηση των μετανεωτερικών εξελίξεων. ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ: Το Περιοδικό της
Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας, 11,512-528.
Ανδρουτσοπούλου, Α. (2005). Η αθώα γλώσσα των ονείρων μας. Αθήνα: Ελληνικά
Γράμματα.
Androutsopoulou, Α. (2005). Themes in nested stories: A case in family-oriented
therapy. Journal of Systemic Therapies, 24, 43-59
Αριστοτέλης. Περί ποιητικής. Άπαντα, 33. Αθήνα: Χαντζόπουλος, 1995.
Bateson, G. (1972). Steps to an ecology of mind. London: Paladin.
Buchholz, M.B. (1990). Using dreams in family therapy. Journal of Family Therapy,
12, 387-396.
Butler, M.H. & Bird, M.H. (2000). Narrative and interactional process for preventing
harmful struggle in therapy: An integrative empirical model. Journal of Marital
and Family Therapy, 26, 123-142.
Cariola, L.A. (2008). A structural and functional analysis of dream narratives.
Dreaming, 18, 16-26.
Craig, E. & Walsh, S.J. (1993). Phenomenological challenges for the clinical use of
dreams (pp. 103-154). In G. Delaney (Ed.), New directions in dream
interpretation. Albany: State University of New York.
Cushway, D. & Sewell, R. (1992). Counselling with dreams and nightmares. London:
Sage.
Deslauriers, D. & Cordts, J. (1995). Dreams and current concerns: A narrative co-
constitutive approach. Dreaming, 5, 247-265.
Domhoff, G.W. (1999). Drawing theoretical implications from descriptive empirical
findings on dream content. Dreaming, 9, 201-210.
Domhoff, G.W. (2003). The scientific study of dreams. Washington, DC: American
Psychological Association.
21
Faraday, A. (1972). Dream power. New York: Berkley Books.
Faraday, A. (1974). The dream game. New York: Harper and Row.
Feixas, G., Cunillera, C. & Mateu, C. (1990). Dream analysis in a systemic therapy
case: A constructivist approach. Journal of Strategic and Systemic Therapies, 9,
55-65.
Flowers, L. (1993). The dream interview method in a private outpatient
psychotherapy practice (pp. 241-288). In G. Delaney (Ed.), New directions in
dream interpretation. Albany: State University of New York.
Freud, S. (1900). Η ερμηνεία των ονείρων. Αθήνα: Επίκουρος, 1993.
Hardy, B. (1968). Towards a poetics of fiction: An approach through narrative. Novel,
2, 5-14.
Hill, C.E. (2004), Dream work in therapy: Facilitating exploration, insight and
action. Washington, DC: American psychological Association.
Jouvet, Μ. (1992). Ο ύπνος και το όνειρο. Αθήνα: Κάτοπτρο, 1993.
Jung, C.G. (1964). Approaching the unconscious. In C.G. Jung (Ed.), Man and his
symbols. New York: Arkana, 1990.
Kaplan, J., Saayman, G.S. & Faber, P.A. (1981). An investigation of the use of the
nocturnal dream reports as diagnostic indices in the assessment of family
problem solving. Journal of Family Therapy, 3, 227-242.
Katakis, Ch. (1990). Stages of long-term psychotherapy: Progressive re-
conceptualizations as a self-organizing process. Psychotherapy: Theory,
Research and Practice, 26, 484-493.
Kilroe, P.A. (2000a). The dream as text, the dream as narrative. Dreaming,10, 125-
137.
Kilroe, P.A. (2000b). The dream pun: What is a play on words without words?
Dreaming, 10, 193-209.
Knudson, R.M., Adame, A.L. & Finocan, G.M. (2006). Significant dreams:
Repositioning the self-narrative. Dreaming, 16, 215-222.
Kosmova, M. & Wolman, R.N. (2006). Self-awareness in dreaming. Dreaming, 16,
196-214.
Kramer, M. (1991). Dream translation: A non associative method for understanding
the dream. Dreaming, 1, 147-159.
Kramer, M. (1993). Dream translation (pp. 155-194). In G. Delaney (ed), New
directions in dream interpretation. Albany: State University of NewYork.
22
Labov, W. & Waletsky, J. (1967). Narrative analysis: Oral versions of personal
experience. In J. Helm (Ed.), Essays on the verbal and visual arts (pp. 12-44).
Seattle: American Ethnological Society/University of Washington press.
Lakoff, G. (1993). How metaphor structures dreams: The theory of conceptual
metaphor applied to dream analysis. Dreaming, 3, 77-98.
MacIntyre, A. (1981). After virtue: A study in moral theory. Notre Dam, In:
University of Notre Dam Press.
Sanders, C.M. (1994). ‘We are the stuff that dreams are made on’: The use of dreams
in systemic therapy. Journal of Family Therapy, 16, 367-381.
States, B.O. (1994). Authorship in dreams and fictions. Dreaming, 4, 237-253.
Ullman, M. (1993). Dreams, the dreamer, and society (pp. 11-40). In G. Delaney (ed),
New directions in dream interpretation. Albany: State University of New York.
Whitmont, E.C. & Perera, S.B. (1990). Dreams: A portal to the source. London:
Routledge.
Yalom, I. (2001). The gift of therapy: Reflections on being a therapist. London:
Piatkus.
Zack, J.S. & Hill, C.E. (1998). Predicting outcome of dream interpretation sessions by
dream valence, dream arousal, attitudes toward dreams, and waking life stress.
Dreaming, 8, 169-185.
23
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ
LABORATORY FOR THE STUDY OF HUMAN RELATIONS
ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ/WORKING PAPERS
24
«Τέρατα και μεταμορφώσεις»: Η βαριά
2003/09 Κ. Θανοπούλου κληρονομιά ενός μυστικού σωματικού
συμπτώματος
Βιβλίο «Με γόμα και καθρέφτη»
25
2007/20 Μ. Σταματάκη Εσωτερική Ασφάλεια: Το εισιτήριο για μια
δημιουργική πορεία
26
Το Εργαστήριο Διερεύνησης Ανθρώπινων Σχέσεων είναι επιστημονική αστική εταιρεία. Ιδρύθηκε το 1983. Με
συνεργασία εξειδικευμένων ψυχολόγων, ψυχιάτρων, κοινωνικών λειτουργών και ειδικών παιδαγωγών, προσφέρει τις
ακόλουθες υπηρεσίες στο χώρο της ψυχικής υγείας: Ψυχοθεραπεία, Συμβουλευτική και Επαγγελματικό
Προσανατολισμό, Εκπαίδευση, Σεμινάρια, Έρευνα, Εκδόσεις.
Η επιστημονική προσέγγιση που ακολουθεί το Εργαστήριο είναι η συστημική. Στο χώρο της ψυχικής υγείας, η συστημική
ψυχοθεραπεία συνέβαλε αποφασιστικά στην αναθεώρηση καθιερωμένων απόψεων για το πώς δημιουργείται, πώς
διατηρείται και πώς αντιμετωπίζεται η ψυχική διαταραχή. Επιπλέον, αξιοποιεί συνθετικά την ήδη συσσωρευμένη γνώση
και οδηγεί σε θέσεις και εφαρμογές που αυξάνουν την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων.
The Laboratory for the Study of Human Relations is a non-profit organization, founded in 1983. A growing number of
staff members and associates become involved in the expanding Laboratory activities: Clinical Services, Counseling and
Consultation, Education, Seminars, Research, Publications.
Following a systemic view of life and sciences, programs and services aim at developing original theoretical
conceptualizations, methodologies and applications which enhance growth and integration.
27