Vous êtes sur la page 1sur 27

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ

Κονίτσης 33, 151 25 Μαρούσι, Τηλ: 210-8063665, Fax: 210-8062113


e-mail: lshr@otenet.gr, site: www.ergastirio.eu

LABORATORY FOR THE STUDY OF HUMAN RELATIONS


33, Konitsis str., 151 25 Maroussi, Tel. 210-8063665, Fax: 210-8062113
e-mail: lshr@otenet.gr, site: www.ergastirio.eu

Το όνειρο ως αφήγηση: Αξιοποίηση στη συστημική ψυχοθεραπεία

Της

Αθηνάς Ανδρουτσοπούλου, PhD

Κείμενο Εργασίας/Working Paper Series


2008/25
ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Χάρις Kατάκη
Αθηνά Ανδρουτσοπούλου
Αλέξης Ζώτος
Γιώργος Καλαρρύτης
Τσαμπίκα Μπαφίτη
Μαρία Πυρουνάκη

ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΈΚΔΟΣΗΣ
Σίσσυ Χαϊτογλου

EDITORIAL COMMITTEE
Charis Katakis
Athena Androutsopoulou
George Kalarritis
Tsabika Bafiti
Maria Pirounaki
Alexis Zotos

TECHNICAL EDITOR
Sissy Haitoglou

 Εργαστήριο Διερεύνησης Ανθρώπινων Σχέσεων


Κανένα μέρος αυτής της εργασίας δεν μπορεί να αναδημοσιευτεί ή να
χρησιμοποιηθεί με οποιονδήποτε τρόπο χωρίς την έγκριση του συγγραφέα.

 Laboratory for the Study of Human Relations


No part of this paper may be reproduced or distributed without the consent of the
author.

ISSN 1108-8990

2
Το όνειρο ως αφήγηση: Αξιοποίηση στη συστημική ψυχοθεραπεία

Αθηνά Ανδρουτσοπούλου, Ph.D.

Η Αθηνά Ανδρουτσοπούλου (PhD) είναι κλινική ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια/


ικογενειακή θεραπεύτρια. Διατηρεί ιδιωτικό γραφείο και είναι εκπαιδεύτρια και
επόπτρια στο Πρόγραμμα Ειδίκευσης στη Συστημική Θεραπεία του Εργαστηρίου
Διερεύνησης Ανθρώπινων Σχέσεων.

3
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Σελ.
Περίληψη 5
Εισαγωγή 6
Το όνειρο ως αφήγηση 6
Όνειρα στη θεραπευτική πορεία 11
Θεραπευτικές παρεμβάσεις 15
Επίλογος 19
Βιβλιογραφία 20

4
Περίληψη

Αναπτύσσεται η ιδέα πως τα όνειρα αποτελούν αυτοβιογραφικές αφηγήσεις οι


οποίες συνεχίζουν την προσπάθεια που γίνεται στο συνειδητό για νοηματοδότηση
των εμπειριών. Προτείνονται παρεμβάσεις και τεχνικές κατάλληλες για την
αξιοποίηση της ονειρικής αφήγησης στα πλαίσια μιας συστημικής ψυχοθεραπείας.

5
Εισαγωγή

Η συστημική προσέγγιση δεν προτείνει δικούς της τρόπους δουλειάς με τα


όνειρα, ενώ οι δημοσιεύσεις γύρω από τη χρήση των ονείρων στον ευρύτερο χώρο
της οικογενειακής θεραπείας είναι ελάχιστες. Όσοι θεραπευτές τα αξιοποιούν στη
δουλειά τους δανείζονται συνήθως ιδέες και τεχνικές από άλλες προσεγγίσεις.
Παραδείγματος χάριν, ο Buchholz (1990) βλέπει τα όνειρα από μια ψυχαναλυτική
οπτική και οι Feixas, Cunillera & Mateu (1990) υιοθετούν την κονστρουκτιβιστική
οπτική του George Kelly ως θεωρητικό υπόβαθρο της δουλειάς με τα όνειρα. Οι
Andrews, Clark & Zinker, (1988) χρησιμοποιούν τεχνικές από τη Γκεστάλτ, και η
Sanders (1994) μια πραγματιστική οπτική που συνδέει το περιεχόμενο των ονείρων
με τα προβλήματα στο οικογενειακό σύστημα. Κατά την άποψή μου, η υιοθέτηση της
ιδέας πως το όνειρο αποτελεί μια αυτοβιογραφική αφήγηση που στόχο έχει, όπως
όλες οι αφηγήσεις, τη νοηματοδότηση της εμπειρίας μας (βλ. και Knudson,Adame &
Finocan, 2006) παρέχει ένα θεωρητικό πλαίσιο αναφοράς το οποίο είναι συμβατό με
τις εξελίξεις στο χώρο της συστημικής θεραπείας (βλ. Ανδρουτσοπούλου, 2004).
Βάσει αυτού του πλαισίου μπορεί o συστημικός θεραπευτής να επιλέξει παρεμβάσεις
και τεχνικές από διάφορες προσεγγίσεις και σχολές. Οι παρεμβάσεις και τεχνικές που
προτείνονται εδώ αποτελούν προσωπικές προτιμήσεις με καλά αποτελέσματα στο
κλινικό έργο.

Το όνειρο ως αφήγηση

Υπάρχουν δυο βασικές οπτικές για την ‘ερμηνεία’ του ονείρου, η


ψυχοδυναμική και η φαινομενολογική-πραγματιστική (Craig & Walsh,1993).
Σύμφωνα με την πρώτη, τα όνειρα έχουν αποστολέα και παραλήπτη. Αποτελούν
μηνύματα που στέλνει κάποιο μέρος του εαυτού μας, πιθανόν το «ασυνείδητο».
Σύμφωνα με τη δεύτερη, τα όνειρα δεν αποτελούν μηνύματα. Δεν υπάρχει ούτε
αποστολέας ούτε παραλήπτης. Όπως και στον ύπνο μας έτσι και στο ξύπνιο μας
επεξεργαζόμαστε ερεθίσματα και εμπειρίες σε διάφορα επίπεδα συνειδητότητας, που
σε γενικές γραμμές είναι χαμηλότερη στον ύπνο (Kosmova & Wolman, 2006). Με
άλλα λόγια, τα όνειρα αντικατοπτρίζουν τη συνέχεια της συνειδητής αλλά και της
λιγότερο συνειδητής προσπάθειας που γίνεται στο ξύπνιο μας για νοηματοδότηση

6
των εμπειριών μας, αποκρυστάλλωση σκέψεων και σύνδεσης τους με συναισθήματα
(Domhoff, 1999, 2003).
Αυτή η νοηματοδότηση γίνεται μέσω της αφήγησης προς κάποιο ακροατήριο,
ακόμα κι αν αυτό το ακροατήριο αποτελείται μόνο από τον εαυτό μας. Οι άνθρωποι
είμαστε κατεξοχήν «αφηγηματικά όντα» (MacIntyre,1981), που σημαίνει πως
«ονειρευόμαστε με αφηγήσεις, ονειροπολούμε με αφηγήσεις, θυμόμαστε,
προσδοκούμε, ελπίζουμε, απογοητευόμαστε, πιστεύουμε, αμφιβάλλουμε,
σχεδιάζουμε, αναθεωρούμε, κριτικάρουμε, κατασκευάζουμε, κουτσομπολεύουμε,
μαθαίνουμε, μισούμε και αγαπάμε με αφηγήσεις» (Hardy, 1968, σ.5). Η εργασία αυτή
αντιμετωπίζει τα όνειρα ως αυτοβιογραφικά αφηγήσεις1, που αξιοποιούνται στα
πλαίσια μιας συστημικής ψυχοθεραπείας με τρόπους που παραθέτονται παρακάτω
(βλ. και Ανδρουτσοπούλου, 2005).

Μορφή και γλώσσα της ονειρικής αφήγησης

Ο Jung (1964) είχε παρατηρήσει πως πολλά όνειρα φαίνεται να μεταφέρονται


στο ακροατήριο με μια δομή που ο Αριστοτέλης είχε αναφέρει στην Ποιητική του:
την περιγραφή του σκηνικού (τόπος, χρόνος, κατάσταση κλπ), την περιπέτεια (κάτι
αλλάζει, κάτι συμβαίνει), την κορύφωση (αναγνώριση, συναισθηματική φόρτιση), τη
λύση (ή την καταστροφή). Σύγχρονες έρευνες (π.χ. Cariola, 2008) αναλύουν τα
όνειρα με βάση το αφηγηματικό πλαίσιο των Labov & Waletzky (1967), το οποίο έχει
πολλές ομοιότητες με εκείνο του Αριστοτέλη. Δεν έχει τόση σημασία αν το όνειρο
έχει πράγματι τούτη ή την άλλη δομή. Καμιά εμπειρία μας δε μεταφέρεται ακριβώς
όπως τη ζήσαμε, αφού μεσολαβεί πάντοτε ο λόγος και η τάση μας να οργανώνουμε
τις εμπειρίες αφηγηματικά (Kilroe, 2000a). Σημασία έχει πως όταν μπορούμε να
1
Αναφέρομαι στα όνειρα που βλέπουμε κυρίως στη φάση του παράδοξου (REM) ύπνου. Σε μια
σχετική έρευνα (βλ. Jouvet, 1992) κατέταξαν όλες τις ονειρικές εμπειρίες σε οχτώ κατηγορίες από το
μηδέν ως το επτά: 0) καμιά ονειρική ανάμνηση, 1) δεν υπάρχει ανάμνηση για κάτι συγκεκριμένο, 2)
ανάμνηση μιας απομονωμένης ιδέας, ενός αντικειμένου, προσώπου ή μιας σκηνής, 3) πολλές
ασύνδετες σκέψεις, σκηνές ή δράσεις, 4) μικρό όνειρο με συνοχή (π.χ. μια συζήτηση αντί μιας ιδέας),
5) λεπτομερής ανάμνηση μιας ονειρικής αλληλουχίας με κάποια συνοχή, 6) ανάμνηση μακρύτερης
ονειρικής αλληλουχίας (ως τέσσερα επεισόδια) με συνοχή, 7) ανάμνηση πολύ μακριάς ονειρικής
αλληλουχίας με πολλές λεπτομέρειες και συνδεδεμένα επεισόδια ή ανάμνηση πολλών ονείρων. Όπως
αναφέρει ο Jouvet (1992), γνωστός ερευνητής των βιολογικών φαινομένων του ύπνου, «το όνειρο
εξελίσσεται και φτάνει στην τελική του μορφή στη φάση του παράδοξου ύπνου». Ο βραδύς ύπνος, λέει
ο Jouvet, «ετοιμάζει την εμφάνιση μιας προσχεδιασμένης ονειρικής επεξεργασίας, σε αυτό το στάδιο,
κυρίως υπό μορφή σκέψεων και στοχασμών». Το όνειρο, συνεχίζει, «στην τελική του πλοκή, θα
εκφραστεί με όλο τον αισθητηριακό (απεικονιστικό, ακουστικό, οσφρητικό, γευστικό κ.ά), τον
συναισθηματικό και κυρίως τον κινητικό πλούτο που γνωρίζουμε, μέσα στη φάση του παράδοξου)
ύπνου».

7
αναγνωρίσουμε μια δομή, τότε αυτό μας διευκολύνει να νοηματοδοτήσουμε το
όνειρό εντοπίζοντας τα κύρια σημεία και παραλείποντας πολλές από τις λεπτομέρειες
που μπορεί να μας μπερδέψουν (Whitmont & Perera, 1990). Οι λύσεις που δίνονται
στα όνειρα έχουν τη σημασία τους, όπως και το αν ο ονειρευόμενος βρίσκει τελικά
λύσεις ή όχι. Είναι σημαντικό να ξέρουμε το συναίσθημα που είχε ο ονειρευόμενος
στη διάρκεια του ονείρου και κυρίως στο τέλος του ονείρου, για να μπορέσουμε να
αξιολογήσουμε το πόσο ικανοποιητική ήταν μια λύση για εκείνον ή και για το αν
πρόκειται για λύση ή καταστροφή.
Η συμβολή του ονειρευόμενου στη διαδικασία μετάφρασης (προτιμούμε την
λέξη μετάφραση αντί της λέξης ερμηνεία - βλ. και Kramer, 1991, 1993) του ονείρου
είναι το επιθυμητό, εφόσον το ζητούμενο είναι η μετάφραση να κάνει νόημα
πρωτίστως στον ίδιο. Ωστόσο, μπορεί κι ένας τρίτος να κάνει υποθέσεις για τον
τρόπο μετάφρασης. Αυτό συμβαίνει γιατί η γλώσσα του ονείρου είναι προσωπική
αλλά ταυτόχρονα και συλλογική, με την έννοια ότι οι προσωπικοί γλωσσικοί κώδικες
αντανακλούν ευρύτερους κοινωνικούς (States, 1994).

Η γλώσσα των ονείρων είναι κυρίως εικονογραφική, όπως είχε επισημάνει


τόσο ο Freud όσο και ο Jung. Σύμφωνα με το Freud: «το ονειρικό περιεχόμενο
διατίθεται τρόπον τινά σε ιερογλυφική εκδοχή, τα σημεία της οποίας πρέπει να
μεταφερθούν ένα προς ένα στη γλώσσα των ονειρικών ιδεών». Πρόκειται για
«εικονόγριφους» (Freud, 1900, σ. 251-252). Ο Jung αναφέρει πως συχνά
δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε τις μεταφορές που εκφράζουν έμμεσα το νόημα
μιας κατάστασης. Όταν αυτό συμβαίνει δεν είναι ότι το όνειρο προσπαθεί σκόπιμα να
αποκρύψει κάτι, αλλά ότι εμείς έχουμε δυσκολία να καταλάβουμε τη συναισθηματικά
φορτισμένη εικονογραφική γλώσσα των ονείρων (Jung, 1964).

Όταν ονειρευόμαστε δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον λόγο όπως


κάνουμε στην εγρήγορση. Χρησιμοποιούμε συχνά μια ομόηχη λέξη (Kilroe, 2000b)
που μπορεί πιο εύκολα να αποτυπωθεί εικονογραφικά, ή μια μετωνυμία, δηλαδή μια
άλλη λέξη με την οποία υπάρχει σημασιολογική σχέση (π.χ. στέγη αντί για σπίτι).
Επίσης, στο ξύπνιο η χρήση μεταφορών και άλλων σχημάτων λόγου (π.χ. «μου
κόπηκαν τα πόδια») χρησιμοποιείται συνειδητά με στόχο να υποκαταστήσουμε μια
ευθεία δήλωση, ενώ στον ύπνο φαίνεται να χάνουμε τη δυνατότητα διαφοροποίησης
μεταξύ μεταφοράς και κυριολεξίας (Lakoff, 1993).

8
Άλλοτε πάλι, μια λέξη που δεν μπορεί εύκολα να ‘εικονογραφηθεί’ (να γίνει
«παραστάσιμη») μπορεί να εμφανιστεί ως τυπωμένη σε ένα βιβλίο. Τα
χαρακτηριστικά προσώπων που μας δημιουργούν παρόμοια συναισθήματα ή που μας
θυμίζουν κοινές καταστάσεις μπορεί να μπλέκονται έτσι που ένα πρόσωπο να
συμπυκνώνει2 πολλά στοιχεία από δύο ή περισσότερους ανθρώπους. Άλλοτε το τι
λείπει ή τι διαφοροποιεί ένα πρόσωπο από ένα άλλο οικείο έχει τη σημασία του,
καθώς εκεί χρειάζεται να εστιάσει κανείς το ενδιαφέρον του. Τέλος, στην
εικονογραφική και μεταφορική γλώσσα των ονείρων, λείπουν οι σύνδεσμοι που θα
έκαναν μια πρόταση δηλωτική ενός αίτιου κι αποτελέσματος (Jung, 1964) (όταν
συμβαίνει αυτό ..... τότε, αυτό συνέβη επειδή ....) ή μιας υπόθεσης (αν συνέβαινε κάτι
τέτοιο τότε....).
Δεν μπορεί όμως πάντα ο τρόπος μετάφρασης βάσει κοινών κωδίκων να
αντικαταστήσει την καταγραφή του προσωπικού νοήματος που έχει για το
θεραπευόμενο ένα ονειρικό αντικείμενο ή μια εικόνα. Αυτό το προσωπικό νόημα
προέρχεται από τις προσωπικές του εμπειρίες και κατασκευάζεται μέσω προσωπικών
συνειρμών. Ο τρόπος που αυτοί δημιουργούνται δεν είναι καθόλου σαφής. Το μόνο
σίγουρο είναι ότι η συνειρμική ικανότητα, σε συνδυασμό με την εικονογραφική
γλώσσα των ονείρων, δημιουργεί ιδιαίτερα ευφάνταστες ιστορίες.

Η γνώση των σημαντικών ερεθισμάτων, του τι έχει προηγηθεί, είναι πάντως


καθοριστική για τη μετάφραση. Τα ερεθίσματα της εγρήγορσης δεν αποτελούν
απλώς την αφορμή για ένα όνειρο αλλά και την ουσία του. Όταν θυμόμαστε έντονα
ένα όνειρο και μένουμε με την αίσθηση πως ήταν σημαντικό, σημαίνει πως και τα
ερεθίσματα της εγρήγορσης ήταν πολύ σημαντικά, με την έννοια ότι άφησαν μεγάλο
χνάρι στο συναισθηματικό μας κόσμο. Το πόσο σημαντικά ήταν τα ερεθίσματα αυτά
δεν αξιολογείται σε επίπεδο υψηλής συνειδητότητας, όπως φάνηκε στα πειράματα
των Deslauriers & Cordts (1995), όπου οι συμμετέχοντες ιεράρχησαν τα θέματα της
καθημερινότητας που τους απασχολούσαν. Κατόπιν κατέγραψαν τα όνειρα της
ακόλουθης εβδομάδας, όπου φάνηκε πως τα ονειρικά θέματα βρίσκονταν στις
χαμηλότερες θέσεις στην ιεραρχία των καθημερινών θεμάτων που είχαν σημειώσει.

2
Εκτός από τη συμπύκνωση, και τη μέριμνα για παραστασιμότητα (όπως συμβαίνει με τις ‘τυπωμένες’
λέξεις) ο Freud αναφέρει έναν ακόμα βασικό ονειρικό μηχανισμό: τη μετάθεση (Freud, 1900). Η
μετάθεση είναι ένας μηχανισμός κατά τον οποίο το νόημα ενός πράγματος μεταφέρεται σε ένα άλλο
που αντιπροσωπεύει, συμβολοποιεί, αντικαθιστά το πρώτο. Κατά την άποψη του Freud, η χρήση των
σχημάτων λόγου (συνεκδοχές, μεταφορές, μετωνυμίες κλπ) είναι αποτέλεσμα μετάθεσης βάσει
συνειρμών, η οποία λαμβάνει χώρα κατά την ονειρική διαδικασία.

9
Ακριβώς επειδή η σημασία τους είχε αγνοηθεί στον ξύπνιο, η επεξεργασία τους έχει
μείνει σε επίπεδο χαμηλής συνειδητότητας. Στον ύπνο, όπου η συνειδητότητα είναι εξ
ορισμού χαμηλή (αν και όχι ανύπαρκτη), τα ερεθίσματα αυτά αποτελούν το επίκεντρο
του ενδιαφέροντας μας.

‘Ετσι λοιπόν, όταν προσπαθούμε να μεταφράσουμε ένα όνειρο καλούμαστε


να κάνουμε τη διαδικασία αντίστροφα. Ξεκινώντας από το όνειρο, προσπαθούμε να
εντοπίσουμε τα ερεθίσματα της εγρήγορσης, που φαίνεται να ήταν σημαντικά αλλά
παραμελημένα, και να τα επεξεργαστούμε σε συνειδητό επίπεδο. Όταν κάποιος
συμμετέχει σε ψυχοθεραπευτική διαδικασία, τα ερεθίσματα για την εμφάνιση των
ονείρων, τα οποία θα επιλέξει να αφηγηθεί, μπορούν συνήθως να εντοπιστούν στις
παρεμβάσεις του θεραπευτή ή της θεραπευτικής ομάδας (βλ. και Yalom, 2001).

Καθώς η νοηματοδότηση μιας συγκεκριμένης εμπειρίας εξελίσσεται, η


εικονογραφική γλώσσα του ονείρου γίνεται περισσότερο ρεαλιστική.3 Η εξέλιξη της
ονειρικής αφήγησης δείχνει ότι η νοηματοδότηση μιας εμπειρίας προχωρά. Η εξέλιξη
μπορεί να είναι φανερή τόσο στα όνειρα της ίδιας βραδιάς, όσο και σε διάστημα
χρόνου.4 Οι προσωπικοί κώδικες, συνυφασμένοι με προσωπικές εμπειρίες, οδηγούν
σε ομοιότητες μεταξύ των ονείρων του ίδιου ατόμου, που δεν αφορούν μόνο τη
βασική ιστορία ή το μοτίβο της πλοκής αλλά και την προτίμηση του σε
συγκεκριμένες μεταφορές (ή άλλα σχήματα λόγου). Παραπέμπουν έτσι και σε όνειρα
που αποτελούν εξέλιξη προηγούμενων. Ένας άγριος ωκεανός μπορεί σε άλλο όνειρο
να μετατραπεί σε πισίνα, παρόλο που η ιστορία φαίνεται εντελώς διαφορετική. Το
στοιχείο του νερού μπορεί να εμφανίζεται σε πολλά όνειρα του ίδιου ονειρευόμενου.

Άλλες φορές η ονειρική αφήγηση μοιάζει να έχει κολλήσει. Ένα ακραίο


παράδειγμα είναι τα όνειρα των ανθρώπων με μετατραυματικό σύνδρομο. Οι
άνθρωποι αυτοί έχουν υποστεί μια έντονα τραυματική εμπειρία (από φυσική
καταστροφή, πόλεμο, βιασμό κλπ) και συχνά βλέπουν να επαναλαμβάνεται στον
ύπνο τους η τραυματική σκηνή όπως ακριβώς την έζησαν στην πραγματικότητα. Στις
3
Ο Freud θα διαφωνούσε με αυτή την οπτική. Κατά την άποψή του, λαμβάνει χώρα μια δευτερογενής
διαδικασία, «το αποτέλεσμα της [οποίας] είναι ότι το όνειρο παύει να δίνει την εντύπωση του
παράλογου και του ασυνάρτητου και πλησιάζει το πρότυπο ενός κατανοητού βιώματος. [...] Αυτά τα
όνειρα [...] φαίνεται πως έχουν νόημα, αλλά αυτό το νόημα απέχει από την πραγματική σημασία του
ονείρου περισσότερο από οτιδήποτε». (Freud, 1900, σ. 428).
4
Αλλά και όνειρα τα οποία θυμόμαστε μαζί φαίνεται να δηλώνουν αυτή την επεξεργασία του ίδιου
θέματος καθώς η νοηματοδότηση εξελίσσεται. O Jung έχει επεξεργαστεί αυτή την ιδέα με χρήσιμες
παρατηρήσεις (βλ.Whitmont & Perera,1990).

10
περιπτώσεις αυτές, το αντικείμενο του φόβου είναι δεδομένο και ο ονειρευόμενος δεν
το διερευνά. Δυσκολεύεται όμως, όπως και στο ξύπνιο του, να νοηματοδοτήσει την
εμπειρία του. Στα επαναλαμβανόμενα όνειρα που μπορεί να κάνουν την εμφάνισή
τους κατά τακτά ή αραιά διαστήματα για χρόνια, υπάρχει συνήθως κάποια μικρή
διαφοροποίηση ή εξέλιξη, αλλά η βασική ιστορία παραμένει η ίδια. Εκεί, η
μετάφραση του ονείρου μπορεί να προσφέρει ουσιαστική βοήθεια, καθώς η
συνειδητή νοηματοδότησή του βοηθά την ονειρική αφήγηση να εξελιχθεί και λύνει
συναισθηματικούς κόμπους.

Όνειρα στην ψυχοθεραπευτική πορεία


Αρχικά όνειρα
Η διαδικασία της αφήγησης πλευρών της ζωής σε έναν άγνωστο, όπως είναι
αρχικά ο θεραπευτής, εμπεριέχει φόβους αλλά και προσδοκίες. Το συναίσθημα που
ακολουθεί το οποιοδήποτε αρχικό όνειρο στη θεραπεία αποτυπώνει αυτά τα
συναισθήματα.
Ας δούμε μερικά χαρακτηριστικά όνειρα:
(ι) Μια θεραπευόμενη φτάνει στην αίθουσα της θεραπευτικής της ομάδας και
μπαίνοντας βλέπει πως οι άλλοι είναι ήδη εκεί. Στην γωνία της αίθουσας η
θεραπεύτρια έχει πιάσει χαμηλόφωνα την κουβέντα με τον πρώην άντρα της που δε
θα έπρεπε να βρίσκεται εκεί’. (ιι) Ένας άλλος θεραπευόμενος αφηγείται πως είναι
βράδυ και το τοπίο πολύ θολό. Το σπίτι του βρίσκεται σε μια πλαγιά μαζί με άλλες
μονοκατοικίες. Βλέπει το θεραπευτή του σαν σκιά να κατηφορίζει την πλαγιά «σαν
κλέφτης». Σκέφτεται ότι κρυφοκοίταζε στο σπίτι κάποιου γείτονα. (ιιι) Μια άλλη
θεραπευόμενη βρίσκεται έξω στο κρύο και χώνεται για να ζεσταθεί σε ένα
θερμοκήπιο. Νιώθει καλά αλλά βλέπει πως τα πόδια της έχουν κολλήσει στη λάσπη.
Τα όνειρα αυτά αποκαλύπτουν πολύ χαρακτηριστικούς φόβους των θεραπευόμενων
στην αρχή της θεραπευτικής διαδικασίας: (ι) Το φόβο ότι η θεραπεύτρια δε θα είναι
με το μέρος της θεραπευόμενης, και ότι ίσως δεν μπορέσει να την εμπιστευτεί.
Εκφράζεται ακόμα ο φόβος για την ένταξή σε μια ομάδα ως νέο μέλος. (ιι) Το φόβο
ότι ο θεραπευτής θα δει πράγματα της προσωπικής ζωής του θεραπευόμενου χωρίς τη
θέληση του, ότι θα τον παραβιάσει. (ιιι) Το φόβο ότι οι αλλαγές δε θα μπορέσουν να
μεταφερθούν στην πραγματική ζωή και ότι θα υπάρξει εξάρτηση από το θεραπευτή
που δε θα μπορέσει να λυθεί.

11
Άλλοι φόβοι που εκφράζονται στα όνειρα συμπεριλαμβάνουν: το φόβο της
δέσμευσης και της έκθεσης, το φόβο πως η απόφαση για την όποια αλλαγή δεν είναι
του θεραπευόμενου ή ότι η θεραπεύτρια θα έχει στο εξής τον έλεγχο της ζωής του, το
φόβο πως τίποτα δε θα αλλάξει ή πως δε θα υπάρξουν περισσότερες αλλαγές, αλλά
και το φόβο πως η αποκάλυψη ή επεξεργασία κάποιων τραυματικών εμπειριών
μπορεί να βλάψει παρά να ωφελήσει (βλ. Ανδρουτσοπούλου, 2005).
Η αφήγηση του ονείρου δίνει επομένως μια μοναδική ευκαιρία να
εκφραστούν και να συνειδητοποιηθούν συναισθήματα αλλά και να συζητηθούν και
να διευκρινιστούν παρανοήσεις. Επίσης βοηθά να καθοριστεί ένας θεραπευτικός
ρυθμός που θα δημιουργεί μεγαλύτερη ασφάλεια στο θεραπευόμενο.

Στάδια της ψυχοθεραπείας και όνειρα


Η αφήγησή και η μετάφραση των ονείρων μπορεί να είναι πολύ προωθητική
για τη θεραπευτική διαδικασία τόσο τη βραχύχρονη όσο και τη μακρόχρονη.
Η ψυχοθεραπεύτρια Flowers (1993) θεωρεί ότι στη βραχύχρονη θεραπεία τα
όνειρα βοηθούν στην επίλυση άμεσων δυσκολιών και στην αποκατάσταση της
συναισθηματικής ισορροπίας. Στη μακρόχρονη θεραπεία διαχωρίζει τα στάδια σε
πρώιμα, μεσαία, και τελικά. Στα πρώιμα, τα όνειρα βοηθούν τη διατύπωση του
αιτήματος. Στα μεσαία, δίνουν την ευκαιρία να συζητηθούν περαιτέρω θέματα που
έχουν ήδη αγγιχτεί, ή άλλα που αποφεύγονται. Στα τελικά, βοηθούν την αξιολόγηση
της προόδου, την αναγνώριση εκκρεμοτήτων, την αποτύπωση της παρούσας
κατάστασης του θεραπευόμενου και την προετοιμασία του για τα θέματα που θα
κληθεί να διαχειριστεί στο μέλλον. H Flowers, όπως και άλλοι θεραπευτές, αξιοποιεί
τα όνειρα όχι μόνο σε ατομικές συνεδρίες, αλλά και σε συνεδρίες με ζευγάρια, καθώς
και στην ομαδική θεραπεία.
Στη δική μου ψυχοθεραπευτική δουλειά αξιοποιώ την περιγραφή των
θεραπευτικών σταδίων για τη μακρόχρονη θεραπεία που έχει κάνει η Κατάκη (1990)
και τα οποία έχουν αποτυπωθεί και ως στάδια σε μια εξελισσόμενη αφήγηση
(Androutsopoulou, 2005). Τα όνειρα που αφηγούνται οι θεραπευόμενοι είναι
χαρακτηριστικά της θεραπευτικής τους πορείας (Ανδρουτσοπούλου, 2005) και ένας
θεραπευτής μπορεί να βοηθηθεί στον προσδιορισμό του σταδίου που βρίσκεται ο
θεραπευόμενός του και από τα όνειρα που αφηγείται.
Στο πρώτο στάδιο (Α) και σε επίπεδο συνειδητό, οι θεραπευόμενοι ανάγουν
συνήθως τα προβλήματά τους είτε σε εξωτερικά αίτια είτε σε εσωτερικά. Σε νοητικό

12
επίπεδο, στόχος είναι να αποκτήσει ο θεραπευόμενος ένα σχεσιακό τρόπο σκέψης,
ενώ σε συναισθηματικό επίπεδο, να μπορεί να ονοματίζει τα συναισθήματά του που
μπορεί να είναι καλυμμένα ή παγωμένα. Ένας θεραπευόμενος με φοβία για την
οδήγηση και παγωμένο συναίσθημα σχετικά με τον πρόωρο θάνατο του πατερά του
είδε ένα όνειρο πως βρισκόταν σε αποστολή μαζί με άλλους άντρες στην Αλάσκα.
Ένας καρχαρίας ακουμπούσε το πόδι του και εκείνος περίμενε σιωπηλά να
απομακρυνθεί, χωρίς να ζητήσει βοήθεια από κανέναν και χωρίς να αφήσει να φανεί
η δυσκολία του. Ο κίνδυνος εντοπίζεται «εκεί έξω» στο παγωμένο τοπίο. Οι εικόνες
που τα όνειρα παρέχουν μπορεί να ιδωθούν ως προσωπικοί αλλά και οικογενειακοί
κώδικες για συμπεριφορές, αντιλήψεις και συναισθήματα του θεραπευόμενου.
Στο πρώτο μισό του δεύτερου σταδίου (Β1) το ενδιαφέρον των
θεραπευόμενων αρχίζει να στρέφεται στην εσωτερική τους κατάσταση, και όχι στη
συμπεριφορά τη δική τους ή των άλλων. Τα συναισθήματα είναι συνήθως δυσάρεστα,
καθώς νιώθουν μπερδεμένοι και ακινητοποιημένοι σαν να αιωρούνται σε ένα
«εσωτερικό κενό», έχουν δε μεγάλη αμφιθυμία σχετικά με τη θεραπευτική
διαδικασία. Στόχος του θεραπευτή είναι να τους βοηθήσει να αντέξουν τα δυσάρεστα
συναισθήματα τα οποία χαρακτηρίζουν τα όνειρα της φάσης αυτής. Ορισμένες φορές
τα όνειρα αποτελούν και τη μόνη διέξοδο έκφρασης δυσάρεστων συναισθημάτων και
μια καλή αφορμή για παροχή θεραπευτικής υποστήριξης. Πολλές φορές οι
θεραπευόμενοι βλέπουν όνειρα όπου βρίσκονται σε ακυβέρνητο καράβι στη μέση
ενός ωκεανού ή στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ ενός ερειπωμένου και ενός νέου
σπιτιού. Από τα πιο πρωτότυπα ήταν το όνειρο μιας θεραπευόμενής που είδε πως
ήταν εγκλωβισμένη στο σύστημα εξαερισμού του ψυχοθεραπευτικού κέντρου!
Στο δεύτερο μισό του δεύτερου σταδίου (Β2) είναι έντονη αρχικά η αίσθηση
του θεραπευόμενου πως «δεν ξέρει ποιος είναι», πως έχει χάσει την αίσθηση της
σταθερής του ταυτότητας. Μια θεραπευόμενη είδε πως συναντούσε κάποιους νέους
συναδέλφους σε ένα συνέδριο, αλλά είχε σαστίσει, δεν μπορούσε να γράψει τα
στοιχεία της και το χαρτί παρέμενε λευκό. Ορισμένα όνειρα αποτυπώνουν πολύ
καθαρά τη δυσκολία ή τις αντιστάσεις και δίνουν αφορμή για συζήτηση. Μια
θεραπευόμενη είδε στον ύπνο της ότι είχε πάει για ανόρθωση προσώπου και ο
πλαστικός χειρούργος προσπαθούσε να την πείσει για μια πιο ριζική επέμβαση. Στο
τέλος αυτού του σταδίου (Β2), που αποτελεί ένα «εσωτερικό ταξίδι», οι
θεραπευόμενοι καταφέρνουν να αμφισβητήσουν προσωπικούς και οικογενειακούς
μύθους και να αντιμετωπίσουν τη ζωή τους από μια πιο διαφοροποιημένη και

13
απελευθερωτική οπτική. Ένας θεραπευόμενος είδε ότι στο κεφάλι του βρίσκονταν
ριζωμένες αμπούλες όμοιες με εκείνες που υπήρχαν στο κεφάλι της νονάς του. Με
πολύ φόβο ότι θα πονέσει κατάφερε να τις ξεριζώσει και να αισθανθεί ένα απέραντο
αίσθημα ελευθερίας.
Στο τελευταίο στάδιο (Γ) ο θεραπευόμενος βρίσκεται και πάλι εστιασμένος
στη σχέση με το περιβάλλον του και βάζει συγκεκριμένους στόχους για τη ζωή του.
Μπορεί να λειτουργεί ως θεραπευτής του εαυτού του. Ένας θεραπευόμενος είδε ότι
το γραφείο του θεραπευτή του βρισκόταν μέσα στο σπίτι του και μπορούσε να
ανοίγει την πόρτα του και να τον συμβουλεύεται όποτε είχε ανάγκη. Μια
θεραπευόμενη είδε ότι θεραπευτής, της με την ιδιότητα του μικροβιολόγου, την
οδήγησε σε ένα μπάνιο, όπου θα χρειαζόταν να κάνει μόνη της τις επόμενες
μικροβιολογικές αναλύσεις, εφοδιασμένη με τα απαραίτητα σύνεργα.
Τα όνειρα επισημαίνουν επίσης τα θέματα που θα δουλεύει ο θεραπευόμενος
και μετά την ολοκλήρωση του θεραπευτικού συμβολαίου. Μια θεραπευόμενη είδε
λίγο καιρό πριν αποχαιρετήσει τη θεραπευτική ομάδα της ότι απομακρυνόταν από μια
γιορτή όπου ήταν συγκεντρωμένα τα μέλη και όπου ένιωθε καλά. Βρισκόταν ξαφνικά
μόνη σε ένα πολυκατάστημα όπου μάταια έψαχνε έναν συγκεκριμένο όροφο. Ο
θεραπευτής και τα μέλη της ομάδας τής επισήμαναν ότι θα μπορούσε στο όνειρο να
είχε ζητήσει βοήθεια και οδηγίες από κάποιον, αντί να παλεύει μόνη της, ένα θέμα
που της ήταν πολύ οικείο.

Διερεύνηση σε επίπεδα.

Στην ψυχοθεραπευτική δουλειά με τα όνειρα αξιοποιώ την ιδέα της


διερεύνησης του ονείρου σε τρία επίπεδα όπως τα έχει ορίσει η Faraday (1972, 1974).
Στις αρχικές συνεδρίες, η διερεύνηση των ονείρων μένει συνήθως στο πρώτο επίπεδο
που η Faraday ονομάζει «κοιτώντας προς τα έξω». Το όνειρο αντιμετωπίζεται σαν
πηγή ερεθισμάτων, κυρίως αναφορικά με τη θεραπευτική διαδικασία και το
θεραπευτή, τα οποία δεν έχουν γίνει αντικείμενο επεξεργασίας σε επίπεδο πολύ
συνειδητό (όπως είναι οι φόβοι που εκφράζονται στα αρχικά όνειρα).

Μετά τις αρχικές συνεδρίες και καθ’ όλη τη διάρκεια του πρώτου σταδίου (Α)
της ψυχοθεραπείας, η διερεύνηση του ονείρου δεν μένει μόνο στο πρώτο επίπεδο,
αλλά σταδιακά εστιάζεται και στο δεύτερο επίπεδο, που η Faraday το ονομάζει
«κοιτώντας μέσα από τον καθρέφτη». Με αφορμή ένα όνειρο, συζητιέται ο τρόπος

14
που ο θεραπευόμενος βιώνει ή κατασκευάζει τον κόσμο και τις ανθρώπινες σχέσεις,
τόσο σε συνειδητό, όσο και σε λιγότερο συνειδητό επίπεδο. Η διερεύνηση στα
επίπεδα ένα και δύο μπορεί να γίνει και σε συνεδρίες με ζευγάρια ή περισσότερα
μέλη μιας οικογένειας. Η ανησυχία ή ο φόβος για τη θεραπευτική διαδικασία, που το
όνειρο ενός μέλους μιας οικογένειας καθρεφτίζει, μπορεί να εκφράζει σε μεγαλύτερο
ή μικρότερο βαθμό τα συναισθήματα όλης της οικογένειας (επίπεδο ένα). Ο δε
τρόπος που ένα ή περισσότερα μέλη μιας οικογένειας απεικονίζουν τις στενές σχέσεις
τους στα όνειρά τους, μπορεί να δώσει πολύτιμο υλικό για επεξεργασία στο επίπεδο
δύο. Μια παλιότερη έρευνα των Kaplan, Saayman & Faber (1981) έδειξε ότι
ερευνητές εξοικειωμένοι με τη συστημική προσέγγιση που δεν γνώριζαν όμως τα
μέλη μιας οικογένειας προσωπικά, μπορούσαν να αξιολογήσουν τα χαρακτηριστικά
της οικογένειας με ακρίβεια βάσει της σειράς των ονείρων τους και μόνο,
εξετάζοντάς τα φαινομενολογικά. Είναι προφανές ότι οι θεραπευτές, που γνωρίζουν
τα μέλη μιας οικογένειας και προσωπικά, μπορούν να αξιοποιήσουν τα όνειρα και
περαιτέρω για το σχεδιασμό παρεμβάσεων.

Στα επόμενα στάδια της ψυχοθεραπείας (B1, B2, Γ), η διερεύνηση του
ονείρου εστιάζεται κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, στο επίπεδο τρία, αυτό που η
Faraday το ονομάζει «κοιτώντας προς τα μέσα». Τα όνειρα στα στάδια αυτά
απεικονίζουν περισσότερο από ποτέ κρίσιμα διλήμματα, εσωτερικές συγκρούσεις,
ερωτήματα σε σχέση με την ταυτότητα, τους προσωπικούς και οικογενειακούς
μύθους, καθώς και υπαρξιακές ανησυχίες που σχετίζονται με την απόδοση νοήματος
στη ζωή μας. Αποτυπώνουν γενικότερα σκέψεις και συναισθήματα που δεν είναι
συνειδητά ή έστω όχι στο βαθμό που νομίζουμε.

Θεραπευτικές παρεμβάσεις

Στο ψυχοθεραπευτικό πλαίσιο αυτό που ενδιαφέρει δεν είναι η ολοκληρωμένη


μετάφραση, διερεύνηση και επεξεργασία ενός ονείρου, αλλά η χρήση της ονειρικής
αφήγησης για την αποτύπωση, διευκόλυνση και αξιολόγηση της θεραπευτικής
πορείας. Το ονειρικό υλικό, όπως οποιαδήποτε άλλη αφήγηση γραπτή ή προφορική,
χρησιμοποιείται για να υποστηρίξει μια θεραπευτική παρέμβαση που ήδη βρίσκεται
σε εξέλιξη και δεν επιβάλλει από μόνο του νέες θεραπευτικές παρεμβάσεις, αν και
μπορεί να δώσει ιδέες για παρεμβάσεις μελλοντικές. Κατά τη φράση του Yalom

15
(2001), ο θεραπευτής χρειάζεται να «λεηλατήσει» το όνειρο, για να πάρει εκείνα τα
στοιχεία μόνο που θα βοηθήσουν τη συγκεκριμένη στιγμή την εξέλιξη της θεραπείας.
Τα στοιχεία που έμειναν αναξιοποίητα θα τα κρατήσει στο νου του, για να τα
χρησιμοποιήσει αργότερα, προκειμένου οι συνδέσεις που κάνει στη διάρκεια της
θεραπείας ή οι οπτικές που προσφέρει να μη φαντάζουν αυθαίρετες, αλλά να δείχνουν
πως υποστηρίζονται από την ίδια την ονειρική αφήγηση. Αυτό είναι χρήσιμο
ιδιαίτερα σε στιγμές αντιστάσεων (βλ. Butler & Bird, 2000). ‘Αλλοτε θα αξιοποιήσει
τα ονειρικά στοιχεία ως ένδειξη για το πώς ο θεραπευόμενος προχωρά στη θεραπεία
του και πώς η πρόοδος απεικονίζεται στον ύπνο του ως εξέλιξη της ονειρικής
αφήγησης (π.χ. πού διαφέρει αυτό το όνειρο από προηγούμενα). Ορισμένες φορές τα
όνειρα αποκαλύπτουν εσωτερικές διεργασίες που ούτε ο θεραπευτής υποψιαζόταν.
Ενώ ο θεραπευόμενος φαινόταν να έχει κολλήσει, οι ονειρικές του αφηγήσεις
δηλώνουν πως κάτι κινείται. Άλλες φορές, όταν η πιο συνειδητή τάση του
θεραπευόμενου είναι να αγνοεί γεγονότα που τον βάζουν σε κίνδυνο, τα όνειρα
μπορεί να λειτουργούν αυτοπροστατευτικά, επισημαίνοντάς του να μην εφησυχάζει.
Είναι σημαντικό να τονισθεί η σημασία του να υπάρχει σχέση εμπιστοσύνης
με το θεραπευτή στην θεραπευτική αξιοποίηση των ονείρων. Σε μια έρευνα (Zack &
Hill, 1998) βρέθηκε πως οι συμμετέχοντες σε μια και μοναδική συνάντηση με στόχο
την ερμηνεία των ονείρων με άγνωστο θεραπευτή δε βοηθήθηκαν όσο αναμενόταν,
ειδικά όταν τα όνειρά τους ήταν πολύ δυσάρεστα. Η σημασία του προσώπου του
θεραπευτή είναι εμφανής στα όνειρα όπου υπάρχει παρουσία του (με την πραγματική
ή συμβολική του μορφή). Η επιλογή του θεραπευόμενου να αναφέρει το όνειρο αυτό
μεταφέρει ένα άμεσο ή έμμεσο μήνυμα σχετικά με το: (ι) πώς νιώθει για το
θεραπευτή και το ρόλο του, (ιι) πώς αντιλαμβάνεται και τι νιώθει για τη θεραπευτική
διαδικασία, (ιιι) πόσο έχει εμπιστευτεί τη διαδικασία, (ιν) τι αισθάνεται για τη δική
του ικανότητα να προχωρήσει, (ιν) πώς βιώνει το ρυθμό της θεραπείας. Τα μηνύματα
αυτά χρειάζεται να λαμβάνονται υπόψη, και, στο βαθμό που ο θεραπευτής κρίνει, να
οδηγούν στην τροποποίηση στοιχείων που αφορούν τη διαδικασία, αλλά και στη
συλλογή πρόσθετων πληροφοριών για το ιστορικό του θεραπευόμενου.

Ορισμένες φορές οι θεραπευόμενοι βλέπουν όνειρα για τη θεραπευτική


διαδικασία, όπου εμπλέκονται άλλα μέλη της θεραπευτικής τους ομάδας. Ένας
θεραπευόμενος είδε ότι ένα άγνωστο πρόσωπο καθόταν στην καρέκλα που συνήθιζε
να κάθεται εκείνος. Το όνειρο το είδε σε μια περίοδο που νέα μέλη είχαν προστεθεί

16
και πιθανόν να καθρέφτιζε την ανησυχία όλων των παλιότερων μελών της ομάδας για
το αν θα συνεχίσουν να έχουν αρκετό ‘χώρο’. Ανακινούσε όμως και συναισθήματα
του συγκεκριμένου θεραπευόμενου από πρώιμες εμπειρίες στην οικογένειά του, η
οποία είχε πολλά παιδιά και όπου εκείνος ένιωθε πως δεν εισέπραττε αρκετή έγνοια
και προσοχή.

Και βέβαια ο θεραπευτής αποτελεί αντικείμενο μεταβιβάσεων, όπου ανείπωτα


συναισθήματα που μοιάζει να τον αφορούν (θυμός, αγάπη κλπ) θα πρέπει να
εξετάζονται όχι μόνο σε σχέση με τον ίδιο, αλλά και σε σχέση με το πώς νιώθει ένας
θεραπευόμενος για τους σημαντικούς άλλους και ελάχιστα συνειδητοποιεί. Αυτή η
έννοια των μεταβιβάσεων γενικά στις κοινωνικές επαφές επιβεβαιώνεται στις μέρες
μας από πειραματικές μελέτες (βλ. Andersen & Miranda, 2000). Μια θεραπευόμενη
έβλεπε ότι η θεραπεύτριά της έβαφε τα νύχια της ενώ εκείνη αιμορραγούσε. Είχε
υποστεί κακοποίηση στην παιδική της ηλικία και ένιωθε πως δεν είχε προστατευτεί
από τη μητέρα της, όμως δεν εξέφραζε καθόλου θυμό σε εκείνη. Η διορθωτική
φιγούρα του θεραπευτή επίσης εμφανίζεται στα όνειρα Μια θεραπευόμενη που
ένιωθε ότι η μητέρα της δεν της είχε μάθει να χαίρεται τη ζωή της, είδε πως η
θεραπεύτρια την καλούσε να μπει σε μια αίθουσα χορού.

Τεχνικές στην αξιοποίηση των ονείρων

Η ονειρική ιστορία, όπως και κάθε ιστορία, εμπεριέχει τη δυνατότητα νέων,


χρήσιμων οπτικών καθώς και εναλλακτικών τρόπων αντιμετώπισης και δράσης. Στην
περίπτωση των δυσάρεστων ονείρων, που σχεδόν πάντα αποτυπώνουν κάποια μορφή
απώλειας μικρής ή μεγαλύτερης, η επιπρόσθετη αυτή επεξεργασία διευκολύνει τη
διαχείρισή της απώλειας. Η βοήθεια ψυχοθεραπευτή είναι αναγκαία ιδιαίτερα στην
περίπτωση που πολύ δυσάρεστα όνειρα και εφιάλτες εμφανίζονται τακτικά με την
ίδια ή με άλλη μορφή (Cushway & Sewell, 1992).
Η μετάφραση και διερεύνηση ενός ονείρου στο θεραπευτικό πλαίσιο μπορεί
να οδηγήσει αυθόρμητα ή μετά από συνειδητή απόφαση σε κάποια εναλλακτική
μορφή δράσης. Ας δούμε ορισμένες τεχνικές που μπορεί να διευκολύνουν την
ανάληψη δράσης, σύμφωνα με το μοντέλο της Hill (2004):
(ι) Αλλάζοντας το όνειρο. Ο ονειρευόμενος καλείται να δώσει ένα τέλος στο
όνειρό του σε περίπτωση που αυτό μένει σε εκκρεμότητα («λύση σε εκκρεμότητα») ή

17
ένα διαφορετικό τέλος αν το υπάρχον του δημιουργεί δυσάρεστα συναισθήματα
(«καταστροφή»). Στα επαναλαμβανόμενα όνειρα που εμπεριέχουν μια μικρή εξέλιξη
κάθε φορά, ο θεραπευόμενος επεξεργάζεται με πολύ αργούς ρυθμούς μια λύση κι ένα
πιο ικανοποιητικό τέλος. Θα μπορούσε να το είχε επεξεργαστεί γρηγορότερα στο
συνειδητό χρησιμοποιώντας τη φαντασία του και απαντώντας στα εξής ερωτήματα:
«Τι θα άλλαζες στο όνειρο; Τι θα ήθελες να είχε γίνει μετά; Ποιοι άλλοι άνθρωποι θα
ήθελες να είναι παρόντες για να σε βοηθήσουν;» Συχνά οι ονειρευόμενοι
δυσκολεύονται να δώσουν τέτοιες απαντήσεις, διότι η ιδέα πως το όνειρο είναι ένα
δικό τους δημιούργημα και μπορούν να επέμβουν σε αυτό με όποιον τρόπο επιθυμούν
τους φαίνεται ξένη. Όταν το επιτυγχάνουν, αυξάνουν τις πιθανότητες για συνειδητή
ανάληψη δράσης και στο ξύπνιο τους. Βοηθά η φράση «το όνειρο είναι δικό σου» και
η ερώτηση «γιατί είδες τώρα αυτό το όνειρο;».

Ορισμένες φορές, οι αλλαγές που προτείνουν με τη φαντασία τους


αποτυπώνουν το βαθμό ανημπόριας που νιώθουν στο να επιφέρουν οποιαδήποτε
ουσιαστική αλλαγή στη ζωή τους. Η Hill αναφέρει το παράδειγμα μιας γυναίκας που
ονειρεύτηκε ότι κάποιοι άγνωστοι κατέβαζαν από τη σκάλα το άψυχο κορμί της.
Όταν ρωτήθηκε στα πλαίσια της ψυχοθεραπείας της τι θα ήθελε να αλλάξει στο
όνειρο, απάντησε πως θα ήθελε να ξέρει ποιοι ήταν οι άντρες που κουβαλούσαν το
σώμα της. Δεν της πέρασε καν από το μυαλό να αλλάξει το γεγονός του θανάτου της!
Στα πλαίσια μιας ομαδικής ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας, τα μέλη μιας
ομάδας μπορούν να κάνουν προτάσεις για τον τρόπο αλλαγής του ονείρου ξεκινώντας
με τη φράση «αν το όνειρο αυτό ήταν δικό μου...» (Ullman, 1993). Η άσκηση αυτή
προσφέρει στον ονειρευόμενο ένα πλήθος εναλλακτικών οπτικών και πιθανοτήτων
δράσης, κάποιες από τις οποίες μπορεί να υιοθετήσει ως δικές του.
(ιι) Μεταφέροντας τις αλλαγές στην καθημερινότητά μας. Ορισμένες φορές ο
τρόπος της δράση που καλούμαστε να αναλάβουμε είναι αρκετά προφανής, ενώ
άλλοτε χρειάζεται μεγαλύτερη προσπάθεια, προκειμένου να συνδέσουμε κάποιες
νοητικές συνειδητοποιήσεις με το συναίσθημα και να τις μεταφέρουμε στο επίπεδο
της πράξης. «Πράξη» σημαίνει τρία κυρίως πράγματα: (ι) Αλλαγές στον τρόπο
συμπεριφοράς. (ιι) Συμβολικές πράξεις που «κλείνουν» συναισθηματικές εκκρεμότητες
χωρίς να παραβιάζουν συναισθήματα. (ιιι) Συνέχιση της διερεύνησης των ονείρων ως
μια πράξη δέσμευσης στην προοπτική μελλοντικών αλλαγών. Αυτό μπορεί να σημαίνει

18
τη συστηματική καταγραφή των ονείρων για την επόμενη περίοδο, ή τη διερεύνηση
ενός ονείρου και στο τρίτο επίπεδο («κοιτώντας προς τα μέσα»).
Ειδικά στη διερεύνηση του επιπέδου τρία βοηθά η τεχνική της γκεστάλτ, όπου
ο ονειρευόμενος κάνει ένα φανταστικό διάλογο με καθένα από τα στοιχεία του
ονείρου (κατά προτίμηση με τα έμψυχα). Στη θεραπευτική διαδικασία αυτό μπορεί να
πάρει τη μορφή του παιχνιδιού ρόλων, όπου ο ίδιος ο θεραπευόμενος παίζει και τους
δύο ρόλους στο διάλογο αλλάζοντας καρέκλα ανάλογα με το αν μιλά ο ίδιος ή το
στοιχείο του ονείρου.

(ιιι)Συνοψίζοντας τη δράση. Οι αλλαγές που κάνουν οι ονειρευόμενοι γίνονται


σταδιακά. Για το λόγο αυτόν, βοηθάει αν πού και πού ο ονειρευόμενος συνοψίζει
τους τρόπους με τους οποίους ένα όνειρο έγινε η αφορμή για να κάνει ορισμένες
αλλαγές και αν σκέφτεται άλλες επιπρόσθετες που θα μπορούσε να κάνει στο μέλλον.
Τέλος, δίνοντας έναν τίτλο στο όνειρο, μπορεί να θυμηθεί καλύτερα όχι μόνο το
περιεχόμενό του αλλά και τη σημασία του. Ο τίτλος δείχνει το σημείο εκείνο που
ήταν για τον ονειρευόμενο το πιο καθοριστικό.

Επίλογος
Στο άρθρο αυτό εξετάσαμε τρόπους που ένας συστημικός θεραπευτής μπορεί
να αξιοποιήσει την ιδέα ότι τα όνειρα αποτελούν αυτοβιογραφικές αφηγήσεις και ως
τέτοια αποτελούν συνέχεια στην προσπάθεια νοηματοδότησης των εμπειριών του
θεραπευόμενου που εκείνος επιχειρεί και κατά την εγρήγορση. Ο θεραπευτής μπορεί
να συμβάλει στη μετάφραση ενός ονείρου και στην προσπάθεια νοηματοδότησης
εξετάζοντας τη μορφή και την εικονογραφική γλώσσα της αφήγησης. Μπορεί να
συνδέσει τα όνειρα με τα στάδια της θεραπείας, και μπορεί να βοηθήσει το
θεραπευόμενο να εκφράσει ανείπωτα συναισθήματα και σκέψεις τόσο για τους
σημαντικούς ανθρώπους στη ζωή του όσο και για τον ίδιο το θεραπευτή. Μπορεί να
αξιοποιήσει τα μέλη μιας θεραπευτικής ομάδας ως βοηθούς μεταφραστές, αλλά και
να δουλέψει με τα όνειρα σε οικογενειακές συνεδρίες, επιλέγοντας κατά περίπτωση
ένα από τα προτεινόμενα επίπεδα διερεύνησης.

O Bateson (1972) αναφέρει ότι το όνειρο μοιάζει με ένα παλιό χειρόγραφο ή


ένα γράμμα, το οποίο έχει απολέσει την αρχή και το τέλος και το οποίο ένας
ιστορικός καλείται να μελετήσει για να βγάλει συμπεράσματα. Στη θεραπευτική
διαδικασία ο ιστορικός που το μελετά είναι ο θεραπευτής, και η μελέτη αυτή έχει

19
νόημα αν ο θεραπευόμενος κατορθώσει να αναγνωρίσει τον εαυτό του ως συγγραφέα,
να κάνει πιο συνειδητές τις ονειρικές του σκέψεις και να διερευνήσει τις
εναλλακτικές διεξόδους (λύσεις) που εμπεριέχονται στην ονειρική αφήγηση όπως και
σε οποιαδήποτε άλλη προσωπική αφήγηση.

20
Βιβλιογραφία

Andersen, S.M. & Miranda, R. (2000). Transference: How past relationships emerge
in the presence. The Psychologist, 13, 608-609.
Andrews, J., Clark, D.J, & Zinker, J.C. (1988). Accessing transgenerational themes
through dreamwork. Journal of Marital and Family Therapy, 14, 15-27.
Ανδρουτσοπούλου, Α. (2004). Συστημική και οικογενειακή θεραπεία: Κριτική
ανασκόπηση των μετανεωτερικών εξελίξεων. ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ: Το Περιοδικό της
Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας, 11,512-528.
Ανδρουτσοπούλου, Α. (2005). Η αθώα γλώσσα των ονείρων μας. Αθήνα: Ελληνικά
Γράμματα.
Androutsopoulou, Α. (2005). Themes in nested stories: A case in family-oriented
therapy. Journal of Systemic Therapies, 24, 43-59
Αριστοτέλης. Περί ποιητικής. Άπαντα, 33. Αθήνα: Χαντζόπουλος, 1995.
Bateson, G. (1972). Steps to an ecology of mind. London: Paladin.
Buchholz, M.B. (1990). Using dreams in family therapy. Journal of Family Therapy,
12, 387-396.
Butler, M.H. & Bird, M.H. (2000). Narrative and interactional process for preventing
harmful struggle in therapy: An integrative empirical model. Journal of Marital
and Family Therapy, 26, 123-142.
Cariola, L.A. (2008). A structural and functional analysis of dream narratives.
Dreaming, 18, 16-26.
Craig, E. & Walsh, S.J. (1993). Phenomenological challenges for the clinical use of
dreams (pp. 103-154). In G. Delaney (Ed.), New directions in dream
interpretation. Albany: State University of New York.
Cushway, D. & Sewell, R. (1992). Counselling with dreams and nightmares. London:
Sage.
Deslauriers, D. & Cordts, J. (1995). Dreams and current concerns: A narrative co-
constitutive approach. Dreaming, 5, 247-265.
Domhoff, G.W. (1999). Drawing theoretical implications from descriptive empirical
findings on dream content. Dreaming, 9, 201-210.
Domhoff, G.W. (2003). The scientific study of dreams. Washington, DC: American
Psychological Association.

21
Faraday, A. (1972). Dream power. New York: Berkley Books.
Faraday, A. (1974). The dream game. New York: Harper and Row.
Feixas, G., Cunillera, C. & Mateu, C. (1990). Dream analysis in a systemic therapy
case: A constructivist approach. Journal of Strategic and Systemic Therapies, 9,
55-65.
Flowers, L. (1993). The dream interview method in a private outpatient
psychotherapy practice (pp. 241-288). In G. Delaney (Ed.), New directions in
dream interpretation. Albany: State University of New York.
Freud, S. (1900). Η ερμηνεία των ονείρων. Αθήνα: Επίκουρος, 1993.
Hardy, B. (1968). Towards a poetics of fiction: An approach through narrative. Novel,
2, 5-14.
Hill, C.E. (2004), Dream work in therapy: Facilitating exploration, insight and
action. Washington, DC: American psychological Association.
Jouvet, Μ. (1992). Ο ύπνος και το όνειρο. Αθήνα: Κάτοπτρο, 1993.
Jung, C.G. (1964). Approaching the unconscious. In C.G. Jung (Ed.), Man and his
symbols. New York: Arkana, 1990.
Kaplan, J., Saayman, G.S. & Faber, P.A. (1981). An investigation of the use of the
nocturnal dream reports as diagnostic indices in the assessment of family
problem solving. Journal of Family Therapy, 3, 227-242.
Katakis, Ch. (1990). Stages of long-term psychotherapy: Progressive re-
conceptualizations as a self-organizing process. Psychotherapy: Theory,
Research and Practice, 26, 484-493.
Kilroe, P.A. (2000a). The dream as text, the dream as narrative. Dreaming,10, 125-
137.
Kilroe, P.A. (2000b). The dream pun: What is a play on words without words?
Dreaming, 10, 193-209.
Knudson, R.M., Adame, A.L. & Finocan, G.M. (2006). Significant dreams:
Repositioning the self-narrative. Dreaming, 16, 215-222.
Kosmova, M. & Wolman, R.N. (2006). Self-awareness in dreaming. Dreaming, 16,
196-214.
Kramer, M. (1991). Dream translation: A non associative method for understanding
the dream. Dreaming, 1, 147-159.
Kramer, M. (1993). Dream translation (pp. 155-194). In G. Delaney (ed), New
directions in dream interpretation. Albany: State University of NewYork.

22
Labov, W. & Waletsky, J. (1967). Narrative analysis: Oral versions of personal
experience. In J. Helm (Ed.), Essays on the verbal and visual arts (pp. 12-44).
Seattle: American Ethnological Society/University of Washington press.
Lakoff, G. (1993). How metaphor structures dreams: The theory of conceptual
metaphor applied to dream analysis. Dreaming, 3, 77-98.
MacIntyre, A. (1981). After virtue: A study in moral theory. Notre Dam, In:
University of Notre Dam Press.
Sanders, C.M. (1994). ‘We are the stuff that dreams are made on’: The use of dreams
in systemic therapy. Journal of Family Therapy, 16, 367-381.
States, B.O. (1994). Authorship in dreams and fictions. Dreaming, 4, 237-253.
Ullman, M. (1993). Dreams, the dreamer, and society (pp. 11-40). In G. Delaney (ed),
New directions in dream interpretation. Albany: State University of New York.
Whitmont, E.C. & Perera, S.B. (1990). Dreams: A portal to the source. London:
Routledge.
Yalom, I. (2001). The gift of therapy: Reflections on being a therapist. London:
Piatkus.
Zack, J.S. & Hill, C.E. (1998). Predicting outcome of dream interpretation sessions by
dream valence, dream arousal, attitudes toward dreams, and waking life stress.
Dreaming, 8, 169-185.

23
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ
LABORATORY FOR THE STUDY OF HUMAN RELATIONS
ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ/WORKING PAPERS

Κείμενο Εργασίας Συγγραφέας Τίτλος/Title

2000/01 Α. Ανδρουτσοπούλου Use of fiction as an aid to family


systems therapy: A narrative
rationale for practice.
Δημοσίευση Journal of Family Therapy

2001/02 Α. Ανδρουτσοπούλου Form analysis of clients’ narratives:


Κ. Θανοπούλου Coherence as a measure of “improvement”
Ε. Οικονόμου Δημοσίευση Journal of Family Therapy
Τ. Μπαφίτη

2002/03 Χ. Κατάκη Human groups as schools of life:


Individual, family, cultural and
therapeutic restorying

2002/04 Χ. Κατάκη Family oriented group therapy with


Individuals: An integrative model of
Systemic psychotherapy

2002/05 Χ. Κατάκη The narrative of greek systemic thought


and its applications: An integrative
approach to systemic psychotherapy

2002/06 Α. Ανδρουτσοπούλου Συστημική και Οικογενειακή Θεραπεία:


Κριτική ανασκόπηση των μετανεωτερικών
Εξελίξεων
Δημοσίευση ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

2002/07 Α. Ανδρουτσοπούλου «Αγαπητέ θεραπευόμενε…» Τρία γράμματα


και μια ιστορία υιοθεσίας
Βιβλίο «Με γόμα και καθρέφτη»

2002/08 Α. Ανδρουτσοπούλου «Ποιος μιλάει τώρα;» Η αναγνώριση των


εσωτερικών μας φωνών και η θεραπευτική
πρόσκληση σε διάλογο
Δημοσίευση ΜΕΤΑΛΟΓΟΣ

24
«Τέρατα και μεταμορφώσεις»: Η βαριά
2003/09 Κ. Θανοπούλου κληρονομιά ενός μυστικού σωματικού
συμπτώματος
Βιβλίο «Με γόμα και καθρέφτη»

2003/10 Ε. Νίνα “Για τη Ζωή και το θάνατο»: Θεραπευτής


και θεραπευόμενος αντιμέτωποι με τον
υπέρτατο φόβο
Βιβλίο «Με γόμα και καθρέφτη»

2003/11 Α. Ανδρουτσοπούλου Η διαφύλαξη της εγκυρότητας και της


αξιοπιστίας στα σύγχρονα μοντέλα
ποιοτικής έρευνας

2003/12 Γ. Κίσσας «Αποχωρισμοί»: Μια πορεία από το


Τ. Μπαφίτη αδιαφοροποίητο που καταθλίβει, στη
διαφοροποίηση και στην αυτονομία
Βιβλίο «Με γόμα και καθρέφτη»

Χ. Κατάκη Από τους ψυχαναγκασμούς ενός μέλους


2003/13 Π. Αντωνίου στην αλλαγή ολόκληρου του οικογενειακού
Δ. Πρωτογερέλη Σκηνικού: Εφαρμογή του Συνθετικού
Μοντέλου Θεραπείας
Βιβλίο «Με γόμα και καθρέφτη»

2003/14 T. Μπαφίτη «Φαντάσματα από το Παρελθόν»: Πώς οι


Γ. Κίσσας Ερινύες γίνονται Ευμενίδες
Βιβλίο «Με γόμα και καθρέφτη»

2004/15 Χ. Κατάκη Can systems thinking unite the field of


psychotherapy?

2004/16 Μ. Δουκάκου Στηρίζοντας ένα μέλος της οικογένειας με


κατάθλιψη: Παρεμβάσεις μιας συνεδρίας

2005/17 Ε. Μουλάκη Διακοπή της Θεραπείας: Επιλογή του


Θεραπευόμενου ή Αποτυχία του Θεραπευτή,
σε μια Περίπτωση Απεξάρτησης

2006/18 Γ. Μπογδάνης Εθνικά Αφηγήματα, Οικογενειακοί Μύθοι και


Κοινότητες στον Κυβερνοχώρο: Προς μια
διεπιστημονική προσέγγιση

2006/19 Γ. Μπογδάνης Γλώσσα και Αφήγηση από το Διαφωτισμό στο


Μεταμοντερνισμό: Μια γενεαλογία των
κοινωνικών κατασκευτών
Δημισίευση ΜΕΤΑΛΟΓΟΣ, τ. 10, 12/06

25
2007/20 Μ. Σταματάκη Εσωτερική Ασφάλεια: Το εισιτήριο για μια
δημιουργική πορεία

2007/21 Τ. Μπαφίτη Η συστημική θεώρηση για την υγεία και την


ασθένεια.
Δημοσίευση στο Φ. Αναγνωστόπουλος, Β.
Καραδήμας (επιμ.), Υγεία και Ασθένεια.
Ψυχολογικές Διεργασίες. Εκδόσεις Λιβάνη

2008/22 Α. Ανδρουτσοπούλου Ανάλυση αφήγησης ως εργαλείο αξιολόγησης


και σχεδιασμού παρεμβάσεων στη
συμβουλευτική και ψυχοθεραπεία

2008/23 Κ. Γονέου-Σερπιέρη Συνεδρίες με τον παππού: Παρουσίαση


μιας περίπτωσης
Αλλάζοντας το Αφηγηματικό Πεπρωμένο:
2008/24 Γ. Μπογδάνης Σύνθεση και Αξιοποίηση «Τεχνικών» στην
Εξέλιξη μιας Θεραπείας

2008/25 Α. Ανδρουτσοπούλου Το όνειρο ως αφήγηση: Αξιοποίηση στη


συστημική ψυχοθεραπεία

26
Το Εργαστήριο Διερεύνησης Ανθρώπινων Σχέσεων είναι επιστημονική αστική εταιρεία. Ιδρύθηκε το 1983. Με
συνεργασία εξειδικευμένων ψυχολόγων, ψυχιάτρων, κοινωνικών λειτουργών και ειδικών παιδαγωγών, προσφέρει τις
ακόλουθες υπηρεσίες στο χώρο της ψυχικής υγείας: Ψυχοθεραπεία, Συμβουλευτική και Επαγγελματικό
Προσανατολισμό, Εκπαίδευση, Σεμινάρια, Έρευνα, Εκδόσεις.

Η επιστημονική προσέγγιση που ακολουθεί το Εργαστήριο είναι η συστημική. Στο χώρο της ψυχικής υγείας, η συστημική
ψυχοθεραπεία συνέβαλε αποφασιστικά στην αναθεώρηση καθιερωμένων απόψεων για το πώς δημιουργείται, πώς
διατηρείται και πώς αντιμετωπίζεται η ψυχική διαταραχή. Επιπλέον, αξιοποιεί συνθετικά την ήδη συσσωρευμένη γνώση
και οδηγεί σε θέσεις και εφαρμογές που αυξάνουν την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων.

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ


Κονίτσης 33, 15125 Μαρούσι
Τηλ. 210-8063665, 6129290, Fax: 210-8062113
E-mail: lshr@otenet.gr
Site: www.ergastirio.eu

The Laboratory for the Study of Human Relations is a non-profit organization, founded in 1983. A growing number of
staff members and associates become involved in the expanding Laboratory activities: Clinical Services, Counseling and
Consultation, Education, Seminars, Research, Publications.
Following a systemic view of life and sciences, programs and services aim at developing original theoretical
conceptualizations, methodologies and applications which enhance growth and integration.

LABORATORY FOR THE STUDY OF HUMAN RELATIONS


33, Konitsis str., 15125 Maroussi - Greece
Tel. 210-8063665, 210-6129290, Fax: 210-8062113
E-mail: lshr@otenet.gr
Site: www.ergastirio.eu

27

Vous aimerez peut-être aussi