Vous êtes sur la page 1sur 41

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΗΝ Α’ ΚΟΡ.

ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΦΕΣΙΟΥΣ


ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Παρά την ιδιαίτερη σχέση του με την Εκκλησία, ο Νεοέλληνας θεωρεί την Εκκλησία ως ένα
Καθίδρυμα με συγκεκριμένη Ιεραρχία όπου τελούνται τα μυστήρια και επιτελείται κάποιο
κοινωνικό έργο. Συνήθως ισχυρίζεται ότι παρακολούθησε τη Λειτουργία και όχι ότι
συμμετείχε σ’ ένα event, το οποίο ήδη ετυμολογικά σημαίνει το έργο του λαού ή/και προς τον
λαό. Όταν αναφέρει ότι κοινώνησε εννοεί ότι ατομικά έλαβε τον καθαγιασμένο άρτο και οίνο,
αποχωρώντας κατόπιν «μόνος» από έναν χώρο που παρέχει απλώς «φάρμακα αθανασίας» ή
μάλλον εφόδια για τη μετά θάνατον ζωή. Γι’ αυτό άλλωστε και η Ε. είναι ο μόνος χώρος όπου
συνήθως δεν ρωτά πότε αρχίζει η ακολουθία αλλά πότε τελειώνει. Έτσι συνήθως μεταβαίνει
κάποιος στην Εκκλησία σήμερα λίγο πριν την Απόλυση απλώς για να μεταλάβει ατομικά τον
καθαγιασμένο άρτο και οίνο. Σπανίως κοινωνεί του ευαγγελικού λόγου (που μεταγγίζεται στο
πρώτο μέρος της Θείας Λειτουργίας μέσω (α) των ψαλμικών, προφητικών, αποστολικών και
ευαγγελικών ακροαμάτων και επιπλέον (β) του Κηρύγματος) αλλά και του άλλου ως αδελφού. Σε
εθνικό επίπεδο από τον 18ο αι. και εντεύθεν μπροστά από το ουσιαστικό Εκκλησία τοποθετείται
συνήθως ένας επιθετικός προσδιορισμός, ο οποίος και ουσιαστικά περιορίζει την Εκκλησία
αλλά και μεταφορικά λειτουργεί επιθετικά. Μετά την ανάδυση του εκκλησιολογικού Εθνο-
φυλετισμού τον 19ο αι. η ευχαριστιακή (ως προς τον τρόπο) και εδαφική (ως προς την οργάνωση)
«κατά τόπον» Εκκλησία (π.χ. της Κορίνθου, της Λυών), προσδιορίζεται πλέον από το έθνος ή το
κράτος (π.χ. «Σερβική Εκκλησία της Γαλλίας»). Το απτό αποτέλεσμα αυτής της διαίρεσης είναι
στις μητροπόλεις της υφηλίου να απαντά μια πλειάδα ορθοδόξων επισκόπων αντιστοίχων
εθνικών Εκκλησιών με αρνητικό αντίκτυπο στη μαρτυρία της Ορθοδοξίας. Στον ακαδημαϊκό
θεολογικό λόγο η διάκριση μεταξύ του Ιησού της Ιστορίας και του Χριστού του αποστολικού
κηρύγματος έχει προεκτάσεις και στην αντιμετώπιση της Εκκλησίας. Είναι διάσημη η φράση του
Ρωμαιοκαθολικού εκσυγχρονιστή Alfred Loisy: ο Ιησούς κήρυξε τη Βασιλεία και ήλθε η Εκκλησία.
Σε αυτή (τη φράση) μπορεί κάποιος να διακρίνει την ειρωνεία και ταυτόχρονα τη θλίψη: αντί της
έντονης προσδοκίας της βασιλείας του ιδίου του Θεού και του νέου μεταμορφωμένου από Αυτόν
κόσμου ήρθε κάτι διαφορετικό –και πόσο ποταπό-: η Εκκλησία!1

Στην παρούσα εργασία θα επιχειρήσουμε να αναψηλαφήσουμε το μέγεθος Εκκλησία


προσεγγίζοντας καταρχάς την Α’ Κορ. διότι είναι μια επιστολή εξαιρετικά επίκαιρη καθώς
πραγματεύεται την κατεξοχήν παθολογία της Εκκλησίας: τη διάσπαση σε ομάδες/γκέτο. Η
Πρόθεση της Επιστολής εστιάζεται στο 1, 10: Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, διὰ τοῦ ὀνόματος
τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα, ἦτε δὲ
κατηρτισμένοι2 ἐν τῷ αὐτῷ νοῒ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ. Κάποιοι Κορίνθιοι επικαλούμενοι την
πνευματική τους γνώση που πιθανότατα συνδυαζόταν με όνομα-κοινωνική επιφάνεια και
οικονομική ευμάρεια, αυτοχαρακτηρίζονται δυνατοί και τοποθετούν εαυτούς και αλλήλους
«υπεράνω» των πολλών άλλων, των μωρών και εξουθενημένων που υποτιμώνται ως ασθενείς. Ο
Π., ο οποίος μετά την τραυματική εμπειρία της Αθήνας, έφθασε στην αφνειό πόλη ἐν ἀσθενείᾳ
καὶ ἐν φόβῳ καὶ ἐν τρόμῳ πολλῷ (2, 3), περιφέροντας στο σώμα του τα στίγματα του Κυρίου
(Γαλ. 6, 17)3, όντας ἰδιώτης τῷ λόγωι (Β’Κορ. 6) και εκφέροντας ένα κήρυγμα που δεν είχε ως
αντικείμενό του έναν θείο άνδρα που διαθέτει σοφία, ρώμη, κύρος και ρητορία αλλά έναν
καταδικασμένο από το πολιτικό καθεστώς Εξευτελισμένο Εσταυρωμένο, δεν τους έπειθε τόσο
όσο ο Απολλώ. Αυτός με την αλεξανδρινή του παιδεία και τη ρητορική του περί της Σοφίας
(χωρίς να το θέλει μάλλον ο ίδιος4) μαγνήτισε τους «δυνατούς» νεόπλουτους Κορίνθιους που
στην πλειονότητά τους ήταν Έλληνες απελεύθεροι εθισμένοι στη δημιουργία κομμάτων/μερίδων.

1
Γιόσεφ Ράτζινγκερ, Ο Ιησούς από Ναζαρέτ, Αθήνα:Ψυχογιός 2008,. ΟΙ ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΚΑΤΑΡΤΙΣΘΕΙ.
2
< κατά+αρτίζω «προσαρμόζω, τακτοποιώ < άρτι (=κατάλληλος, ακριβής). Αρχικά ήταν ιατρικός όρος για την
ορθοπεδική αποκατάσταση.
3
Σύμφωνα με τον J.D.G. Dunn πιθανόν και η Γαλ. συγγράφηκε από την Κόρινθο. Βλ. Beginnings from Jerusalem,
Michigan: Eedermans 2009, 556-7.
4
Στο επίλογο της Α’Κορ. 16, 12 ο ίδιος ο Π. σημειώνει ότι ενώ τον προτρέπει να επισκεφθεί την Κόρινθο αυτός
αρνείται καθώς προφανώς δεν θέλει να επιτείνει το πρόβλημα: Περὶ δὲ Ἀπολλῶ τοῦ ἀδελφοῦ, πολλὰ παρεκάλεσα
αὐτόν, ἵνα ἔλθῃ πρὸς ὑμᾶς μετὰ τῶν ἀδελφῶν· καὶ πάντως οὐκ ἦν θέλημα ἵνα νῦν ἔλθῃ· ἐλεύσεται δὲ ὅταν εὐκαιρήσῃ.
1
Το ενδιαφέρον τους εστιαζόταν στη σωτηρία της ψυχής και στην υποτίμηση του κορμιού (είτε
μέσω της παράδοσής του στην πορνεία είτε μέσω του αποχής από το γάμο και τον ασκητισμο),
αλλά στα λεγόμενα εκστασιακά φαινόμενα που τους χορηγούσαν πληρότητα, πλησμονή, βασιλεία
(4, 8).

Και στις μέρες μας δεν είναι άγνωστη η προσκόλληση σε χαρισματικά πρόσωπα-στάρετς που
ασκούν γοητεία με τον ωραίο λόγο, την εμφάνιση ή και τα έργα που κάνουν στην Ενορία τους.
Είναι άλλωστε σύνηθες να θεοποιείται ο θεραπευτής ή/και μύστης από τον θεραπευμένο/μυημένο
και ιδίως όταν η ίαση αφορά σε ψυχικά τραύματα. Μέχρι σήμερα επαναλαμβάνεται το πλατωνικό
μότο «πάω στην Εκκλησία να σώσω την ψυχή Μου» και εν’ ονόματι της χριστιανικής ελευθερίας
από τον (ιουδαϊκό) Νόμο ακούγεται το σύνθημα Πάντα μοι ἔξεστιν ή από την άλλη πλευρά
δαιμονοποιείται η σάρκα και ό,τι σχετίζεται με τη γυναίκα και την ανπαραγωγή.

Α. Ο ΟΡΟΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Σύμφωνα με το Λεξικό του Μπαμπινιώτη, ο όρος Εκκλησία παράγεται από το έκκλητος <
εκ+καλώ. Συνεπώς πρόκειται για κλήση που απευθύνεται σε άτομα προκειμένου να
εγκαταλείψουν τους τέσσερεις τοίχους της οικιακής θαλπωρής και «τον καναπέ» της ιδιωτίας
και να επικοινωνήσουν ως πρόσωπα για να αντιμετωπίσουν διά του λόγου θέματα που αφορούν
στη ζωή ή/και το θάνατο. Ειδικότερα η Εκκλησία του Δήμου της Αθήνας δήλωνε την κλήση των
ελευθέρων πολιτών (των ανδρών που βρίσκονταν σε νόμιμη ηλικία έχοντας εκπληρώσει τις
στρατιωτικές τους υποχρεώσεις) να συγκροτήσουν την πόλη, που διακρίνει την πραγματικά
ανθρώπινη Κοινωνία, την πόλη (που δημιουργεί πολιτισμό, κτίζοντας Παρθενώνα) από την αγέλη
των ζώων αλλά και τις μαζικές συναθροίσεις της τυραννίας. Σε αυτήν την ύψιστη εκδήλωση της
Δημοκρατίας αποκλείονταν, όμως, δημιουργικά μέλη της πόλης που συνιστούσαν και την
πλειονότητα των κατοίκων της: οι γυναίκες, οι μέτοικοι και οι δούλοι που δεν είχαν πολιτικά
δικαιώματα καθώς και όσοι είχαν διαπράξει αδικήματα (άτιμοι).5 Δεν γνωρίζω αν η Εκκλησία τού
Δήμου αποτυπώνει την αρμονία των σχέσεων και φανερώνει το αληθώς υπάρχειν, το αθάνατο6.
Είναι όμως βέβαιον ότι ο Έλληνας με την αγιότητα με την οποία περιβάλλει την πόλη (αφού και
το ιερατείο της είναι «δημόσιοι λειτουργοί») και την τιμή που αισθάνεται για το γεγονός ότι
είναι πολίτης, όντως φανερώνει ότι ό,τι είναι ατομικό είναι θάνατος ενώ ό,τι είναι κοινωνία είναι
ζωή7.

5
J. Roloff, EWNT I . M. Klinghardt, Hellenistisch-römische Staatsidee, Neues Testament und Antike Kultur Band 3, (ed. K.
Erlemann…) Neukirchener 2005 143-150. Στην ιστοσελίδα του Μείζονος Ελληνισμού (και ειδικότερα στην
Εγκυκλοπαίδεια) http://www.fhw.gr/chronos/05/gr/politics/322synedries.html σημειώνονται τα εξής: Κατά τον 5ο αιώνα
π.Χ. συνεδρίαζαν στην Πνύκα -ένα χαμηλό λόφο στα δυτικά της ακρόπολης- όπου υπήρχε και βωμός του Διός Αγοραίου,
ενώ κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. στο θέατρο του Διονύσου. Η "κυρία Εκκλησία" είχε καθορισμένα θέματα συζήτησης, όπως
την επιχειροτονία, την έγκριση, δηλαδή την ψηφοφορία για την κρίση της ορθής διοίκησης των αρχόντων, τον
επισιτισμό της πόλης, την άμυνα των συνόρων του κράτους, τις εισαγγελίες -δηλαδή τις καταγγελίες των πολιτών για
έσχατη προδοσία, από τις οποίες οι πιο γνωστές περιπτώσεις ήταν η παρώδηση των ελευσίνιων μυστηρίων και του
ακρωτηριασμού των Ερμών κατά τις παραμονές της σικελικής εκστρατείας (415 π.Χ.)- την οστρακοφορία και την
πολιτογράφηση ενός ατόμου. Η Εκκλησία του δήμου συνεδρίαζε συνολικά περίπου σαράντα φορές το χρόνο, σε
τέσσερις τακτικές συνεδριάσεις στη διάρκεια κάθε μήνα (το αττικό έτος ήταν χωρισμένο σε 10 μήνες). Εκτός από τις
τακτές γίνονταν και έκτακτες συνεδριάσεις: οι σύγκλητοι ή εκκλησίες φόβου και ταραχής, κάτω από την απειλή ή το
πλήγμα μιας κοινής συμφοράς. Στην Αρχαία Ελλάδα πολλές φορές ο όρος εκκλησία περιέγραφε την συνάθροιση του
συνόλου του στρατού για να γίνει κάποια ανακοίνωση ή σύσκεψη για να βγουν κάποιες αποφάσεις. Η εκκλησία, που
καθιερώθηκε από τον Σόλωνα το 594 π.Χ., συγκαλούνταν από τον επιστάτη που ήταν μέλος της βουλής προκειμένου να
αποφασίσει επί των προβουλευμάτων. Η ψηφοφορία γινόταν διά χειροτονίας, βοής ή ψηφοφορίας. Η πλειονότητα των
αποφάσεων που σώζονται αφορά σε επαίνους, στεφάνους και ή ανεγέρσεις μνημείων.
6
Πρβλ. Ομιλία του Χ. Γιανναρά με θέμα Εκκλησία του Δήμου-Εκκλησία των πιστών που παρατίθεται στο
http://www.antifono.gr.
7
http://www.ideografhmata.gr/forum/viewtopic.php?p=115356&sid=9c863ac3456cf0fce534f7ccf7ce30e8 : Εν
κατακλείδι ο Δήμος, εκ της ιδιοσυστάσεώς του, κατάφερε πολλάκις να οδηγήσει τας Αθήνας σε μειονεκτική θέση. Αι
καταστροφικαί αποφάσεις του ήταν εκείναι που στέρησαν τη νίκη στον Πελοποννησιακό Πόλεμο και επέφεραν την
πολιτικοστρατιωτική παρακμή μια ώρα αρχύτερα. Η υπερβολική εκμετάλλευσις, των ίδιων των όπλων που παρείχε το
πολίτευμα για την ασφάλειά του, όπως ο οστρακισμός και αργότερα οι δίκες από διάφορους τυχοδιώκτες, συκοφάντες,
δημαγωγούς, ωδήγησε στα πρόθυρα της εξάντλησης το ίδιο το σύστημα διακυβερνήσεως. Αυτό το εγνώριζε άριστα,
τόσο ο Πλάτων όσο και ο Ισοκράτης. Τόσο η “Πολιτεία” και οι “Νόμοι”, όσο και ο “Αρεοπαγιτκός” αποτελούν προτάσεις
για τον επαναπροσδιορισμό της Αθηναίων Πολιτείας. Ειδικά ο Ισοκράτης ανέλυσε καίρια την ψυχοπαθολογία της
Αθηναϊκής Δημοκρατίας και πρότεινε μέσα από τους Λόγους του την επιστροφή εις την “Πάτριον Πολιτείαν” ως τη
μοναδική διέξοδο από το οχλοκρατικό αδιέξοδο του 4ου π.Χ αιώνος.
2
Η ανωτέρω λειτουργία της Εκκλησίας παύει όταν καταλύεται η δημοκρατία. Το τραγικό είναι ότι
σ’ αυτό συνέβαλε η ίδια η Εκκλησία του Δήμου, η οποία έχοντας ως θεμέλιό της τον κοινό
άγραφο Νόμο της φύσης και τις ιδέες της αιδούς και της δίκης που γεννούν τη σωφροσύνη και
τη δικαιοσύνη, μετατράπηκε σε έρμαιο των δημαγωγών. Τον 1ο αι. μ.Χ. η Εκκλησία μεταβάλλεται
σε πεδίο επιβεβαίωσης των πολιτικών φρονημάτων και μάλιστα της πιστότητας προς τον
πλανητάρχη Καίσαρα και τη θεά Ρώμη. Στη σύναξη της ελληνιστικής κι ελληνορωμαϊκής
Εκκλησίας του Δήμου δεσπόζουσα θέση κατέχει ο ύμνος, ο αίνος, η απόδοση τιμής στο πρόσωπο
του μονάρχη αυτοκράτορα-Αυγούστου, ο οποίος συσχετίζεται με μια θεότητα (π.χ. ο Οκταβιανός
με τον Απόλλωνα) και λατρεύεται ως "θεός", "σωτήρας" και "ευεργέτης" αφού κομίζει την Ειρήνη
και την Ομόνοια (πρβλ. Δ’ Εκλογή Βιργιλίου). Ο Επιστάτης, που «ενσάρκωνε» την παρουσία του
Καίσαρα, ανεγίνωσκε στη Σύναξη τα λεγόμενα "βασιλικά προστάγματα", με τα οποία ο ηγεμόνας,
απειλώντας ή επαινώντας, παραινούσε στην πιστή εφαρμογή των εντολών του. Ο λαός, ο οποίος
δεν είχε πλέον δικαίωμα παρέμβασης, όπως συνέβαινε στις συνάξεις της κλασικής Εκκλησίας του
Δήμου, περιοριζόταν σε αναφωνήσεις επιδοκιμασίας και τιμής προς τον μονάρχη και τη Ρώμη,
που προσφέροντας στις μάζες εφήμερο άρτο και θέαμα απομυζούσε την «ουσία» και το είναι
τους8.

Χαρακτηριστική είναι η αλλαγή στην Αγορά των Αθηνών και την Πνύκα κατά τη ρωμαϊκή
περίοδο. Τον 1ο αι. μ. Χ. και μετά την οικοδόμηση της Αγοράς του Καίσαρα και του Αυγούστου (γνωστής
σήμερα ως ρωμαϊκής), όπου μεταφέρθηκε η εμπορική δραστηριότητα, η αρχαία Αγορά κυριολεκτικά
κατακλύστηκε από τους ευεργέτες (Έλληνες της ανατολής και κατόπιν Ρωμαίους) και τους ίδιους τους
Αθηναίους με βωμούς, αγάλματα, τιμητικούς ανδριάντες, ιερά και άλλα οικοδομήματα9. Στην ίδια πόλη
είχε διαδοθεί και η Καισαρολατρία10 καθώς στην ίδια την Ακρόπολη ανατολικά του Παρθενώνα (και στον
8
Πρβλ. την απεικόνιση της Ρώμης ως πόρνης στο Αποκ. 17-18 όπου γίνεται λόγος για εμπόριο ψυχών και σωμάτων.
9
Μετά την καταστροφή, κάκωση κατά τον Παυσανία (Αττικά 20), που προκάλεσε ο Σύλλας (L. Cornelius Sulla) το 86
π.Χ. κυρίως γύρω από την Αγορά, επειδή η πόλη τάχθηκε με το μέρος του βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη, διακρίνονται
τρεις φάσεις εξωραϊσμού της Αθήνας: η πρώτη είναι η περίοδος του Αυγούστου, του μονάρχη που συνειδητά επέλεξε
το παρελθόν ως οδηγό του για το μέλλον (30 π.Χ.-14 μ.Χ.), η δεύτερη είναι η περίοδος του Αδριανού (112-138 μ.Χ.),
κατά την οποία η Αθηνά άνθησε (Παυσανία, Αττικά 20.7) και η τρίτη αυτή των Αντωνίνων (140 μ.Χ. κε.). Οι Ρωμαίοι
ευεργέτες έτσι αντικαθιστούν τους αντίστοιχους (ευεργέτες) της Ανατολής, επιθυμώντας προφανώς με αυτόν τον
τρόπο προβληθούν ως κληρονόμοι και συνεχιστές του ελληνικού πολιτισμού, γεγονός που αποδεικνύεται και από την
κλασικίζουσα αρχιτεκτονική που υιοθετήθηκε Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ στην κλασική Αγορά από τη συνολική
επιφάνεια των 9.800 μ2., το 88% αντιστοιχούσε στην πολιτική λειτουργία, το 8% στη θρησκευτική και το 4% στην
αναψυχή και τα θρησκευτικά κτίρια ήταν συγκεντρωμένα στο δυτικό τμήμα, κατά τη ρωμαϊκή εποχή οι πολιτικές
δράσεις περιορίζονται στην τοπική αυτοδιοίκηση και τα ιερά αυξάνονται ραγδαία, κάτι που προκύπτει και από τα
ψηφίσματα. Πολλά ιερά και μνημεία (σε κατάσταση μάλλον εγκατάλειψης) μεταφέρθηκαν εκεί αυτούσια ή τμηματικά
από την ύπαιθρο (όπως της Αθηνάς από την Παλλήνη, της Αθηνάς Σουνιάδος από το Σούνιο, της στοάς της Δήμητρας
από το Θορικό, ο Ναός του Άρη από τις Αχαρνές που συνδέθηκε με τη λατρεία του Γάιου Καλλιγούλα, του βωμού του
Διός του Αγοραίου από την Πνύκα που επίσης συνδέθηκε με την αυτοκρατορική λατρεία). Αυτά τα ιερά που
συσσωρεύθηκαν στην Αγορά κτίσθηκαν με κλασικιστικό χαρακτήρα αλλά και ρωμαϊκά στοιχεία (πάνω σε υψηλή
κρηπίδα [podium]). Η ίδια η πλατεία της (Αγοράς) καλύφθηκε από το υπερβολικά ογκώδες Ωδείο του γαμπρού του
Αυγούστου Αγρίππα (M. Vipsanius Agrippa), ο οποίος επισκέφθηκε την Αθήνα το 15 μ.Χ. Αυτή η οικοδομή πάνω στην
Οδό των Παναθηναίων συμβολικά σήμανε και το τέλος της Δημοκρατίας. Βλ. σχετικά Gill, Acts 2, 442-443. Γενικότερα,
όπως αποδεικνύουν και τα νομίσματα της ρωμαϊκής περιόδου, στις κατασκευές υπήρχε εμμονή στο ένδοξο κλασικό
παρελθόν της Αθήνας. Βλ. Τσελέκας, Ταυτότητα και ιδεολογία στη ρωμαϊκή Αθήνα, 473 κε. Η Στεφανίδου-Τιβερίου,
Tradition and Romanization, επισημαίνει τα εξής: Η ρωμαϊκή χωρο-oργανωτική αντίληψη διαφαίνεται στη χωροθέτηση
των κτηρίων, που διακηρύσσουν με σαφήνεια τη δύναμη του δωρητή και νέου ευεργέτη της πόλης. Έτσι στον κλασικό
ναό λατρεύεται ο Άρης-Mars, ως θεός που εκπροσωπεί το ρωμαϊκό Imperium, κατά πάσα πιθανότητα όμως μαζί και με
την Αθηνά, τη μεγάλη θεά της πόλης. O Dally, Athen in frühen Kaiserzeit, πρόσφατα υποστήριξε ότι η Αγορά της
Αθήνας δεν φαίνεται να ανακαινίστηκε επί τη βάσει συγκκεριμένου αναπτυξιακού προγράμματος του Αυγούστου αλλά
μάλλον με πρωτοβουλία της τοπικής αριστοκρατίας.
10
Οι Αθηναίοι, κατανοώντας ότι η Ρώμη ήταν η αναμφισβήτητη παγκόσμια αρχή, επεδίωκαν να εξασφαλίσουν με κάθε
τρόπο την εύνοια των ισχυρών στήνοντας ανδριάντες. Είναι αξιοσημείωτο ότι σε όλες τις μάχες της ρωμαϊκής εποχής,
οι Αθηναίοι έλαβαν την πλευρά του ηττημένου (Μιθριδάτης εναντίον Ρώμης, Πομπήιος εναντίον Καίσαρα, Βρούτο και
Κάσσιο εναντίον Αντωνίου και Οκταβιανού, Αντώνιος εναντίον Οκταβιανού. Ίσως σε αυτό τους οδήγησε και το μίσος
που έτρεφαν ενάντια στη μοναρχία. Σημειωτέον ότι οι Έλληνες αναφέρονταν σε βασιλείς και όχι σε αυτοκράτορες,
princeps ή imperator, τη στιγμή που οι ίδιοι οι Ρωμαίοι απεχθάνονταν τον όρο rex. Σύμφωνα με τον Καργάκο, Ιστορία
των Αρχαίων Αθηνών, 387. 393 είναι γεγονός ότι ο αθηναϊκός δήμος δεν είχε πια το πνεύμα και το φρόνημα της
δημοκρατίας […]. Οι Αθηναίοι δεν ήταν πια οι Αθηναίοι της παλιάς εποχής. Εδώ και δύο αιώνες έχουν λειανθεί από την
τριβή μιας ήπιας υποταγής. Την παλιά υπερηφάνεια έχει αντικαταστήσει μια μετά χάριτος δουλοφροσύνη από την
οποία δεν λείπει η αττική κομψότητα. Κάτι φυσικά που αρέσει, που κολακεύει τη ματαιοδοξία των ισχυρών. Στον
Αντώνιο που ήταν ευαίσθητος στο θυμίαμα της κολακείας έστησαν αγάλματα στην Ακρόπολη, τον ανακήρυξαν νέο
Διόνυσο και έτσι σαν θεό τον ενύμφευσαν με την πολιάδα Αθηνά! Θεωρώ ότι το κίνητρο της έγερσης παρόμοιων
αγαλμάτων δεν ήταν μόνον η κολακεία, αλλά και η προσπάθεια των Αθηναίων να ελκύσουν χορηγούς-ευεργέτες.
3
ίδιο άξονα με αυτόν) κτίστηκε κυκλικός ιονικός Ναός διαμέτρου 8,60 μέτρα προς τιμήν της Ρώμης (dea
Roma) και του Οκταβιανού Αυγούστου (τοῦ θεοῦ σεβαστῶν οἴκου), ο οποίος γοητευμένος από το
περασμένο μεγαλείο της μετά το 19 μ.Χ. και τη διπλωματική νίκη του εναντίον των Πάρθων, την κόσμησε
με καινούργια κτήρια και ονομάστηκε άρχων11. Οι μετά τον Αύγουστο αυτοκράτορες, σύμφωνα με τον Σ.
Καργάκο12, θέλοντας να προσδώσουν στον εαυτό τους και στο κράτος τους μια πνευματική αίγλη
περιποιούνται ιδιαίτερα τους Αθηναίους και την Αθήνα που γίνεται το πολιτιστικό κέντρο της
αυτοκρατορίας. [...] Οι ίδιοι οι Αθηναίοι επωφελούνται από τα αγαθά της Pax Romana (= Ρωμαϊκής
Ειρήνης) και θα διαμορφώσουν ένα βίο θερμοκηπίου, που μπορεί να μην έχει ενστάσεις και εξάρσεις, έχει
όμως μια γλυκιά πνευματική χάρη, μια ηπιότητα και γαλήνη που θέλγει και τον κάτοικο και τον επισκέπτη.
Όπως είχα την ευκαιρία να αποδείξω στη Διατριβή μου ασχολούμενος αυτό το τυπικό της ελληνορωμαϊκής
Εκκλησίας είχε επηρεάσει και τη λειτουργία της Συναγωγής (όπου εκεί βέβαια ως Κύριος λατρευόταν ο
Γιαχβέ ενώ κεντρική θέση κατείχε η ακρόαση κατεξοχήν της Τορά αλλά και των Προφητών) αλλά και τη
λατρεία των πρώτων χριστιανικών Συνάξεων.

Βεβαίως η σύναξη της εκκλησίας κάθε πόλης είχε ακόμη και τον 1ο αι. τη δυνατότητα να
λαμβάνει αποφάσεις που αφορούσαν σε εσωτερικά της ζητήματα καθώς ο τοπικός πατριωτισμός
ήταν ιδιαίτερα οξύς, όπως κι ο ανταγωνισμός μεταξύ των πόλεων. Αναφορά σε μια τέτοια
σύναξη της εκκλησίας της Εφέσου διασώζεται από τον Λουκά στις Πράξεις (19, 32 κε.13).
Υποκινούμενοι οι Εφέσιοι από λίγους «συνδικαλιστές» που εκπροσωπούσαν τα συμφέροντα όσων
κατασκεύαζαν κι εμπορεύονταν ασημένια αγάλματα της πολιούχου Αρτέμιδος που προορίζονταν
για «φυλακτά» των προσκυνητών, συνάζονται στο χωρητικότητας 25.000 θεατών Θέατρο στην
Άνω Πόλη κραυγάζοντας την υμνητική διακήρυξη Μεγάλη η Άρτεμις των Εφεσίων. Ο Έλλην (στην
παιδεία) και ιατρός Λουκάς, ανακαλώντας τη Βαβέλ, χαρακτηρίζει τη σύναξη συγκεχυμένη καὶ
οἱ πλείους οὐκ ᾔδεισαν τίνος ἕνεκα συνεληλύθεισαν, αφού ἄλλοι μὲν οὖν ἄλλο τι ἔκραζον

11
Ο Gill, Acts 2, 442-445 αναφέρει τα εξής σχετικά με την Καισαρολατρία στην Αθήνα: Στην ίδια την Ακρόπολη
δέσποζαν τέσσερα αγάλματα: του Αυγούστου, του Τιβερίου, του Γερμανικού και του Δρούσου. Στην Αγορά
ανακαλύφθηκαν δεκατρείς μικροί βωμοί αφιερωμένοι στον Αύγουστο. Η περίφημη Στοά του Ελευθερίου Διός (που
ονομάστηκε έτσι ένεκα του θριάμβου των Αθηναίων στο Μαραθώνα) στέγαζε την αυτοκρατορική λατρεία, ενώ
ανατολικά του Μητρώου βρέθηκε βάση αγάλματος προς τιμήν της Ιουλίας Αυγούστας, η οποία συνδέθηκε με την
Άρτεμη Βουλαία. Ο ίδιος ο ναός του Άρη, που μεταφέρθηκε στην Αγορά, συνδέθηκε με τη λατρεία του Γάιου Καίσαρα
που σε επιγραφή ονομάζεται «νέος Άρης». Ο χάλκινος ιππέας μπροστά από τη Στοά του Αττάλου, που παρέπεμπε
αρχικά στον κτήτορά της Άτταλο τον Β’, αφιερώθηκε στον Τιβέριο. Ο Π. έφθασε στην Αθήνα την εποχή του Κλαυδίου, ο
οποίος ένεκα των ευεργεσιών του προς την Αθήνα περιγράφεται ως «σωτήρας και ευεργέτης». Μια επιγραφή μάλιστα
τον συνδέει με τον Πατρώο Απόλλωνα. Ο Gill μάλιστα καταγράφει ανάγλυφα την θέα αυτοκρατορικών σεβασμάτων που
θα είχε ο Π. αγορεύων στην Ποικίλη Στοά, η οποία με τις πολύχρωμες απεικονίσεις των θριάμβων των Αθηναίων
αποτελούσε τον πλέον προσφιλή τόπο συνάντησης εντός της Αγοράς. Προς τιμήν των αυτοκρατόρων διεξάγονταν
επίσης οι αγώνες Caesarea Augusta και τα Γερμανίκεια. Σχετικά με την Καισαρολατρία βλ. Geagan, Roman Athens I
382-3. 386-7. Το κέντρο της Καισαρολατρίας την εποχή που επισκέφθηκε ο Π. την Αθήνα ήταν πιθανότατα το λεγόμενο
Αγορανομείο, ένα από τα τρία κτήρια (μαζί με τις Βεσπασιανές και τον Πύργο των Ανέμων ή Ωρολόγιο του Κυρρήστου)
που συνορεύουν με τη ρωμαϊκή Αγορά. Σύμφωνα με την Άλκηστη Χωρέμη, Ρωμαϊκή Αθήνα
http://www.eie.gr/archaeologia/gr/chapter_more_5.aspx, το λεγόμενο Αγορανομείο χτίστηκε στα μέσα του 1ου αι. μ.Χ.
Σώζονται ένα πλατύ κλιμακοστάσιο, μέρος της πρόσοψής του με τρεις θύρες που έχουν τοξωτά υπέρθυρα από
μάρμαρο Υμηττού, καθώς και τμήματα του βόρειου και του νότιου τοίχου του που είναι χτισμένοι από μεγάλες
πωροπλίνθους. Δυστυχώς, μεγάλο τμήμα του ανατολικού μέρους του κτηρίου βρίσκεται κάτω από την οδό Μάρκου
Αυρηλίου και έτσι δεν μπορούμε να συμπληρώσουμε την κάτοψή του. Πάνω στο επιστύλιο της πρόσοψης υπήρχε
επιγραφή χαραγμένη σε πεντελικό μάρμαρο, που ανέφερε ότι το κτήριο αυτό, όπως και το δυτικό πρόπυλο, ήταν
αφιερωμένο στην Αθηνά Αρχηγέτιδα και τους Σεβαστούς θεούς. [...] Ο Αμερικανός αρχαιολόγος Michael Hoff προτείνει
την ταύτιση του κτηρίου με το Σεβαστείο με βάση την επιγραφή της πρόσοψης που αναφέρει «Σεβαστούς θεούς».
Πιστεύει δηλαδή ότι είναι ένα κτήριο, ίσως βασιλική, προορισμένο για την αυτοκρατορική λατρεία, δηλαδή τη λατρεία
των θεοποιημένων αυτοκρατόρων και μελών της οικογένειάς τους. Αυτοκρατορική λατρεία υπήρχε στην Αθήνα από
τους πρώιμους ήδη ρωμαϊκούς χρόνους, όπως μαρτυρούν οι επιγραφές στην Ακρόπολη και το Διονυσιακό θέατρο, που
αναφέρουν ιερείς «ΘΕΟΥ ΚΑΙΣΑΡΟΣ», «ΘΕΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΕΠ’ ΑΚΡΟΠΟΛΕΙ», ο ναός του Αυγούστου και της Ρώμης στην
Ακρόπολη, οι βωμοί προς τιμήν του Αυγούστου που βρέθηκαν στην περιοχή της Πλάκας, όχι μακριά από τη Ρωμαϊκή
Αγορά, και τέλος η επιγραφή σε βάθρο κοντά στην πύλη της Αρχηγέτιδος, που αναφέρει τη σύζυγο του Αυγούστου
Λιβία ως Αφροδίτη. Η επιγραφή της πρόσοψης του κτηρίου, που αναφέρει «Σεβαστούς θεούς» στον πληθυντικό, πρέπει
να χρονολογηθεί στην εποχή του Κλαυδίου, ο οποίος θεοποιήθηκε επισήμως μαζί με τη σύζυγό του γύρω στο 60 μ.Χ.
Στη χρονολόγηση του κτηρίου στο δεύτερο μισό του 1ου αι. μ.Χ. οδηγούν και τα μονόλιθο τοξωτά υπέρθυρα, που
μοιάζουν με ανάλογα της σκηνής του Διονυσιακού θεάτρου, εποχής Νέρωνα. Κατά τον Hoff, η πρόσοψη αυτή ίσως είναι
ύστερη φάση μιας προγενέστερης του κτηρίου, το οποίο, όπως φαίνεται, συνδεόταν ανέκαθεν άμεσα με την αυλή της
Ρωμαϊκής Αγοράς και αποτελούσε ένα σύνολο με αυτήν. Ωστόσο, για την τελική επιβεβαίωση της ταύτισης του
λεγομένου Αγορανομείου με το Σεβαστείο, θα πρέπει να ολοκληρωθεί η ανασκαφική έρευνα προς τα ανατολικά.
Σημειωτέον ότι ουδέποτε ο Παρθενώνας ή το Ηφαιστείον δεν αφιερώθηκαν στην αυτοκρατορική λατρεία, ενώ και το
μέγεθος του Ναού προς τιμήν του Αυγούστου και της Ρώμης είναι ελάχιστο σε σχέση προς αυτό του Παρθενώνα.
12
Ιστορία των Αρχαίων Αθηνών 387. 390.
13
Στις Πρ. 7, 38 μνημονεύεται και η εκκλησία της ερήμου. Πρβλ. Εβρ. 2, 11-12.
4
(19, 32). Κάτι αντίστοιχο συνέβη στους Φιλίππους (τη μικρή Ρώμη) και στη Θεσσαλονίκη με
υποκίνηση επίσης των εμπόρων του θρησκευτικού συναισθήματος αλλά και των Ιουδαίων. Η
αντίθεση που προκαλείται στον ακροατή των Πρ. προς τη λειτουργία της χριστιανικής Εκκλησίας
της Αντιόχειας και αυτής των Ιεροσολύμων στα κεφ. 10-15 είναι σαφής. Παρότι στην Αγία Πόλη
προκλήθηκε στάσις και ζήτησις οὐκ ὀλίγη τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Βαρναβᾷ από τους
Ιουδαιοχριστιανούς που επέβαλαν τα μωσαϊκά ήθη στους εξ Εθνών πιστούς (15, 2), μετά από
Σύνοδο και συνομιλία λαμβάνεται κοινή απόφαση: Τότε ἔδοξε τοῖς ἀποστόλοις καὶ τοῖς
πρεσβυτέροις σὺν ὅλῃ τῇ Ἐκκλησίᾳ (15, 22). Η χριστιανική Εκκλησία σύμφωνα με τις Πρ.
λειτουργεί ὁμοθυμαδόν γεγονός που προκαλείται κατεξοχήν από το κοινό Άγιο Πνεύμα που πνέει
στους έσχατους καιρούς σε άνδρες και γυναίκες, νεανίσκους και πρεσβυτέρους παραδίδοντας
μια καινούργια Τορά: ἔδοξεν γὰρ τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίῳ καὶ ἡμῖν (15, 28 πρβλ. το γεγονός της
Πεντηκοστής κεφ. 2. πρβλ. Ιωήλ 3, 1-5 Ο’).14 Χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός ότι η κάθε
τοπική Εκκλησία (ιδίως αυτή της Αντιόχειας που είναι χαρακτηριστικά χαρισματική,
πολυφυλετική και διαστρωματική: Ἦσαν δὲ ἐν Ἀντιοχείᾳ κατὰ τὴν οὖσαν ἐκκλησίαν προφῆται καὶ
διδάσκαλοι ὅ τε Βαρναβᾶς καὶ Συμεὼν ὁ καλούμενος Νίγερ [=νέγρος] καὶ Λούκιος ὁ Κυρηναῖος,
Μαναήν τε Ἡρῴδου τοῦ τετραάρχου σύντροφος καὶ Σαῦλος (13, 1) λειτουργεί φυγόκεντρα:
«χαριτώνει» τον Π. και τον σύντροφό του στην έξοδό του προς τα έθνη (15, 40).

Ο Γραμματεύς, ο άρχων που ήταν υπεύθυνος έναντι των ρωμαϊκών αρχών για την ευρυθμία της πόλης,
καταστέλλει (= ανακόπτει την ορμή, αποδυναμώνει την επιρροή και ηρεμεί) τον όχλο αρχίζοντας με ένα
ρητορικό ερώτημα που απευθύνει σε όλους τους Εφέσιους άνδρες και ουσιαστικά απαντά στην Πρόκληση
του Δημητρίου, αν και εστιάζει το ενδιαφέρον του όχι στο ξόανο ή το Ιερό αλλά στη φήμη της Εφέσου για
την οποία και αυτοί κατ’ ουσίαν ενδιαφέρονταν (ἡ Ἄρτεμις Ἐφεσίων!). Τους οδηγεί στο δέον (το οποίο
ταυτίζεται με το να είναι κατεσταλμένοι και να μην κάνουν τίποτε προπετές) αφού τους βεβαιώνει ότι
κανείς (εννοείται στην Οικουμένη) δεν αμφιβάλλει (όχι για την Αφροδίτη αλλά) ότι η πόλη τους (που δύο
φορές μνημονεύεται) είναι νεωκόρος (< κόρημα =σάρωμα) αφού θεραπεύει την μεγάλη Αρτέμιδα και το
Διοπετές, το αχειροποίητο είδωλο, εκ του Διός πεσόν15. Στο β’ μέρος του λόγου του χρησιμοποιώντας
νομικούς όρους απενοχοποιεί τους συνοδούς του Π. αφού δεν χρημάτισαν ούτε ιερόσυλοι (ούτε μόλυναν
ούτε υφάρπασαν κάτι από το ναό ούτε διέπραξαν ασέβεια) ούτε βλάσφημοι υβρίζοντας την θεόν.
Οτιδήποτε περαιτέρω (άπαξ λεγόμενο. πρβλ. Πλάτων, Φαίδων 107β) επιζητούν οι Εφέσιοι και δεν αφορά
σε δικαστική διευθέτηση, θα επιλυθεί στη νόμιμο - έννομη Εκκλησία που συνεδρίαζε μία φορά το μήνα και
άλλες δύο μηνιαίως (Χρυσόστομος, Ομ. 42.216). Προφανώς ο ακροατής συμπεραίνει ότι η Εκκλησία που
υποκινείται εναντίον του Π. είναι παράνομη. Σε αυτήν προΐστατο ο Γραμματεύς σε αντίθεση προς τους
αγοραίους που ανήκαν στην επιστασία του ανθύπατου.
Με τον όρο Εκκλησία μετέφρασαν οι Ο’ το εβραϊκό qahal (Δτ. 4, 1017. 9, 10. 31, 30), καθώς
υπάρχει συνήχηση μεταξύ των δύο λέξεων. Η σύναξη/συνάθροιση των Ιουδαίων κλήθηκε αρχικά
στη σκληρή έρημο (όπου υπάρχει πλήρη απεξάρτηση από τα υλικά αγαθά αλλά και ό,τι προσφέρει
η πόλις) με την πρωτοβουλία του Γιαχβέ (του Θεού των Πατέρων που έχει προηγουμένως
παράσχει ελευθερία και δωρεές) μετά την Έξοδο από την Αίγυπτο της δουλείας. Ο λαός (όπως
ονομάζεται πλέον το δωδεκάφυλο σε αντίθεση προς τα έθνη) συνιστά βασίλειον ιεράτευμα και
συγκροτεί εκκλησία κατεξοχήν την ημέρα του Σαββάτου (κλητή αγία Έξ. 12, 16. Λευ. 23, 3. Αρ.
29, 1) με σκοπό κατεξοχήν τη λατρεία του Θεού των Πατέρων και την ακρόαση και επικύρωση
της Διαθήκης18 που δεν συνιστά απλώς Νόμο του Γιαχβέ αλλά Χάρη, Οδό Ζωής (πρβλ. τον ύμνο
στα δικαιώματα του Κυρίου στον επονομαζόμενο Άμωμο Ψ. 118 Ο’). Χαρακτηριστική είναι η
υπόμνηση του Δευτερονομιστή: Πρόσεχε σεαυτῷ καὶ φύλαξον τὴν ψυχήν σου σφόδρα μὴ ἐπιλάθῃ
πάντας τοὺς λόγους οὓς ἑωράκασιν οἱ ὀφθαλμοί σου καὶ μὴ ἀποστήτωσαν ἀπὸ τῆς καρδίας σου
πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου καὶ συμβιβάσεις τοὺς υἱούς σου καὶ τοὺς υἱοὺς τῶν υἱῶν σου
ἡμέραν ἣν ἔστητε ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν ἐν Χωρὴβ τῇ ἡμέρᾳ τῆς ἐκκλησίας ὅτε εἶπεν
Κύριος πρός με «ἐκκλησίασον πρός με τὸν λαόν καὶ ἀκουσάτωσαν τὰ ῥήματά Μου ὅπως
μάθωσιν φοβεῖσθαί Με πάσας τὰς ἡμέρας ἃς αὐτοὶ ζῶσιν ἐπὶ τῆς γῆς καὶ τοὺς υἱοὺς
αὐτῶν διδάξωσιν» (Δτ. 4, 10. 9, 10. 10, 4 ημέρα σύναξης). Χαρακτηριστικός είναι στο 23, 1 κε.

14
Ralph Neuberth, Demokratie Im Volk Gottes? Untersuchungen Zur Apostelgeschichte. Dr.Theol. diss. Universität
Würzburg, 2000. [German].
15
Πρβλ. Ευρ., Ιφιγ. Ταύροις 977 αναφορικά με την Ταυροπόλο Αφροδίτη. Ηρωδ. 1.11.1.
16
PG. 60.298.58: διότι τρεῖς ἐκκλησίαι ἐγίνοντο κατὰ νόμον καθ΄ ἕκαστον μῆνα· αὕτη δὲ ἦν παράνομος
17 10
ἡμέραν ἣν ἔστητε ἐναντίον κυρίου τοῦ θεοῦ ὑμῶν ἐν Χωρηβ τῇ ἡμέρᾳ τῆς ἐκκλησίας ὅτε εἶπεν κύριος πρός με
ἐκκλησίασον πρός με τὸν λαόν καὶ ἀκουσάτωσαν τὰ ῥήματά μου ὅπως μάθωσιν φοβεῖσθαί με πάσας τὰς ἡμέρας ἃς
αὐτοὶ ζῶσιν ἐπὶ τῆς γῆς καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτῶν διδάξωσιν (Deu 4:10)
18
Εκκλησία ΛΒΘ 330.
5
ο αποκλεισμός των ευνούχων και των νόθων, αλλά και ο συσχετισμός στον Ιησού του Ναυή της
εκκλησίας με τον ιερό Πόλεμο (20, 2).

Σημειωτέον, όμως, ότι ο εβραϊκός όρος qahal δεν συνδέεται μόνον με θρησκευτικούς σκοπούς
(Ιεζ. 17, 17) και ούτε μόνον με τον Ισραήλ (Ιεζ. 27, 27. 32, 22. Ψ. 26, 5 Μασ. σύναξη πονηρών).
Επιπλέον δεν αποδίδεται μόνον με τον όρο Εκκλησία αλλά ιδιαίτερα με τον όρο Συναγωγή (π.χ.
Αρ. 16, 3. 20, 4. Δτ. 5, 22)19. Προφανώς η επιλογή της λέξεως από τους αλεξανδρινούς Ο’ (100
φορές την χρησιμοποιούν!) δε συνδέεται μόνο με τη συνήχηση αλλά και με το γεγονός ότι η
σύναξη των Ιουδαίων είχε το δικό της σύνταγμα που καθοριζόταν από τον ένα Θεό, τον ένα Νόμο
και τον ένα Ναό καθώς και από τις διατάξεις της περιτομής, της εφαρμογής του Σαββάτου αλλά
και εκείνες που αφορούν στη διάκριση καθαρού και ακαθάρτου και σχετίζονται με την
τράπεζα/το φαγητό και το γάμο.

Συμφωνώ με την άποψη ότι ο όρος Εκκλησία χρησιμοποιήθηκε από τους Ελληνιστές Ιουδαίους
των Ιεροσολύμων προκειμένου να διαφοροποιηθούν από τον «σαρκικό Ισραήλ» και τη Συναγωγή
Του η οποία είχε ως πυρήνα της την Τορά και την Χαλαχά. Οι χριστιανοί είναι ο αληθινός
εσχατολογικός Ισραήλ που υπερβαίνει το Σινά και βιώνει την Καινή Διαθήκη μέσω της
Ευχαριστίας ως «ανάμνησης» του σωτηριώδους Πάθους και της Ανάστασης του Ιησού. Γι’ αυτό
και αυτοαποκαλούνται ἀγιοι, κλητοί, εκλεκτοί. Αυτός ο Ισραήλ καθοδηγείται από τους Δώδεκα
που επέλεξε προσωπικά και ονομαστικά ο Ιησούς. Αυτοί μαζί με τον ερχόμενο Υιό του Ανθρώπου
θα κρίνουν (με την έννοια της δίκης αλλά και της εξουσίας γενικότερα) το Δωδεκάφυλο. Ο
Πέτρος ως εκπρόσωπος των Δώδεκα μετά την Ομολογία Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ
ζῶντος, δέχεται από τον Ιησού τον Μακαρισμό (μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα
οὐκ ἀπεκάλυψέν σοι ἀλλ᾽ ὁ Πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς) και τη Διακήρυξη: Σὺ εἶ Πέτρος, καὶ
ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς/.
19
δώσω σοι τὰς κλεῖδας τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καὶ ὃ ἐὰν δήσῃς ἐπὶ τῆς γῆς ἔσται
δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καὶ ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆς ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς.
(Mτ. 16, 16-19 πρβλ. στύλοι της Εκκλησίας Γαλ. 2, 9). Σύμφωνα με τους Ελληνιστές σε αυτόν τον
εσχατολογικό Ισραήλ που αποκαλεί τον Θεό Πατέρα και εύχεται να έλθει η Βασιλεία Του μπορούν
να συμμετέχουν και τα έθνη χωρίς να γίνουν Ιουδαίοι μέσω της περιτομής ή της σχολαστικής
τήρησης του Σαββάτου. Αυτός ο Ισραήλ είναι ο αληθινός Ναός.

Β. Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΣΤΗΝ ΚΟΡΙΝΘΟ

Παῦλος κλητὸς ἀπόστολος Χριστοῦ Ἰησοῦ διὰ θελήματος Θεοῦ καὶ Σωσθένης ὁ ἀδελφὸς
2
τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ τῇ οὔσῃ ἐν Κορίνθῳ, ἡγιασμένοις ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, κλητοῖς ἁγίοις,
σὺν πᾶσιν τοῖς ἐπικαλουμένοις τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐν παντὶ τόπῳ, αὐτῶν
καὶ ἡμῶν·
3
Χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ Πατρὸς ἡμῶν καὶ κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
4
Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου πάντοτε περὶ ὑμῶν ἐπὶ τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ τῇ δοθείσῃ ὑμῖν ἐν Χριστῷ
Ἰησοῦ,
5
ὅτι ἐν παντὶ ἐπλουτίσθητε ἐν αὐτῷ, ἐν παντὶ λόγῳ καὶ πάσῃ γνώσει,
6
καθὼς τὸ μαρτύριον τοῦ Χριστοῦ ἐβεβαιώθη ἐν ὑμῖν,
7
ὥστε ὑμᾶς μὴ ὑστερεῖσθαι ἐν μηδενὶ χαρίσματι
ἀπεκδεχομένους τὴν ἀποκάλυψιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ·
8
ὃς καὶ βεβαιώσει ὑμᾶς ἕως τέλους ἀνεγκλήτους ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ [Χριστοῦ].
9
πιστὸς ὁ Θεός, δι᾽ οὗ ἐκλήθητε εἰς κοινωνίαν τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν.
10
Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τὸ αὐτὸ
λέγητε πάντες καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα, ἦτε δὲ κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοῒ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ
γνώμῃ.

19
Αποδίδεται επίσης με τους όρους ὄχλος, πλῆθος.
6
1. Στην Εισαγωγή της Α’ Θεσ. (50 μ.Χ.)20, της Γαλ. (όπου ο όρος χρησιμοποιείται σε πληθυντικό
καθώς πρόκειται για συνάξεις μιας επαρχίας/περιφέρειας)21 αλλά κυρίως της Α’ Κορ. (55 μ.Χ.),
η Εκκλησία προσδιορίζει την τοπική Σύναξη των χριστιανών της συγκεκριμένης πόλης που δεν
έχει ως πυρήνα της τον οίκο ως μόνον ως τόπο συνάντησης αλλά και ως τρόπο συνύπαρξης
αδελφών γύρω από ένα κοινό τραπέζι, που συνιστά στην Ανατολή την ύψιστη εκδήλωση της
φιλίας μεταξύ ίσων. Συνεπώς, όπως ορθά σημειώνει ο Wolter22, η θεμελιώδης σημασία που
είχε η ευχαριστιακή σύναξη για την πρώτη χριστιανοσύνη εκδηλώνεται προπαντός στο
γεγονός ότι η λέξη «ἐκκλησία», η οποία μέχρι τότε και εκτός του πλαισίου της χριστιανικής
γραμματείας, αναφερόταν πάντοτε και αποκλειστικά σε μια περιορισμένη χρονικά
«συνέλευση», μπόρεσε στον πρώιμο χριστιανισμό (και μονάχα σ’ αυτόν) να ορίσει μεμιάς μια
συγκεκριμένη ομάδα (Γαλ. 1, 13. 22-23. Φιλ. 3, 9)23. Αυτή η Σύναξη, που ονομάζεται με ένα
πολιτικό όρο, σε αντίθεση προς τους θιάσους και τα κολλέγια, έχει δημόσιο και μάλιστα
αποκλειστικό χαρακτήρα24 και αντικατοπτρίζει στο συγκεκριμένο χώρο όπου εντοπίζεται
μια εναλλακτική «εκκλησία του Δήμου» και ισχύει η αρχή της αντεστραμμένης πυραμίδας:
αντί δηλ. της εξουσιαστικής Ιεραρχίας, προτάσσεται η Διακονία προς τον άλλον όπως
προγραμματικά διακήρυξε ο Ιησούς στον κύκλο των Δώδεκα όταν ξέσπασε έριδα περί των
πρωτείων: οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι
αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν.43 οὐχ οὕτως δέ ἐστιν ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾽ ὃς ἂν θέλῃ μέγας
γενέσθαι ἐν ὑμῖν ἔσται ὑμῶν διάκονος, 44 καὶ ὃς ἂν θέλῃ ἐν ὑμῖν εἶναι πρῶτος ἔσται πάντων
δοῦλος·45 καὶ γὰρ ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου οὐκ ἦλθεν διακονηθῆναι ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι
τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν (Mκ. 10, 42-45 κ.παρ.)25. Οι πρώτοι Χριστιανοί δεν
εκκλησιάζονται απλώς, έστω κι αν στο Α’ Κορ. 11, 18 ο Π. ακολουθώντας την τρέχουσα
ορολογία σημειώνει συνερχομένων ὑμῶν ἐν ἐκκλησίᾳ26. Η πρώτη Κοινότητα είναι η
Εκκλησία, η Κοινότητα των Εσχάτων, η οποία αναμένοντας την Παρουσία του Κυρίου της
20
Παῦλος καὶ Σιλουανὸς καὶ Τιμόθεος τῇ ἐκκλησίᾳ Θεσσαλονικέων ἐν Θεῷ Πατρὶ καὶ κυρίῳ Ἰησοῦ Χριστῷ, Χάρις
ὑμῖν καὶ Εἰρήνη. (1Th 1:1 ) 14 ὑμεῖς γὰρ μιμηταὶ ἐγενήθητε, ἀδελφοί, τῶν ἐκκλησιῶν τοῦ θεοῦ τῶν οὐσῶν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ
ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὅτι τὰ αὐτὰ ἐπάθετε καὶ ὑμεῖς ὑπὸ τῶν ἰδίων συμφυλετῶν καθὼς καὶ αὐτοὶ ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων,
(1Th 2:14 )
21
Παῦλος ἀπόστολος οὐκ ἀπ᾽ ἀνθρώπων οὐδὲ δι᾽ ἀνθρώπου ἀλλὰ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ πατρὸς τοῦ ἐγείραντος
αὐτὸν ἐκ νεκρῶν ,2καὶ οἱ σὺν ἐμοὶ πάντες ἀδελφοὶ ταῖς ἐκκλησίαις τῆς Γαλατίας, (Gal 1:1-2 ). Πρβλ. Πρ. 9, 31:
22
23
Ἐὰν οὖν συνέλθῃ ἡ ἐκκλησία ὅλη ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ πάντες λαλῶσιν γλώσσαις (14, 23).
24
Σύμφωνα με τον Π. δεν μπορεί κάποιος να κοινωνεί της τραπέζης δαιμονίων, να παρακάθεται δηλ. σε γεύματα υπό
την αιγίδα του Σεράπιδος ή του Διονύσου.
25
Ο Η. Γεραρής, Η Προσευχή για τη Σωτηρία του Κόσμου σύμφωνα με τη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ
(1896-1993). Αδημ. Μάστερ, Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο 2010, 89-90 σημειώνει τα εξής: Σύμφωνα με τη
θεολογία του Γέροντα, παρουσιάζεται όλο το ανθρώπινο είναι δομημένο σαν πυραμίδα, στην οποία παρατηρείται
ιεραρχική τάξη, ώστε άλλος είναι ανώτερος και άλλος κατώτερος. Η ιεράρχηση αυτή όπως και κάθε διαίρεση και
ανισότητα ανάμεσα στους ανθρώπους είναι συνέπεια της πτώσης των πρωτοπλάστων. Αυτή η διάκριση δεν αναιρεί
την ανθρώπινη αξία, αλλά συγκροτεί την κοινωνική αρμονία. Παρατηρώντας τον ψυχο-φυσικό, αλλά και τον
πνευματικό κόσμο της ανθρωπότητας μπορεί να διαπιστώσει κάποιος την ύπαρξη της πυραμίδας της ανισότητας. Όσοι
βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας κατεξουσιάζουν και συμπιέζουν όσους βρίσκονται στη βάση της. Από το άλλο
μέρος, το ανθρώπινο πνεύμα ποθεί την ισότητα, η οποία είναι έμμονη απαίτηση που πηγάζει από τα βάθη της
ανθρώπινης συνείδησης. Αλλά εκεί που υπάρχει ελευθερία δε μπορεί να υπάρξει ισότητα και έτσι αναζητείται λύση
αυτού του αδιεξόδου. Ο Χριστός δεν αρνείται το γεγονός της ανισότητας, αλλά ανατρέπει την πυραμίδα. Γίνεται η
κορυφή της ανεστραμμένης πυραμίδας που επωμίζεται το βάρος όλης της ανθρωπότητας και έτσι εγκαθιστά
την έσχατη τελειότητα. Αυτή η θεωρία στηρίζεται στη διδασκαλία, το Πάθος και την Ανάσταση του Χριστού, ο Οποίος
διακήρυσσε για τον εαυτό του ότι «οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ
πολλῶν» (Μτ. 20, 28) καλώντας τους μαθητές κοντά Του για να σηκώσει το βάρος αυτής της οδύνης (πρβλ. Μτ.
11,28). […] Οι πνευματικοί ποιμένες καλούνται να μιμηθούν τον Χριστό και τους Αποστόλους και να πορευθούν με
πνεύμα διακονίας προς τη βάση της ανεστραμμένης πυραμίδας, εμπνεόμενοι από την κενωτική αγάπη του Χριστού,
ώστε να άρουν το βάρος της κακίας και της αμαρτίας όλης της οικουμένης, προσευχόμενοι αδιάλειπτα για την ειρήνη
και τη σωτηρία του σύμπαντος κόσμου. Ο πνευματικός, έχοντας πραγματοποιήσει με την προσωπική του μετάνοια την
κάθοδο στην κορυφή της ανεστραμμένης πυραμίδας, ενώνεται με το Χριστό και γίνεται κοινωνός της καταστάσής
Του. Έτσι μεταβαίνει από την παλαιά κοσμοθεωρία, που εφεύρε ο Εωσφόρος «εκ του παροξυσμού της υπερηφανίας
αυτού», στην καινή προσέγγιση της αντίστροφης ευαγγελικής προοπτικής στα πλαίσια της παραπάνω θεωρίας.
Συνεπώς, η πνευματική πατρότητα ανακεφαλαιώνει όλο το μυστήριο της σωτηρίας, καθώς ο πνευματικός πατέρας,
λαμβάνοντας ως δωρεά το προφητικό και μεσιτικό χάρισμα, συνεχίζει το λυτρωτικό έργο του Σωτήρα Χριστού και
επομένως αποτελεί παράδειγμα κενωτικής αγάπης κατά το υπόδειγμα της κένωσης του Νυμφίου της Εκκλησίας.
26
ἐπὶ τὸ αὐτὸ (1Co 11:20 BGT).
7
από τον ουρανό (σε αντίθεση προς τους εθνικούς συμπολίτες που ανέμεναν την Παρουσία του
Κυρίου Καίσαρα), δεν θρησκεύει απλώς. Βιώνει ένα εντελώς καινό πολίτευμα, μια
διαφορετική Ειρήνη από τη ρωμαϊκή παγκοσμιοποιημένη Pax που επιβάλλεται με τη χρήση
βίας, σωματικής και ψυχικής, και επιβιώνει από τη φορολογία, την απομύζηση, των μαζών.
Χαρακτηριστική είναι εν προκειμένω η πολεμική εναντίων των «ευαγγελίων» της ρωμαϊκής
προπαγάνδας από τον Π. στο Α’ Θεσ.: ὅταν λέγωσιν· «εἰρήνη καὶ ἀσφάλεια», τότε αἰφνίδιος
αὐτοῖς ἐφίσταται ὄλεθρος ὥσπερ ἡ ὠδὶν τῇ ἐν γαστρὶ ἐχούσῃ, καὶ οὐ μὴ ἐκφύγωσιν (5, 3).
Όπως εξάγεται από το Προοίμιο της Α’ Κορ. και σχεδόν όλων των παύλειων επιστολών η
μεσσιανική Ειρήνη-Σαλόμ της Εκκλησίας είναι προϊόν της χάριτος του τριαδικού Θεού και
καταργεί όλες τις διακρίσεις «φυσικές» και κοινωνικές που βασίζονται στους νόμους της
ισχύος και της «επιλογής». Αναγνωρίζοντας μάλιστα τον Θεό ως Πατέρα (και όχι ως Βασιλέα)
και ως αδελφούς τους έτερους χριστιανούς λαμβάνει το χαρακτήρα μιας Οικογένειας που
καλείται να μη ζήσει για τον εαυτό της αλλά για να γίνει το άλας 27 και το φως του Κόσμου
(Μτ. 5, 13). Φυσικά προκειμένου να εκπληρώσει αυτό τον προορισμό της απαιτείται η
συγχώρεση εντός της Κοινότητας. Γι’ αυτό άλλωστε ο Ιησούς συγκρότησε τον κύκλο των
Δώδεκα από «ετερόκλητα» στοιχεία (αλιείς+τελώνης) αλλά και ο Π. αγωνίσθηκε σθεναρά για
την κοινή Τράπεζα χριστιανών εξ Ιουδαίων και εξ εθνών.

2. Η Εκκλησία ενώ δεν περιορίζεται χρονικά αφού μάλιστα θα επιβιώσει των τελικών Εσχάτων,
συνδέεται άρρηκτα με τον τόπο που παροικεί. Το αρχαιότερο ντοκουμέντο του Χριστιανισμού
που γράφεται στην Κόρινθο το 50 μ.Χ. απευθύνεται στην Εκκλησία των Θεσσαλονικέων ἐν
Θεῷ Πατρὶ καὶ Κυρίῳ Ἰησοῦ Χριστῷ (1, 1). Ως κατεξοχήν Εκκλησία δηλώνεται στις Πρ. αυτή
των Ιεροσολύμων (18, 22)28 καθώς συνιστά την μητέρα όλων των υπολοίπων, η οποία όπως
αποδεικνύεται από την Αποστολική Σύνοδο μεριμνά για την αρμονική συνύπαρξη Ιουδαίων και
Εθνικών. Αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία προσλαμβάνει και μεταμορφώνει τα τοπικά ήθη και
έθη, όπως ακριβώς και το Πνεύμα κατά την Πεντηκοστή ευαγγελίζεται στη γλώσσα εκάστου.
Μπορεί στην Α’ Κορ. ο Παύλος να επιβάλλει στο κεφ. 11 το κάλυμμα στις προφητεύουσες
Εκκλησιάζουσες αλλά και στο κεφ. 14 τη σιωπή με το επιχείρημα ότι ἡμεῖς τοιαύτην
συνήθειαν οὐκ ἔχομεν οὐδὲ αἱ Ἐκκλησίαι τοῦ Θεοῦ (11, 16)29, αφού αισθάνεται ότι
παρερμηνεύεται το κήρυγμα περί της χριστιανικής ελευθερίας και παραμορφώνεται η εικόνα
και το μήνυμα της Εκκλησίας προς τους έξω. Όπως, όμως, ενώ κατηγορεί την απολυτοποίηση
της ανθρώπινης σοφίας και ρητορίας, γινόμενος τοῖς Ἕλλησιν Ἕλλην χρησιμοποιεί τους
κανόνες της ρητορικής για να εκπέμψει το μήνυμά του, έτσι στην ίδια την επιστολή
αποδεικνύεται ότι το τυπικό της χριστιανικής Λατρείας ακολουθούσε τη διάταξη του
ελληνικού Συμποσίου30. Δεν πρόκειται δηλ. για μια Διασπορά που έχει στραμμένα τα βλέμματά
της προς ένα κέντρο (το άγιον Όρος της Σιών), αλλά για μια Εγκατασπορά που (όπως θ’
αποδειχθεί) επί τη βάσει της ποικιλίας των χαρισμάτων του Πνεύματος οικοδομείται και
οικοδομεί, συνιστώντας η ίδια «στον κόσμο» της ένα Ναό, όπου αναφέρεται η λογική λατρεία
και εξακτινώνεται προς τους έξω το φως της θεϊκής παρουσίας. Με αυτόν τον τρόπο δεν
μεταβάλλεται σ’ ένα γκέτο αλλά όπως πολύ χαρακτηριστικά δηλώνει και η βυζαντινή Εικόνα
της Πεντηκοστής συγκροτεί έναν ανοικτό κύκλο όπου προσκαλούνται και όσοι (όπως ο Π. την
στιγμή της Επιφοίτησης) είναι «διώκτες» της αλήθειας. Επιπλέον η Εκκλησία δεν συγκροτεί
«κράτος εν κράτει», όπως συνέβαινε σε ιουδαϊκές παροικίες Μεγαλουπόλεων (όπως της
Αλεξάνδρειας), αφού ο Μεσσίας τους δεν ανταποκρίνεται στα κοσμικά ιδεώδη του
«μαρμαρωμένου» βασιλιά. Το γεγονός ότι η Εκκλησία δεν απαρτίζει γκέττο αποδεικνύεται
από όσα αναφέρει ο Π. στο Α’ Κορ. 5, όπου, διευκρινίζοντας όσα ανέφερε σε προηγούμενη
27
Το αλάτι είναι προφυλακτικό της σήψεως αλλά και το άρτυμα, μέσον που καθιστά τα εδέσματα ευχάριστα.
28
Όσον αφορά στη διοικητική οργάνωση του Χριστιανισμού, αποκλειστικό κριτήριο συστάσεως και υπάρξεως μιας
«κατά τόπον Εκκλησίας», ήταν η εδαφικότητα, ενώ με την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο διαμορφώθηκε ο θεσμός της
Πενταρχίας η υπαγωγή όλων των κατά τόπους Εκκλησιών στα πέντε οικουμενικά πατριαρχεία, Ρώμης,
Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. Ακριβώς επειδή ακόμη και το Πατριαρχείο
«ακολουθούσε» τα όρια (και συνεπώς) και την αίγλη του τόπου, της πολιτικής επαρχίας όπου βρισκόταν (κριτήριο
εδαφικότητας), η Μήτηρ Σιών, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, κατατάχθηκε τελευταίο, πέμπτο στην Ιεραρχία της
Πενταρχίας (αφού η πόλη είχε χάσει πλέον την αίγλη της), ενώ στη δεύτερη θέση και μάλιστα με ίσα πρεσβεία τιμής με
το Ρώμης, κατατάχθηκε το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ένεκα της ακτινοβολίας της Πρωτεύουσας του
Βυζαντίου και της προσωπικότητας Πατριαρχών όπως του Ιωάννη του Χρυσοστόμου.
29
Ὡς ἐν πάσαις ταῖς ἐκκλησίαις τῶν ἁγίων (14, 33)
30

8
επιστολή που χάθηκε, σημειώνει: σας έγραψα να μη συναναστρέφεσθε με ανήθικους. Και όχι
βεβαίως τους ανήθικους τούτου του κόσμου […] διότι θα έπρεπε να βγήτε από τον κόσμο.
Αλλά μ’ αυτά που σας έγραψα εννούσα να μη συναστρέφεσθε εάν κανείς ενώ ονομάζεται
αδελφός, είναι ανήθικος. […] Με τέτοιο άνθρωπο ούτε να συντρώγετε. Τι δουλειά έχω να
κρίνω τους έξω από την Εκκλησία; (στ. 9-13). Στο κεφ. 14 μάλιστα προϋποτίθεται η
είσοδος απίστων στην Σύναξη (στ. 23) οι οποίοι αξίζουν να κατανοήσουν το μήνυμα της
προφητείας στη «γλώσσα» τους ώστε ν’ αποκαλυφθούν τα κρυφά της καρδιάς τους και τελικά
να προσκυνήσουν τον αληθινό Κύριο απαγγέλοντας ὄντως ὁ Θεὸς ἐν ὑμῖν ἐστιν (14, 25).
Φυσικά η οικοδομή των εκτός προϋποθέτει τη συμφωνία και επικοινωνία εντός της Εκκλησίας.
Γι’ αυτό και ο Π. προηγουμένως τονίζει πόσο σημαντικό είναι ο ιδιώτης, ο «λαϊκός» αδελφός,
να κατανοεί και να επιβεβαιώνει όσα ακούει από τους προφητεύοντες απαντώντας συνειδητά
με το Αμήν. Όταν ασκείται κάποιος στους κόλπους μιας αδελφότητας να θυσιάζει την ατομική
του απόλαυση χάριν του άλλου και δεν λειτουργείται απλώς για να βιώσει προσωπικές
εκστατικές εμπειρίες, τότε την ίδια λειτουργία θα επιτελέσει και μετά τη θεία Λειτουργία.
Σημειωτέον ότι η αρχέγονη Ευχαριστία δεν είχε Δι’ ευχών αλλά απόλυση προκειμένου οι
συμμετέχοντες να μεταγγίσουν τα αγαθά της Χάριτος και Ειρήνης και στο περιβάλλον τους.
3. Εκτός του υπερχρονικού χαρακτήρα της αρχέγονης Εκκλησίας που καταφάσκει όμως την
τοπική ιδιοπροσωπία καθώς ήδη στην Πεντηκοστή προσλαμβάνεται η γλώσσα εκάστου, ήδη
στην Α’ Κορ. ο όρος Εκκλησία χρησιμοποιείται με υπερτοπικό/οικουμενικό χαρακτήρα31. Η
τοπική σύναξη δεν είναι ένα μεμονωμένο φαινόμενο εγκιβωτισμένο στο χώρο αλλά έκφραση
(όχι ενός τοπικού Δήμου αλλά) ενός καθόλου/μιας καθολικότητας που την προσδιορίζει και
είναι ο Θεός που έκτισε και συντηρεί το Σύμπαν. Στην Α’ Κορ. σε συνδυασμό με τη γενική τοῦ
Θεοῦ ο όρος Εκκλησία προσδιορίζει ταυτόχρονα την κατ’ οίκον Σύναξη του Ακύλα και της
Πρίσκιλλας, τις τοπικές Συνάξεις (παρότι πρέπει να σημειωθεί ότι ακόμη και στην Κόρινθο
υπήρχαν πολλές κατ’ Οίκον Εκκλησίες, οι οποίες ίσως ενίοτε συνάζονταν σε μία Βασιλική ή
στην ύπαιθρο32) και ταυτόχρονα το σύνολο των πιστευόντων στον Κύριο Ιησού που συνιστούν
τον εσχατολογικό Ισραήλ και βιώνουν λατρευτικά αλλά και με το πάθος τους υπέρ της
Οικουμένης την ερχόμενη Βασιλεία του Θεού:

4, 17: Διὰ τοῦτο ἔπεμψα ὑμῖν Τιμόθεον, ὅς ἐστίν μου τέκνον ἀγαπητὸν καὶ πιστὸν ἐν Κυρίῳ, ὃς
ὑμᾶς ἀναμνήσει τὰς ὁδούς μου τὰς ἐν Χριστῷ [Ἰησοῦ], καθὼς πανταχοῦ ἐν πάσῃ Ἐκκλησίᾳ
διδάσκω.
10, 31-2: Εἴτε οὖν ἐσθίετε εἴτε πίνετε εἴτε τι ποιεῖτε, πάντα εἰς δόξαν Θεοῦ ποιεῖτε. ἀπρόσκοποι
καὶ Ἰουδαίοις γίνεσθε καὶ Ἕλλησιν καὶ τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ, καθὼς κἀγὼ πάντα πᾶσιν
ἀρέσκω μὴ ζητῶν τὸ ἐμαυτοῦ σύμφορον ἀλλὰ τὸ τῶν πολλῶν, ἵνα σωθῶσιν.
12, 28: Καὶ οὓς μὲν ἔθετο ὁ Θεὸς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας,
τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, ἔπειτα χαρίσματα ἰαμάτων,
15, 9: Ἐγὼ γάρ εἰμι ὁ ἐλάχιστος τῶν ἀποστόλων ὃς οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς καλεῖσθαι ἀπόστολος, διότι
ἐδίωξα τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ· Χάριτι δὲ Θεοῦ εἰμι ὅ εἰμι, καὶ ἡ χάρις αὐτοῦ ἡ εἰς ἐμὲ οὐ
κενὴ ἐγενήθη.

Έστω κι αν τα δύο πρώτα χωρία μπορούν να ερμηνευθούν με τοπική έννοια, στο τελευταίο η
Εκκλησία του Θεού33 έχει καθολική διάσταση, διότι ο Απόστολος των Εθνών είναι γνωστόν ότι
δίωξε πολλές τοπικές χριστιανικές εστίες. Ας σημειωθεί ότι στα Γερμανικά υπάρχουν
διαφορετικοί όροι που υποδηλώνουν την τοπική και την οικουμενική Εκκλησία (Gemeinde/Ενορία-
Kirche/Εκκλησία). Το σύνταγμα εκκλησία του Θεού που δεν είναι σύνηθες στους Ο’, ίσως δεν
παραπέμπει μόνο στην έκφραση qahal el των κουμρανικών κειμένων34, αλλά στη Βασιλεία του
Θεού που πρόκειται οσονούπω διά της Παρουσίας του Κυρίου να φανερωθεί. Η Εκκλησία δεν

31
Ο όρος καθολική Εκκλησία εισάγεται από τον Ιγνάτιο, Σμύρν. 8.2. Μαρτ. Πολυκάρπου επιγραφή. 8.1.
32

33 7
καὶ κατορθώσω τὴν βασιλείαν αὐτοῦ ἕως αἰῶνος ἐὰν ἰσχύσῃ τοῦ φυλάξασθαι τὰς ἐντολάς μου καὶ τὰ κρίματά μου
ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη 8 καὶ νῦν κατὰ πρόσωπον πάσης ἐκκλησίας Κυρίου καὶ ἐν ὠσὶν θεοῦ ἡμῶν φυλάξασθε καὶ ζητήσατε
πάσας τὰς ἐντολὰς κυρίου τοῦ θεοῦ ἡμῶν ἵνα κληρονομήσητε τὴν γῆν τὴν ἀγαθὴν καὶ κατακληρονομήσητε τοῖς υἱοῖς
ὑμῶν μεθ᾽ ὑμᾶς ἕως αἰῶνος
(1Ch 28:7-8 ). ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἀνεγνώσθη ἐν βιβλίῳ Μωυσῆ ἐν ὠσὶν τοῦ λαοῦ καὶ εὑρέθη γεγραμμένον ἐν αὐτῷ
ὅπως μὴ εἰσέλθωσιν Αμμανῖται καὶ Μωαβῖται ἐν ἐκκλησίᾳ Θεοῦ ἕως αἰῶνος2 ὅτι οὐ συνήντησαν τοῖς υἱοῖς Ισραηλ ἐν
ἄρτῳ καὶ ἐν ὕδατι (Neh 13:1-2 )
34

9
διασπά μόνον οριζόντια τους φραγμούς και τα σύνορα αλλά και κάθετα αφού και οι άγγελοι
συμμετέχουν στο γίγνεσθαι της Εκκλησίας (11, 10). Ο ίδιος Π. σύμφωνα με το κεφ. 5 θα είναι
πνευματικά παρών στη Σύναξη των Κορίνθιων, ενώ στον Επίλογο απευθύνουν λειτουργικό
ασπασμό/το άγιο φίλημα μια σειρά από Εκκλησίες και πρόσωπα: (α) 19Ἀσπάζονται ὑμᾶς αἱ
Ἐκκλησίαι τῆς Ἀσίας. (β) ἀσπάζεται ὑμᾶς ἐν Κυρίῳ πολλὰ Ἀκύλας καὶ Πρίσκα σὺν τῇ κατ᾽ οἶκον
αὐτῶν Ἐκκλησίᾳ. (γ) 20Ἀσπάζονται ὑμᾶς οἱ ἀδελφοὶ πάντες. Ἀσπάσασθε ἀλλήλους ἐν φιλήματι
ἁγίῳ.21 (δ) Ὁ ἀσπασμὸς τῇ ἐμῇ χειρὶ Παύλου.22Εἴ τις οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον, ἤτω ἀνάθεμα. Μαράνα
θά.23 ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ μεθ᾽ ὑμῶν 24 ἡ ἀγάπη μου μετὰ πάντων ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ (16,
19-24). Με τον τρόπο αυτόν πραγματώνεται μια υπερτοπική κοινωνία αδελφών από την οποία
αποκλείονται όσοι δεν φιλούν τον Κύριο που έρχεται και δεν βρίσκονται ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ από τον
οποίο εκπορεύεται η Χάρις. Από το Μαράνα Θα εξάγεται το συμπέρασμα ότι η καθολικότητα
εδραζόταν και στο γεγονός ότι η Πρώτη Εκκλησία ανέμενε την έλευση του Ι. Χριστού τον οποίο
θα υποδέχονταν και οι αναστημένοι κεκοιμημένοι αλλά και όλοι οι ζώντες άγιοι που θα
αρπάζονταν για να τον προϋπαντήσουν ως τον δεσπότη της Οικουμένης Κύριο (Α’ Θεσ. 4). Και η
Εισαγωγή της Α’Κορ., σύμφωνα με το μοναδικό σε αυτήν Υπόμνημα του Ι. Χρυσοστόμου, ο οποίος
εκτός από την αγάπη που έτρεφε προς τον Απόστολο των Εθνών, είχε σπουδάσει και ρητορική
στον μεγάλο Λιβάνιο, είναι διατυπωμένη με τέτοιο τρόπο ώστε να θεραπεύσει τις διασπαστικές
τάσεις στους κόλπους της Εκκλησίας της Κορίνθου.

Επίσης στο Α΄Κορ. 16 προτρέπονται οι παραλήπτες άγιοι να «αποταμιεύουν» ὅ τι ἐὰν έκαστος


εὐοδῶται προκειμένου να συνεισφέρουν στη λογεία, στον έρανο υπέρ των φτωχὠν αγίων της
Ιερουσαλήμ. Ο Π., όπως αποδεικνύει και η Β’Κορ. (κεφ. 8-10) θα επενδύσει πολύ «ενέργεια» στη
διενέργεια του συγκακεριμένου εράνου που συμφωνήθηκε στην Αποστολική Σύνοδο προκειμένου
να φανερώσει το σεβασμό που τρέφουν οι εξ Εθνών Εκκλησίες που ίδρυσες στις
ιουδαιοχριστιανικές. Σημειώνει στη Ρωμ.: 25Νυνὶ δὲ πορεύομαι εἰς Ἰερουσαλὴμ διακονῶν τοῖς
ἁγίοις. 26εὐδόκησαν γὰρ Μακεδονία καὶ Ἀχαΐα κοινωνίαν τινὰ ποιήσασθαι εἰς τοὺς πτωχοὺς τῶν
ἁγίων τῶν ἐν Ἰερουσαλήμ. 27 εὐδόκησαν γὰρ καὶ ὀφειλέται εἰσὶν αὐτῶν· εἰ γὰρ τοῖς πνευματικοῖς
αὐτῶν ἐκοινώνησαν τὰ ἔθνη, ὀφείλουσιν καὶ ἐν τοῖς σαρκικοῖς λειτουργῆσαι αὐτοῖς. (15, 25-27).
Τελικά αυτή η προσπάθειά του μάλλον απέτυχε στο στόχο του.

4. Από τη συνάφεια της χρήσης του όρου Εκκλησία, η οποία λαμβάνει υπερτοπικά και
υπερχρονικά χαρακτηριστικά, συμπεραίνουμε ότι ο όρος δεν χρησιμοποιείται επειδή απλώς
χρησιμοποιούνταν ως τεχνικός όρος για τις πολιτικές συνάξεις ή αυτές των Ιουδαίων, αλλά
διότι ετυμολογικά συνδέεται με την κλήση: Παῦλος κλητὸς ἀπόστολος Χριστοῦ Ἰησοῦ διὰ
θελήματος Θεοῦ […] ἡγιασμένοις ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, κλητοῖς ἁγίοις, σὺν πᾶσιν τοῖς
ἐπικαλουμένοις τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐν παντὶ τόπῳ. Ας
σημειωθεί ότι καθώς η Πρώτη Εκκλησία δεν αποτελούνταν από αγίους που είχαν γεννηθεί
αλλά είχαν γίνει/βαπτιστεί χριστιανοί (ήταν συνεπώς θρησκεία μεταστροφής και όχι
παραδοσιακή θρησκεία), ο συνδετικός κρίκος όλων των μελών της Εκκλησίας ήταν το
γεγονός ότι είχαν δεχθεί την κλήση, δηλ. είχαν γίνει ακροατές του Ευαγγελίου και θετικοί
δέκτες της ενέργειας - της χάριτος που αυτό εξέπεμπε, παρότι δεν είχε ως αντικείμενό του
απλώς μια ένσαρκη Σοφία αλλά έναν κατά κόσμον εξευτελισμένο Εσταυρωμένο, ο οποίος
όμως διά της Ανάστασής Του εκ νεκρών δοξάσθηκε και αναδείχθηκε Κύριος των πάντων. Ο
ίδιος ο Π. υπογραμμίζει στην Εισαγωγή της Α’ Κορ. ότι είναι κλητός ἀπόστολος καθώς βίωσε
το γνωστό συγκλονιστικό (γι’ αυτόν) όραμα της Δαμασκού αλλά και έλαβε την
εξουσιοδότηση-αποστολή να απευθύνει την κλήση, την υπακοή της πίστης και σε άλλους.
Βάσει αυτής της κλήσεως και της ελεύθερης κατάφασης προς το ευαγγέλιο οι πιστοί
πραγματοποίησαν μια έξοδο εκ του χώρου του σκότους, του διαβόλου και του θανάτου
γκρεμίζοντας τα είδωλά τους. Έτσι μετέβησαν σε ένα χώρο ζωής και ανάστασης που
προϋποθέτει όμως τη σταύρωση για να επιτευχθεί η κάθαρση του άλλου: 10ἡμεῖς μωροὶ διὰ
Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς
δὲ ἄτιμοι. 11 ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνιτεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα
καὶ ἀστατοῦμεν 12καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσίν· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν,
διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, 13δυσφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα (= το σκουπίδι
της σκούπας) τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα (= το σκουπίδι της σπάτουλας) ἕως
ἄρτι (4, 10-13). Μάλιστα ο Π. που βίωσε αυτό το συγκλονιστικό πέρασμα δίνει μεγαλύτερη
έμφαση στο γεγονός της κλήσης παρά σε αυτό της τέλεσης Μυστηρίων, ενώ και στις
Επιστολές της Αιχμαλωσίας που επίσης αντιμετωπίζει τη διάσπαση θα ανέμενε ο ακροατής
10
των κειμένων να τονίζεται με προτροπές και παραινέσεις η συχνή τέλεση της Ευχαριστίας
δίνεται μεγάλη έμφαση και μάλιστα με το σχήμα πάλαι-νυν στο γεγονός της κλήσης και της
Βάπτισης που την επισφράγισε.

5. Οι άγιοι δεν είναι μόνον Κλητοί. Δεν έχουν βιώσει δηλ. μόνον μια συνταρακτική για τη ζωή
τους πρόσκληση και ανταπόκριση-μεταστροφή (μετάνοια). Ταυτόχρονα είναι αυτοί που
επικαλούνται σε κάθε τόπο της ρωμαϊκής Οικουμένης το Όνομα ούτε φυσικά του Κυρίου
Καίσαρα, ούτε απλώς του Γιαχβέ (όπως συνέβαινε στη Συναγωγή) αλλά του Κυρίου ημών Ιησού
Χριστού, εκπληρώνοντας την προφητεία του Ιωήλ 3 (Ο’), όπου γίνεται λόγος για εσχατολογικές
εμπειρίες που έχουν άνδρες και γυναίκες, νέοι και πρεσβύτες. Χαρακτηριστική είναι η κραυγή
Μαράνα Θα στον επίλογο της Α’Κορ.. Σύμφωνα με τον Dunn 35 η προφητεία του Ιωήλ ήταν στην
πρωτοχριστιανική Κοινότητα ό,τι το Φωνὴ βοῶντος στην Κοινότητα του Κουμράν. Συνοψίζει με
έμφαση ο Παύλος στο Ρωμ. 10, 9-17: 9ὅτι ἐὰν ὁμολογήσῃς ἐν τῷ στόματί σου «Κύριον Ἰησοῦν»
καὶ πιστεύσῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου ὅτι «ὁ Θεὸς Αὐτὸν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν», σωθήσῃ· 10 καρδίᾳ
γὰρ πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην, στόματι δὲ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν. 11 λέγει γὰρ ἡ Γραφή· «πᾶς
ὁ πιστεύων ἐπ᾽ Αὐτῷ οὐ καταισχυνθήσεται» (Ησ. 28, 16). 12 οὐ γάρ ἐστιν διαστολὴ Ἰουδαίου τε
καὶ Ἕλληνος, ὁ γὰρ αὐτὸς Κύριος πάντων, πλουτῶν εἰς πάντας τοὺς ἐπικαλουμένους αὐτόν· 13
«πᾶς γὰρ ὃς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα Κυρίου σωθήσεται» (Ιωήλ 3, 5 Ο’)36. 14Πῶς οὖν
ἐπικαλέσωνται εἰς ὃν οὐκ ἐπίστευσαν; πῶς δὲ πιστεύσωσιν οὗ οὐκ ἤκουσαν; πῶς δὲ ἀκούσωσιν
χωρὶς κηρύσσοντος;15 πῶς δὲ κηρύξωσιν ἐὰν μὴ ἀποσταλῶσιν; καθὼς γέγραπται· «ὡς ὡραῖοι οἱ
πόδες τῶν εὐαγγελιζομένων [τὰ] ἀγαθά» (Ησ. 52, 7) 16 Ἀλλ᾽ οὐ πάντες ὑπήκουσαν τῷ εὐαγγελίῳ.
Ἠσαΐας γὰρ λέγει· «Κύριε, τίς ἐπίστευσεν τῇ ἀκοῇ ἡμῶν;» (Ησ. 53, 1. Ο’). 17Ἄρα ἡ πίστις ἐξ
ἀκοῆς, ἡ δὲ ἀκοὴ διὰ ῥήματος Χριστοῦ. Είναι φανερό από όσα επισημάνθηκαν ότι σημείο της
ταυτότητας της φαινομενικά «νεοσύστατης» Εκκλησίας δεν είναι η κοινή εξ αίματος καταγωγή
από κάποια μυθική ή ιστορική μορφή, ούτε τα κοινά έθη/ήθη που έχουν συνήθως ως πυρήνα και
αφετηρία τους μια κοινή λατρευτική πράξη (θυσία, περιτομή, Σάββατο), ούτε η κοινή παιδεία
αλλά η υπακοή στην κλήση του Θεού: Βλέπετε γὰρ τὴν κλῆσιν ὑμῶν, ἀδελφοί, ὅτι οὐ πολλοὶ
σοφοὶ κατὰ σάρκα, οὐ πολλοὶ δυνατοί, οὐ πολλοὶ εὐγενεῖς· 27ἀλλὰ τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο
ὁ Θεός, ἵνα καταισχύνῃ τοὺς σοφούς, καὶ τὰ ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός, ἵνα
καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά, καὶ τὰ ἀγενῆ τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενημένα ἐξελέξατο ὁ Θεός, τὰ μὴ
ὄντα, ἵνα τὰ ὄντα καταργήσῃ (1, 26-28).

6. Στη συγκεκριμένη κλήση όπως συμπεραίνεται από την αρχαιότερη χρήση του όρου στην Α’
Θεσ. πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραματίζουν ο Θεός, ο οποίος όμως βιώνεται από την μικρή
αριθμητικά σύναξη των Θεσσαλονικέων ως Πατέρας-Αββάς (ο οποίος έχει και Υιό αλλά και χάριν
υιούς και θυγατέρες που συγκροτούν μια καινή οικογένεια) αλλά και το ιστορικό πρόσωπο ο
Ιησούς Χριστός ο οποίος λατρεύεται ως Κύριος. Αυτό το γεγονός φυσικά τους διαφοροποιεί και
από τις πολιτικές Εκκλησίες όπου ως κύριος δεσπόζει και επαινείται ο αυτοκράτωρ. Στην Α’ Κορ.
12-15 επισημαίνεται ότι η μεσσιανική Εκκλησία των εσχάτων και της σωτηρίας δεν
συγκροτήθηκε από κλήση που δέχθηκε κάποιος επί τη βάσει μιας ατομιστικής και μυστικιστικής
εμπειρίας αλλά με την αυτοψία του αναστάντος Κυρίου από συνεχώς διερυνόμενους κύκλους
μαθητών και τις εμφανίσεις Του στο πλαίσιο της ιστορίας και του κόσμου: εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ
ἐγήγερται, ματαία ἡ πίστις ὑμῶν, ἔτι ἐστὲ ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν (15, 17). Αυτή η κλήση
γεννιέται και σφραγίζεται με το Άγ. Πνεύμα που διαδραματίζει μοναδικό ρόλο στο μοναδικό
χριστιανικό Βάπτισμα, στην επίκληση του Θεού ως Πατέρα αλλά και καρποφορεί κατεξοχήν την
αγάπη: 2τοῦτο μόνον θέλω μαθεῖν ἀφ᾽ ὑμῶν· ἐξ ἔργων νόμου τὸ Πνεῦμα ἐλάβετε ἢ ἐξ ἀκοῆς
πίστεως; 3 οὕτως ἀνόητοί ἐστε, ἐναρξάμενοι Πνεύματι νῦν σαρκὶ ἐπιτελεῖσθε; 5 ὁ οὖν ἐπιχορηγῶν
ὑμῖν τὸ Πνεῦμα καὶ ἐνεργῶν δυνάμεις ἐν ὑμῖν, ἐξ ἔργων νόμου ἢ ἐξ ἀκοῆς πίστεως; (Γαλ. 3, 5).

7. Τα ανωτέρω συνεπάγονται τη συγκρότηση ενός καινού λαού με ιδιάζουσα πολιτεία-


πολίτευμα, ενός τρίτου γένους που βιώνει μια εναλλακτική Βασιλεία όπου όπως ήδη σημειώθηκε
ισχύει η αντεστραμμένη πυραμίδα. Οι όροι κλειδιά που προσδιορίζουν αυτή την καινούργια
κοινωνία και απαντούν με μοναδική συχνότητα και στα κείμενα του Π. αλλά και τα βιβλία της
Κ.Δ. γενικότερα είναι το πᾶς και οι αλληλοπαθείς αντωνυμίες ἀλλήλων, ἀλλήλοις ή ἀλλήλους.

35
Bruce Hansen, ‘All of you are one’: the social vision of Gal 3:28, 1 Cor 12:13 and Col 3:11. (PhD diss., University of St.
Andrews, 2007).
36
Πρ. 2, 21. 10.
11
Καθένας ανεξάρτητα φύλου, φυλής ή θρησκείας έχει πρόσβαση στην κοινή τράπεζα/το κοινό
ποτήρι και τη ζωή που απορρέει από αυτήν αλλά όχι μόνος: σε διαδραστικότητα προς τον άλλον
που θεωρείται αδελφός. Πολλοί/ικανοί πεθαίνουν/κοιμώνται όχι διότι περιπίπτουν στα λεγόμενα
θανάσιμα αμαρτήματα, παρότι όπως αποδεικνύεται από τα προηγούμενα κεφάλαια η πορνεία
ήταν διαδεδομένη, αλλά διότι κοινωνά του άρτου και του οίνου χωρίς να έχει προηγουμένως
κοινωνήσει του άλλου, των απλών βιοτικών και πνευματικών αναγκών του πλησίον. Και στην
Αποκ. 2 ως κατεξοχήν πτώση δε θεωρείται το «σεξουαλικό» ατόπημα του αγγέλου της Εκκλησίας
της Εφέσου αλλά η απώλεια της «πρώτης» αγάπης και προς τον Θεό και τους συνανθρώπους (2,
4). Σημειώνει και πάλι ο Wolter σχετικά με την «εξισωτική αμοιβαιότητα» που ισχύει στην
Εκκλησία: Αυτό, βασίζεται από γλωσσική άποψη, στις παύλειες επιστολές όπως και γενικά στην
Καινή Διαθήκη, στις φαινομενικά αθώες αλληλοπαθείς αντωνυμίες ἀλλήλων, ἀλλήλοις ή
ἀλλήλους. Συνήθως μεταφράζεται ως «μεταξύ τους», και είναι άξιο προσοχής ότι απαντά σε
πλήθος ηθικών παραγγελμάτων: «τῇ φιλαδελφίᾳ εἰς ἀλλήλους φιλόστοργοι, τῇ τιμῇ ἀλλήλους
προηγούμενοι» (Ρωμ 12,10), «προσλαμβάνεσθε ἀλλήλους» (Ρωμ 15,7)· «δουλεύετε ἀλλήλοις»
(Γαλ 5,13)· «ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε» (Γαλ 6,2) κ.τ.λ. Οι ηθικές εντολές που περιέχουν την
εν λόγω αντωνυμία ισχύουν πάντοτε και για τα δύο μέρη. Ο Παύλος τις θεωρεί συμμετρικές, και
μάλιστα με τρόπο που και οι δύο πλευρές βρίσκονται ενώπιον μίας και της αυτής αξίωσης. […]
Αυτή η ιδιαιτερότητα των ηθικών εντολών δεν είναι κάτι καινούργιο, διότι απαντά ήδη στο
ελληνιστικό περιβάλλον του πρώιμου χριστιανισμού. Στον Χριστιανισμό, όμως, περιορίζεται σε
δύο πλαίσια εφαρμογής, τα οποία οριοθετούνται με σαφήνεια: στην οικογενειακή ηθική (εδώ
έχουμε πάντοτε σχέση μεταξύ αδελφών) και την ηθική της φιλίας, δηλαδή σε όσα οφείλουν να
κάνουν οι φίλοι ο ένας για τον άλλο. Συνεπώς ως συστατικό ηθικών εντολών, αυτή η αντωνυμία
χρησιμοποιείται πάντοτε μονάχα εκεί, όπου το ζήτημα είναι η διαδραστική σχέση προσώπων με
ίδια καταστατική θέση, δηλ. όπου οι σχέσεις πρόκειται για σχέσεις μεταξύ ίσων. Έτσι η χρήση
τής συγκεκριμένης αντωνυμίας στα ηθικά παραγγέλματα της Καινής Διαθήκης συνεπάγεται μια
πολύ συγκεκριμένη εκκλησιολογική θέση: το γεγονός ότι η πίστη στον Ιησού και η βάπτιση στο
Ὀνομά Του καθιστά τους πλέον διαφορετικούς ανθρώπους αδελφούς και φίλους. Σε ό,τι αφορά τη
διαφορά μεταξύ Ιουδαίων και μη Ιουδαίων, αυτή η θέση θεμελιώνεται στην παύλεια διδασκαλία
περί της δικαίωσης.

Η συνέχεια της Εκκλησίας με τον Ισραήλ υπογραμμίζεται και με τον χαρακτηρισμό άγιος για
τα μέλη της Εκκλησίας ήδη στην Εισαγωγή, παρότι τα συγκεκριμένα πρόσωπα παρουσιάζουν
αδυναμίες σαρκικές και άλλες. Η ανωτέρω συνέχεια είναι εμφανής κατεξοχήν με το κεφ. 10, με
το οποίο ο Π. επιχειρηματολογεί εναντίον τής βρώσεως ειδωλοθύτων στον ειδωλολατρικό ναό
ως εξής: Οὐ θέλω γὰρ ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, ὅτι οἱ πατέρες ἡμῶν πάντες ὑπὸ τὴν νεφέλην
ἦσαν καὶ πάντες διὰ τῆς θαλάσσης διῆλθον (10, 1)37. Και στην παλαιοδιαθηκική του διάσταση ο
λαός τροφοδοτούνταν από τον Ι. Χριστό που συμβολίζεται με την πέτρα. Και στο κεφ. 14, 21-3 38 η
Εκκλησία ταυτίζεται με τον λαό του Θεού. Μετά την έλευση του Ιησού έχουμε υποκατάσταση του
κατά σάρκα από τον κατά πνεύμα Ισραήλ. Τα ειδολογικά στοιχεία που διαφοροποιούσαν την
Εκκλησία τη Συναγωγή ήταν η μοναδική χριστιανική Βάπτιση (παρότι σύμφωνα με το Α’ Κορ. 10
προτυπώνεται στη διάβαση της Ερυθράς θαλάσσης) όπου κάποιος γίνεται σύμφυτος της
Σταύρωσης και κοινωνός της αναστάσεως. Αυτό το μυστήριο δεν έχει αντίστοιχο στον Ισραήλ.
Από τον Π. παραλληλίζεται με τη «θυσία της περιτομής» (Κολ. 2, 11). Επίσης η αγιότητα στο
χώρο της χριστιανικής Εκκλησίας δεν κατανοείται ως αποχή απλώς από ό,τι ακάθαρτο.
Απαντώντας στο ερώτημα των Κορίνθιων εάν είναι καλό να μην έχουν γενετήσιες σχέσεις με το
έτερον άπιστο ήμισυ, ο Π. όχι μόνον τους αποτρέπει από τον λευκό γάμο, αλλά τους προτρέπει να
συνέρχονται με το επιχείρημα 14 ἡγίασται γὰρ ὁ ἀνὴρ ὁ ἄπιστος ἐν τῇ γυναικὶ καὶ ἡγίασται ἡ γυνὴ
ἡ ἄπιστος ἐν τῷ ἀδελφῷ· ἐπεὶ ἄρα τὰ τέκνα ὑμῶν ἀκάθαρτά ἐστιν, νῦν δὲ ἅγιά ἐστιν. 16 τί γὰρ
οἶδας, γύναι, εἰ τὸν ἄνδρα σώσεις; ἢ τί οἶδας, ἄνερ, εἰ τὴν γυναῖκα σώσεις; (Α’ Κορ. 7, 16). Στο
χώρο της Εκκλησίας πλέον δεν είναι μεταδοτική η ασθένεια (όπως στη φύση) αλλά η σωτηρία διά
της αγάπης, καθώς ο Θεός, ο κατεξοχήν άγιος, είναι Πατέρας που ανατέλλει το φως του σε
αγαθούς και πονηρούς (Μτ. 5, 46). Στη Ρωμ., αντιμετωπίζοντας ο Π. εκείνους τους

37
10, 20. 22 // Δτ. 32, 17. 21.
38 21
ἐν τῷ Νόμῳ γέγραπται ὅτι «ἐν ἑτερογλώσσοις καὶ ἐν χείλεσιν ἑτέρων λαλήσω τῷ λαῷ τούτῳ καὶ οὐδ᾽
οὕτως εἰσακούσονταί μου», λέγει Κύριος. (Ησ. 18, 11-12) 22ὥστε αἱ γλῶσσαι εἰς σημεῖόν εἰσιν οὐ τοῖς πιστεύουσιν
ἀλλὰ τοῖς ἀπίστοις, ἡ δὲ προφητεία οὐ τοῖς ἀπίστοις ἀλλὰ τοῖς πιστεύουσιν.23 Ἐὰν οὖν συνέλθῃ ἡ ἐκκλησία ὅλη ἐπὶ
τὸ αὐτὸ καὶ πάντες λαλῶσιν γλώσσαις, εἰσέλθωσιν δὲ ἰδιῶται ἢ ἄπιστοι, οὐκ ἐροῦσιν ὅτι μαίνεσθε; ( 14:21-23 )
12
εθνικοχριστιανούς που αντιμετώπιζαν με αλλαζονεία39 τους Ιουδαιοχριστιανούς «συντηρητικούς»
που δεν έτρωγαν ακάθαρτο κρέας αλλά και οίνο που χρησιμοποιούνταν σε σπονδές χρησιμοποιεί
στα κεφ. 9-11την εικόνα του μπολιάσματος. Έτσι δηλώνει ότι τα έθνη συνιστούν τα κλαδιά της
αγριελιάς που μπολιάστηκαν στη θέση των αποκοπέντων κλάδων της ήμερης. Το συγκεκριμένο
δέντρο θεωρείται το πλέον πολύτιμο στην Ανατολή καθώς ο καρπός του χρησιμοποιείται για
τροφή, θεραπεία/επούλωση, φωτισμό (στον οίκο, τη Συναγωγή, το Ναό) αλλά και για τη χρίση του
Μεσσία. Στο τέλος, σύμφωνα με το μυστηριώδες σχέδιο του Θεού θα σωθεί και ο Ισραήλ ὧν ἡ
υἱοθεσία καὶ ἡ δόξα καὶ αἱ διαθῆκαι καὶ ἡ νομοθεσία καὶ ἡ λατρεία καὶ αἱ ἐπαγγελίαι, 5 ὧν οἱ
Πατέρες καὶ ἐξ ὧν ὁ Χριστὸς τὸ κατὰ σάρκα, ὁ ὢν ἐπὶ πάντων Θεὸς εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας,
ἀμήν. (9:4-5): Οὐ γὰρ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, τὸ μυστήριον τοῦτο, ἵνα μὴ ἦτε [παῤ] ἑαυτοῖς
φρόνιμοι, ὅτι πώρωσις ἀπὸ μέρους τῷ Ἰσραὴλ γέγονεν ἄχρι οὗ τὸ πλήρωμα τῶν ἐθνῶν εἰσέλθῃ
καὶ οὕτως πᾶς Ἰσραὴλ σωθήσεται, (11:25-26).
8. Ενώ στη Ρωμ. ο Π. για να δηλώσει τη σχέση του νέου με τον παλαιό Ισραήλ χρησιμοποιεί
την εικόνα του μπολιάσματος ενός κλαδιού αγριελιάς σε ένα δέντρο καλλιέλαιης, στην Α’Κορ.
χρησιμοποιεί για πρώτη φορά τις εικόνες της οικοδομής και του σώματος (πρβλ. Ρωμ. 12).
Αρχικά στο κεφ. 3 ο Π. χρησιμοποιεί για την Ε. στην Α’ Κορ. την εικόνα του κήπου/παραδείσου
(;) και εν συνεχεία της Οικοδομής (3, 9-15): Θεοῦ γάρ ἐσμεν συνεργοί, Θεοῦ γεώργιον, Θεοῦ
οἰκοδομή ἐστε (3, 9). Εν προκειμένω ο Π. αξιοποιεί έναν κοινό τόπο με τη φιλολογία της εποχής
του που σχετίζεται με την οικοδομή τόσο με την έννοια (α) της ανοικοδόμησης40 όσο και (β) με
αυτή του κτηρίου που έχει ως θεμέλιο τον Χριστό, ο οποίος σε άλλες περιπτώσεις (για
παράδειγμα την Εφ.) προβάλλεται ως ακρογωνιαίος λίθος. Η ίδια εικόνα χρησιμοποιείται και στο
γνωστό λόγιο του Κυρίου προς τον Πέτρο όπου εξαίρεται η σταθερότητα αφού ούτε οι πύλες του
Άδη, οι σατανικές δυνάμεις δεν είναι δυνατόν να το κατακρημνίσουν (Μτ. 16, 16 πρβλ. Ησ. 28,
16: διὰ τοῦτο οὕτως λέγει Κύριος ἰδοὺ ἐγὼ ἐμβαλῶ εἰς τὰ θεμέλια Σιων λίθον πολυτελῆ ἐκλεκτὸν
ἀκρογωνιαῖον ἔντιμον εἰς τὰ θεμέλια αὐτῆς καὶ ὁ πιστεύων ἐπ᾽ αὐτῷ οὐ μὴ καταισχυνθῇ Ψ. 118
(117), 22. Μκ. 12, 10 κε. 14, 58. Α’Ενώχ 90.28 κε. 91.13. 93.7 Ιωβηλ. 1.17. Qflor. 1.3 1QS 8.4-10. 1QH
6.26). Στο Α’Κορ. η διαδικασία της οικοδομής είναι διαρκής και αέναη και αφορά κατεξοχήν στα
μέλη της Εκκλησίας και μάλιστα τα ασθενή που αξίζει να σταθούν στο «ύψος» τους ώστε να μην
καταρρεύσει το οικοδόμημα. Στο τέλος μάλιστα της πρώτης περικοπής όπου χρησιμοποιείται η
εικόνα της Οικοδομής, αποδεικνύεται ότι αυτή είναι ένας ζωντανός Ναός που σε κάθε χώρο
όπου παροικεί η Εκκλησία υποκαθιστά τον ένα και μοναδικό Ναό των Ιεροσολύμων αφού
φανερώνει/αποκαλύπτει τον Θεό της Εξόδου: 16Οὐκ οἴδατε ὅτι Ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ
Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν; 17εἴ τις τὸν Ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός· ὁ γὰρ Ναὸς τοῦ
Θεοῦ ἅγιός ἐστιν, οἵτινές ἐστε ὑμεῖς. Ο Π. δηλ. χρησιμοποιεί ως αφόρμηση τον κήπο/παράδεισο
και κατόπιν μέσω της μεταφοράς που χρησιμοποιούνταν για να εκφράσει στη Ρωμαϊκή
Αυτοκρατορία την κοινωνική σταθερότητα και «ομόνοια» μεταξύ των τάξεων (που πλέον στη
χριστιανική Κοινότητα αντιμετωπίζονται ως αδελφοί), καταλήγει να δηλώσει τον «επίγειο
παράδεισο», το Ναό των Ιεροσολύμων, προς τον οποίο ήταν προσανατολισμένο το ιουδαϊκό έθνος
και συνιστούσε τον ομφαλό και τον άξονα της γης. Στα Α’ Κορ. 8-10 αλλά και στο κεφ. 14 το
κριτήριο τι οικοδομεί τον αδελφό μου μια έκφραση που παραπέμπει στο θεσμό της
Οικογένειας. Αποδεικνύεται έτσι ότι ο πυρήνας του Χριστιανισμού δεν ήταν μόνον η κατ’ οίκον
Εκκλησία αλλά και η Εκκλησία ως Οικογένεια. Σημειωτέον ότι το γεγονός ότι η Ε. δεν είναι ένα
ολοκληρωμένο απαρτισμένο Καθίδρυμα αλλά βρίσκεται σε διαδικασία οικοδομής και αύξησης,
δεν σχετίζεται με τη γεωγραφική επέκταση στα πέρατα της Οικουμένης ούτε με τον
«καλλωπισμό» - ισχυροποίησή της με μηχανισμούς ιεραρχικούς αλλά με την πνευματική
ωρίμανση. Ό,τι λειτουργεί αρνητικά σε αυτή τη διαδικασία πρέπει να απομακρυνθεί για να σωθεί
και το ίδιο αλλά και να μην καταδικάσει τους άλλους. Εξ αφορμής στην Εκκλησία ενός που είχε
νυμφευθεί τη μητριά του ο Π. στο κεφ. 5 συμβουλεύει ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου [ἡμῶν] Ἰησοῦ
συναχθέντων ὑμῶν καὶ τοῦ ἐμοῦ πνεύματος σὺν τῇ δυνάμει τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ, παραδοῦναι
τὸν τοιοῦτον τῷ σατανᾷ εἰς ὄλεθρον τῆς σαρκός, ἵνα τὸ πνεῦμα σωθῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Κυρίου.
[…] ἐξάρατε τὸν Πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν (5, 4-5. 13).

9. Μία άλλη γνωστή εικόνα είναι αυτή του Σώματος που επίσης όπως και η οικοδομή
χρησιμοποιούνταν από το μχανισμό προπαγάνδας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Titus Livius

39
μὴ κατακαυχῶ τῶν κλάδων· εἰ δὲ κατακαυχᾶσαι οὐ σὺ τὴν ῥίζαν βαστάζεις ἀλλὰ ἡ ῥίζα σέ. (11:18).
40
Με το (α) συνδέονται τα (συν)ἔργον, (συν)εργάζομαι (3, 9. 13-15. 4, 12. 5, 2) αλλά και τα εποικοδομέω, κόπος (3, 8.
15, 58), οικοδόμος, θεμέλιον (3, 10-22) βεβαιόω (1, 6-8) και εδραίος (15, 38).
13
(59 BC – AD 17), Ab Urbe Condita41 2.32.9-12 (πρβλ. Πλουτάρχου, Κοριολ. 6. Διονύσιος Αλικ. Αρχ.
6.85 κε.)42 παραθέτει την Ομιλία του Menenius Agrippa ο οποίος το 503 π.Χ. για να μη
διαταραχτεί το status quo, να νομιμοποιηθεί η άρχουσα τάξη και να αποδεχθούν οι
επαναστατημένοι πληβείοι που είχαν αποσυρθεί εκτός της Ρώμης στον άγιον Όρος τους
κοινωνικούς τους ρόλους και τη θέση τους στην πυραμίδα της διατυπώνει το μύθο. Σύμφωνα μ’
αυτόν (το μύθο), τα μέλη του σώματος διαφώνησαν, το καθένα είχε τις δικές του ιδέες και
ύψωσε τη δική του φωνή. Θεωρήθηκε άδικο να εργάζονται και να κοπιάζουν για την κοιλιά ενώ
αυτή κάθεται ήσυχη στο κέντρο. Συνωμότησαν με αποτέλεσμα το σώμα ν’ αδυνατήσει πλήρως
αφού αυτή πλέον δεν το τροφοδοτούσε με αίμα. Αξιοσημείωτο είναι ότι αντικείμενο του
σαμποτάζ δεν είναι η κεφαλή αλλά η κοιλιά. Στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία όταν διαμορφώνεται μια
πυραμίδα εξουσίας η σχέση κεφαλής-σώματος αποτυπώνει τη σχέση της Ρώμης και των λοιπών
ιταλικών πόλεων αλλά και αυτή του Οκταβιανού με τους «πελάτες» βασιλείς της Ανατολής.
Σύμφωνα με το Σενέκα, ο αυτοκράτωρ Νέρων είναι το πνεύμα που συνέχει το σώμα της πολιτείας
(animus rei publicae/ mens imperii Clem. 1.3.5 1.5.1) ενώ το corpus imperii ζωοποιείται από την
κεφαλή του, τον αυτοκράτορα. Ο ηγεμόνας/prince ως εκπρόσωπος του θεού έναντι του
ανθρωπίνου γένους και κεφαλή του Σύμπαντος είναι ο έμψυχος λόγος, τε. ενσάρκωση του θείου
νου και νόμου (Πλούτ. Ηθικά 780γ). Χαρακτηριστική η προπαγάνδα του Βεσπασιανού, ο οποίος
για να εδραιώσει τη δυναστεία του, θριαμβεύει στη Ρώμη επιδεικνύοντας τα λάφυρα από το Ναό
των Ιεροσολύμων και καθαγιάζοντας το Ναό της Ειρήνης ως κοινή κεφαλή (caput mundi) όλων
των λαών και πολιτισμών που συνιστούν ως μέλη/membra, το σώμα- corpus της αυτοκρατορίας
(imperii pax romana). Η άλωση της πρωτεύουσας των Ιουδαίων αποκτά συμβολικό χαρακτήρα,
όχι μόνον διότι φανερώνει την επικυριαρχία της Δύσεως επί της Ανατολής, αλλά επιπλέον διότι
απαλλάσσει το σώμα από εκείνους που θεωρούνταν μισάνθρωποι (odium humani generis).

Η εικόνα του Σώματος χρησιμοποιείται στη φιλολογία της αυτοκρατορικής περιόδου για να
αποτυπώσει τη σχέση των αδελφών όπου (παρότι υπάρχει ένα είδος ιεραρχίας, ανωτερότητας
του πρωτότοκου έναντι ) ισχύει ταυτότητα στάτους, αλληλεγύη και φιλαδελφία. Ένα τέτοιο
μοντέλο προτείνει ο στωικός Ιεροκλής (2ος αι. μ.Χ.) στο Περί Καθηκόντων 4.27.20 (που διασώζει
ο Στοβαίος στην Ανθολογία του): τα αδέλφια ενός προσώπου είναι σαν τα μάτια, τα χέρια τα
οποία όντως διπλά συνεργάζονται43.
41
Chapters from the Foundation of the City,
42
Ήδη η μεταφορά του σώματος για κοινωνικά μεγέθη χρησιμοποιήθηκε από τον Πλάτων και τον Ισοκράτη το 4ο αι.
π.Χ. Καλλιεργήθηκε, όμως, ιδιαίτερα από τους Στωικούς με αφετηρία την υλιστική σκέψη ότι όλα τα όντα σε αντίθεση
προς τα λεκτά (αυτά που συνιστούν αντικείμενο μόνον σκέψεως) μόνον ως σώμα μπορούν να υπάρχουν. Η ενότητα
συνεπώς είναι νοητή ως ενότητα σώματος και βασίζεται στον τόνο που συνέχει, μορφοποιεί και δίνει ποιότητα στο
σώμα. Στα ανόργανα σώματα (πλοίο, σπίτι) ο τόνος είναι η η έξη, στα οργανικά (φυτά) η φύσις, στα ζώα η ψυχή και
τους ανθρώπους η λογική ψυχή ή ο νους. Ενώ στα άψυχα η μίξη σημαίνει απώλεια του προηγούμενου είδους (Φίλων
conf. 187) στα κοινωνικά σώματα τα μέλη ενός σώματος διατηρούν τις προγενέστερες ιδιότητες. Μάλιστα η
μεταγενέστερη Στοά αμφισβήτησε ότι υπάρχει Συμπάθεια μεταξύ των μελών των σωμάτων, κάτι που παραδεχόταν η
προγενέστερη η οποία θεωρούσε ότι διαπνέονται από το ίδιο πνεύμα. Συνεπώς η μεταφορά του σώματος δεν απορρέει
μόνον από το ανθρώπινο σώμα αλλά και από την στωική κοσμολογία: ολόκληρος ο Κόσμος, το Σύμπαν συνίσταται από
διαφορετικά μέρη που τα συνέχει ο θείος λόγος. Οργανική ενότητα και αλληλόδραση καθώς αυτάρκεια έχει μόνον
η πόλις που είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωση των μεμονωμένων μελών αλλά και (β) διαφοροποίηση της
εσωτερικής δομής όχι μόνον στη λειτουργικότητα (Πλάτων Πολ. 414c-421c Πλούτ. Ηθικά 812Δ Σενέκας, Διάλ. 4.31)
αλλά και στη σπουδαιότητα: άλλα είναι σπουδαιότερα και άλλα ελάσσονος σημασίας. Υφίστανται οργανική συνάφεια,
λειτουργική εσωτερική διαφοροποίηση, ισόρροπη διαδραστικότητα, συμπάθεια αλλά και κίνδυνος μόλυνσης.
43
Στοβαίος 4.27.20.82: Ἀλλὰ γὰρ ταῦτα μὲν ταύτῃ. μετὰ ταῦτα δ΄ ἐνθυμητέον͵ ὅτι τρόπον τινὰ οἱ ἀδελφοὶ ταὐτοῦ
μέρη τυγχάνουσιν͵ ὥσπερ οἱ ἐμοὶ ὀφθαλμοὶ ἐμοῦ καὶ ὡσαύτως σκέλη τε καὶ χεῖρες καὶ τὰ λοιπά. καὶ γὰρ οὗτοι τοῦτον
ἔχουσιν τὸν τρόπον εἴτε πρὸς τὸν οἶκον ἐξετάζοντες. ὥσπερ οὖν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ αἱ χεῖρες͵ εἴπερ ἕκαστον ἰδίαν ψυχὴν
καὶ νοῦν λάβοι͵ περιέποι ἂν τὰ λοιπὰ πάσῃ μηχανῆ διὰ τὴν εἰρημένην κοινωνίαν͵ τῷ μηδ΄ αὐτὰ τὸ ἴδιον ἔργον οἷά τε
εἶναι παρέχειν καλῶς δίχα τῆς τῶν ἑτέρων παρουσίας· οὕτως δεῖ καὶ ἡμᾶς ἀνθρώπους γε ὄντας καὶ ψυχὴν
ὁμολογοῦντας ἔχειν͵ μηδὲν παριέναι σπουδῆς ὑπὲρ τοῦ δεόντως προσφέρεσθαι τοῖς ἀδελφοῖς. καὶ γὰρ αὖ καὶ πλεῖόν τι
παρὰ τὰ μέρη συλλαμβάνειν ἀλλήλοις ἀδελφοὶ πεφύκασιν͵ εἴ γε ὀφθαλμοὶ μὲν συνορῶσιν ἀλλήλοις παρὼν παρόντι͵ καὶ
χεὶρ συνεργάζεται παροῦσα χειρὶ παρούσῃ· ἡ δ΄ ἀδελφῶν σύμπραξις ἀλλήλοις πολυχουσ τέρα πώς ἐστι. πράττουσι γὰρ
τὰ κοινῇ διαφέροντα καὶ διεστηκότες τοῖς τόποις πάμπαν· μέγα θ΄ ὑπάρχουσιν ἀλλήλων ὄφελος͵ κἂν μυρίον ᾖ τὸ
διάστημα. ὅλως δὲ ἐν θυμητέον͵ ὡς ὁ βίος ἡμῖν κινδυνεύει μακρός τις εἶναι καὶ πολυετὴς πόλεμος· τοῦτο μὲν διὰ τὴν
αὐτῶν τῶν πραγμάτων φύσιν ἐχόντων τι ἀντίτακτον͵ τοῦτο δὲ διὰ τὰς ἐξαιφνιδίους καὶ ἀπροσδοκήτους ἐπιδρομὰς τῆς
τύχης͵ πολὺ δὲ μάλιστα δι΄ αὐτὴν τὴν κακίαν οὔτε βίας τινὸς ἀπεχομένην οὔτε δόλου καὶ κακῶν στρατηγημάτων. ὅθεν
καλῶς ἡ φύσις. ὡς ἂν ἐφ΄ ἃ γεννᾷ μὴ ἀγνοοῦσα͵ παρήγα γεν ἡμῶν ἕκαστον τρόπον τινὰ μετὰ συμμαχίας. οὐδεὶς οὖν
ἔστι μόνος οὐδ΄ ἀπὸ δρυὸς οὐδ΄ ἀπὸ πέτρης͵ ἀλλ΄ ἐκ γονέων καὶ μετ΄ ἀδελφῶν καὶ συγγενῶν καὶ ἄλλων οἰ κείων.
μέγας δὲ βοηθὸς ὁ λόγος͵ καὶ τοὺς ὀθνείους καὶ μηδὲν καθ΄ αἷμα προσήκοντας ἐξιδιούμενος͵ ἀφθονίαν τε παρέχων
14
Στην Α’Κορ. είναι καταρχάς εντυπωσιακό ότι δίνεται έμφαση στην τιμή που αποδίδεται ήδη στο
ανθρώπινο σώμα σ’ εκείνα τα μέλη που θεωρούνται ατιμότερα και ασχήμονα: 12 Καθάπερ γὰρ τὸ
σῶμα ἕν ἐστιν καὶ μέλη πολλὰ ἔχει, πάντα δὲ τὰ μέλη τοῦ σώματος πολλὰ ὄντα ἕν ἐστιν σῶμα,
οὕτως καὶ ὁ Χριστός· 13καὶ γὰρ ἐν ἑνὶ πνεύματι ἡμεῖς πάντες εἰς ἓν σῶμα ἐβαπτίσθημεν, εἴτε
Ἰουδαῖοι εἴτε Ἕλληνες εἴτε δοῦλοι εἴτε ἐλεύθεροι, καὶ πάντες ἓν Πνεῦμα ἐποτίσθημεν.14 Καὶ γὰρ
τὸ σῶμα οὐκ ἔστιν ἓν μέλος ἀλλὰ πολλά. 15 ἐὰν εἴπῃ ὁ πούς· ὅτι οὐκ εἰμὶ χείρ, οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ
σώματος, οὐ παρὰ τοῦτο οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ σώματος;16 καὶ ἐὰν εἴπῃ τὸ οὖς· ὅτι οὐκ εἰμὶ ὀφθαλμός,
οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ σώματος, οὐ παρὰ τοῦτο οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ σώματος; 17 εἰ ὅλον τὸ σῶμα ὀφθαλμός,
ποῦ ἡ ἀκοή; εἰ ὅλον ἀκοή, ποῦ ἡ ὄσφρησις;18 νυνὶ δὲ ὁ Θεὸς ἔθετο τὰ μέλη, ἓν ἕκαστον αὐτῶν ἐν
τῷ σώματι καθὼς ἠθέλησεν.19 εἰ δὲ ἦν τὰ πάντα ἓν μέλος, ποῦ τὸ σῶμα;20 νῦν δὲ πολλὰ μὲν
μέλη, ἓν δὲ σῶμα.21 οὐ δύναται δὲ ὁ ὀφθαλμὸς εἰπεῖν τῇ χειρί· χρείαν σου οὐκ ἔχω, ἢ πάλιν ἡ
κεφαλὴ τοῖς ποσίν· χρείαν ὑμῶν οὐκ ἔχω 22ἀλλὰ πολλῷ μᾶλλον τὰ δοκοῦντα μέλη τοῦ
σώματος ἀσθενέστερα ὑπάρχειν ἀναγκαῖά ἐστιν,23καὶ ἃ δοκοῦμεν ἀτιμότερα εἶναι τοῦ
σώματος τούτοις τιμὴν περισσοτέραν περιτίθεμεν, καὶ τὰ ἀσχήμονα ἡμῶν
εὐσχημοσύνην περισσοτέραν ἔχει,24 τὰ δὲ εὐσχήμονα ἡμῶν οὐ χρείαν ἔχει. ἀλλὰ ὁ Θεὸς
συνεκέρασεν τὸ σῶμα τῷ ὑστερουμένῳ περισσοτέραν δοὺς τιμήν, 25 ἵνα μὴ ᾖ σχίσμα ἐν τῷ σώματι
ἀλλὰ τὸ αὐτὸ ὑπὲρ ἀλλήλων μεριμνῶσιν τὰ μέλη.26 καὶ εἴτε πάσχει ἓν μέλος, συμπάσχει πάντα τὰ
μέλη· εἴτε δοξάζεται [ἓν] μέλος, συγχαίρει πάντα τὰ μέλη.27 ὑμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ
μέλη ἐκ μέρους (12, 12-27). Αυτό το στοιχείο επιβεβαιώνει την ανατροπή της ιεραρχίας κάθε
πυραμίδας.

Ένα δεύτερο στοιχείο που εντυπωσιάζει στον Π. είναι το γεγονός ότι η Εκκλησία ή τα μέλη της
συνιστούν σώμα Χριστού (που δεν απαντά στα δογματικά τμήματα των Επιστολών αλλά πάντα σε
Παραινέσεις) δεν είναι απλώς μια εικόνα αλλά εκφράζει την οντολογική και ολιστική συνάφεια
μαζί Του και ταυτόχρονα αποτυπώνει το γεγονός της ποικιλομορφίας των χαρισμάτων εν τη
ενότητι. Η διατύπωση μάλιστα στο κεφ. 6 (όπου αποτρέπεται η πορνεία) και η επιχειρηματολογία
επί τη βάσει του Γέν. 2 παραπέμπει στο γεγονός ότι η σχέση εκάστου πιστού με τον Ιησού είναι
γαμήλια: 15 οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν; ἄρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ
ποιήσω πόρνης μέλη; μὴ γένοιτο 16 [ἢ] οὐκ οἴδατε ὅτι ὁ κολλώμενος τῇ πόρνῃ ἓν σῶμά ἐστιν;
«ἔσονται γάρ, φησίν, οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν».17 ὁ δὲ κολλώμενος τῷ Κυρίῳ ἓν πνεῦμά
ἐστιν.18Φεύγετε τὴν πορνείαν. πᾶν ἁμάρτημα ὃ ἐὰν ποιήσῃ ἄνθρωπος ἐκτὸς τοῦ σώματός ἐστιν·
ὁ δὲ πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει.19ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν
Ἁγίου Πνεύματός ἐστιν οὗ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν;20 ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς·
δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν (6, 16-20). Σημειωτέον ότι ο γάμος προϋπόθετε την
εξαγορά της συζύγου από την αιχμαλωσία ή την πατρική στέγη με κατάθεση εκ μέρους του
συζύγου της προίκας/του μοχάρ. Πρόκειται για την πολύ παραστατική εικόνα του Ιεζεκιήλ (κεφ.
16) την οποία «υπομνηματίζει» με πολύ ζωντανά χρώματα και ο Χρυσόστομος. Ο ίδιος ο Π. στη
Γαλ. η οποία γράφτηκε μάλλον νωρίτερα από την Α’Κορ. και ίσως στην Κόρινθο χρησιμοποιεί
γλώσσα «ερωτική»: 18εἰ γὰρ ἃ κατέλυσα ταῦτα πάλιν οἰκοδομῶ, παραβάτην ἐμαυτὸν
συνιστάνω.19 ἐγὼ γὰρ διὰ Νόμου νόμῳ ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω. Χριστῷ συνεσταύρωμαι· 20 ζῶ
δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ Υἱοῦ
τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ (2, 18-20). Εν προκειμένω
βεβαίως ο Π. αναφέρει ότι ο κολλώμενος τῷ Κυρίῳ ἓν πνεῦμά ἐστιν. Δεν αναφέρει ἓν σῶμα
ἐστιν. Όπως συμπεραίνεται όμως από το κεφ. 10 (πνευματικό βρώμα) ο όρος πνεύμα δεν
αποκλείει και τη «σαρκική» συμμετοχή στην ένωση ενώ όπως διευκρινίζει και η συνέχεια
συνδέεται με την πλήρωση της ύπαρξης με το Άγ. Πνεύμα γεγονός που καθιστά το σώμα Ναό.
Επιπλέον ο Π. θέλει να αποτρέψει (α) την ατομιστική θεώρηση κάθε ανθρώπου ξεχωριστά ως
Σώματος Χριστού αφού οι Κορίνθιοι έρεπαν προς τον ατομικισμό αλλά (β) την υποτίμηση του
γάμου που θα θιγεί στο επόμενο κεφ. 7. Ο ίδιος ο Απόστολος των Εθνών στο Β’ Κορ. 11, 2-3
παρουσιάζεται ως νυμφαγωγός που κόμισε τη νύμφη στο νυμφίο: έχω ζήλο για σας θείο ζήλο. Και
σας αρραβώνιασα μ’ έναν άνδρα τον Χριστό για να σας παρουσιάσω σ’ αυτόν αγνή παρθένο.
Αλλά φοβάμαι μήπως όπως ο όφις εξαπάτησε την Εύα με την πανουργία του, έτσι εξαπατηθούν οι

συμμάχων. διὰ τοῦτο κατὰ φύσιν ἡμῖν σπουδὴ καὶ ὁντινοῦν προσαγαγέσθαι καὶ φιλοποιήσασθαι. γίνε ται γοῦν ἤδη τὸ
πρᾶγμα τελεωτάτη μανιῶν τοῖς μὲν οὐ δὲν ἐκ φύσεως ἔχουσι φίλτρον πρὸς ἡμᾶς ἐθέλειν συγ κραθῆναι καὶ τῇ γνώμῃ
εἰς ἐφ΄ ὅσον ἐνδέχεται πλεῖστον χέαι τὴν οἰκειότητα͵ τῶν δὲ ἐξ ἑτοίμου καὶ παρ΄ αὐτῆς χορηγουμένων τῆς φύσεως
κατημεληκέναι βοηθῶν κἀπι κούρων͵ οἵους δὴ συμβέβηκεν εἶναι τοὺς ἀδελφούς.
15
διάνοιές σας λόγω της χριστιανικής αθωότητας. (= 2ζηλῶ γὰρ ὑμᾶς Θεοῦ ζήλῳ, ἡρμοσάμην γὰρ
ὑμᾶς ἑνὶ ἀνδρὶ παρθένον ἁγνὴν παραστῆσαι τῷ Χριστῷ· 3φοβοῦμαι δὲ μή πως, ὡς ὁ ὄφις
ἐξηπάτησεν Εὕαν ἐν τῇ πανουργίᾳ αὐτοῦ, φθαρῇ τὰ νοήματα ὑμῶν ἀπὸ τῆς ἁπλότητος [καὶ τῆς
ἁγνότητος] τῆς εἰς τὸν Χριστόν).

Γι’ αυτό και στην επόμενη χρήση της εικόνας του Σώματος (όπου έχουμε αποτροπή της
ειδωλολατρίας) καθίσταται σαφές ότι δεν πρόκειται για ατομι(στικ)ή ένωση με τον Χριστό αλλά
για συλλογική διότι εκτός του βαπτίσματος, η ενότητα του σώματος βασίζεται στην Ευχαριστία,
στη βρώση του κοινού καθαγιασμένου άρτου: 14Διόπερ, ἀγαπητοί μου, φεύγετε ἀπὸ τῆς
εἰδωλολατρίας.15 ὡς φρονίμοις λέγω· κρίνατε ὑμεῖς ὅ φημι. 16 Τὸ ποτήριον τῆς εὐλογίας ὃ
εὐλογοῦμεν, οὐχὶ κοινωνία ἐστὶν τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ; τὸν ἄρτον ὃν κλῶμεν, οὐχὶ κοινωνία
τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἐστιν;17 ὅτι εἷς ἄρτος, ἓν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμεν, οἱ γὰρ πάντες
ἐκ τοῦ ἑνὸς ἄρτου μετέχομεν. 18Βλέπετε τὸν Ἰσραὴλ κατὰ σάρκα· οὐχ οἱ ἐσθίοντες τὰς θυσίας
κοινωνοὶ τοῦ θυσιαστηρίου εἰσίν; (10, 18). Αυτή φυσικά η οντολογική ένωση με τον Χριστό δεν
σώζει μαγικά. Προϋποθέτει τη θυσιαστική αγάπη του ενός μέλους για το άλλο και ιδίως το
ατιμότερο. Αυτό θα διευκρινιστεί στα κεφ. 12-14, όπου παρατίθεται και ο γνωστός Ύμνος της
Αγάπης.

ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΙΚΟΣ ΠΑΙΑΝΑΣ

Γαλ. 27-28 Α’Κορ. 12, 13 Κολ. 3, 10-11

16
ΕΠΙΜΕΤΡΟ: ΑΠΟΚΡΥΠΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΤΩΝ ΠΑΡΑΛΗΠΤΩΝ ΜΙΑΣ
ΠΑΥΛΕΙΑΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ: Α’ ΚΟΡ.
Α΄ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ (6.807 λέξεις)

Αποστολέας Παύλος και Σωσθένης (τέως αρχισυνάγωγος της Κορίνθου).


Κομιστής: άγνωστος (Στεφανάς ;)
Παραλήπτες Εκκλησία του Θεού στην Κόρινθο (1, 2)

Συνθήκες Μακρά παραμονή του Π. στην Έφεσο κατά την γ’περιοδεία του
Συγγραφής – Επίκειται διεξαγωγή λογείας/εράνου χάριν των πτωχών
αδελφών της Ιουδαίας και του ταξιδιού στη Μακεδονία
Αφορμή Ερωτήσεις Κοινότητας

Τόπος Έφεσος
Συγγραφής
Χρονολογία Άνοιξη 55 μ.Χ.
Αντίπαλοι Σχίσματα στην Έφεσο (που τα πληροφορήθηκε από τους
ανθρώπους της Χλόης)-ισχυρισμοί των Ισχυρών ότι διαθέτουν
δήθεν πνευματική σοφία και χαρίσματα
Θέμα Βασικό Θέμα: η ενότητα
Εκκλησίας ως Σώματος του
Χριστού (άλλα: η θεολογία τοῦ
Σταυρού, το ανθρώπινο σώμα και
οι σχέσεις στο επίπεδο του γάμου
και της τροφής, και η
πραγματικότητα της Ανάστασης)

Δόμηση Προοίμι 1, 1-3 Πρωτόκολλο


ο 1, 4-9 (εὐχαριστῶ) Προοίμιο
Κυρίως 1, 10 (παρακαλῶ)- 16, 12 Ι. 1, 10-4, 21: Νουθεσία για
Σώμα ενότητα της Κοινότητας
ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ
Λόγος/ρητορία ≠λόγος
Σταυρού ΙΙ. 5-6: Απαγόρευση
Γνώσις/σοφία≠σοφία Θεού- αιμομιξίας και πορνείας.
μωρία κηρύγματος/μωρόν του Αποτροπή εδίκασης
Θεού
Δύναμις≠δύναμις Θεού- εσωτερικών υποθέσεων από
ασθενές Θεού εθνικά δικαστήρια
Πνεύμα κόσμου≠πνεύμα Θεού ΙΙΙ: Απαντήσεις για τις
ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ σχέσεις άνδρα-γυναίκας
Περὶ δὲ ὦν ἐγράψατε (7, 1) IV: 8-11: Διδασκαλία για τη
Περὶ δὲ τῶν παρθένων (7, 25)
Περὶ δὲ τῶν είδωλοθύτων (8, βρώση ειδωλοθύτων
1. 8, 4) V: 12-14: Διδασκαλία για τα
Περὶ δὲ τῶν πνευματικῶν (12, χαρίσματα (ύμνος Αγάπης)
1) VI: 15 (γνωρίζω…):
Σωματική ανάσταση των
Περὶ δὲ τῆς λογείας (16, 1) νεκρών
Περὶ δὲ Ἀπολλῶ τοῦ άδελφοῦ V: 16, 1-12: Συλλογή εράνου
(16, 12)

Κατακλε 16, 13-24 16, 13-18 Επιλογική


ίδα παραίνεση
16, 19-20 Χαιρετισμοί
16, 21-24 Εσχατόκολλο
(γραμμένο με το χέρι του
Π.): Μαραναθά (= ο Κύριος
εγγύς)!

17
Πολύ σημαντικό στην ερμηνεία της Α’ Κορ., η οποία όπως αποδεικνύει και η επανάληψη των Περὶ
ὦν ἐγράψατε απαντά σε συγκεκριμένα ερωτήματα, είναι η διευκρίνιση του ποια είναι η απορία
των Κορίνθιων και ποια η απάντηση του Αποστόλου των Εθνών. Σημειωτέον ότι στα αρχαία
χειρόγραφα δεν υπήρχαν εισαγωγικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Περὶ δὲ ὧν ἐγράψατε,
καλὸν ἀνθρώπῳ γυναικὸς μὴ ἅπτεσθαι· (7, 1). Ενώ μάλλον αποτελεί ερώτημα των παραληπτών
«εάν είναι καλό στο άνδρα να μην αγγίζει γυναίκα» εκλήφθηκε ως θέση του Π. και τεκμηρίωσε
από κάποιους έναν κακώς νοούμενο ασκητισμό. Ο ίδιος ο Απόστολος των Εθνών εν συνεχεία
τάσσεται υπέρ του αντιθέτου: μη στερείτε ο ένας τον άλλο απ’αυτό που οφείλετε εκτός κι αν
κάνετε προσκαίρως κατόπιν συμφωνίας για ν’ αφοσιώνεσθε στη νηστεία και στην προσευχή και
πάλι να συνέρχεσθε ως σύζυγοι για να μη σας πειράζει ο Σατανάς λόγω της ακράτειάς σας (στ.
5). Εν συνεχεία παραθέτω το ενδιαφέρον απόσπασμα από το J. Fotopoulos, Τα Θυσιαστήρια
Δείπνα στη Ρωμαϊκή Κόρινθο, Μτφρ. Μ. Γκουτζιούδη, Θεσσαλονίκη: Πουρναρά 2006, 286 κε.. Με
κίτρινο χρώμα έχω εξάρει τις θέσεις των Κορίνθιων, ενώ εν συνεχεία έπονται οι απαντήσεις του
Π..

«Χωρίς τις παραθέσεις των θέσεων των Κορινθίων εντός της πρόθεσης του Παύλου, όλα τα
επιχειρήματα θα έπρεπε να αποδοθούν στον Παύλο, κάνοντας έτσι συγκεκριμένα επιχειρήματα
αντιφατικά, όπως το «πάντες γνώσιν έχομεν (8:1β)» με το «Αλλ' ουκ εν πάσιν η γνώσις» (8:7α).
Ασυνέπεια του Παύλου θα μπορούσε να παρατηρηθεί επιπλέον και στο 8:4-5. Συνεπώς, υπό το
φως των κανόνων των ρητόρων, οι οποίοι υποστηρίζουν τις θέοεις τους, αλλά και εκεί-
νες των αντιπάλων τους στο Partitio, ο Παύλος στο Partitio του διακρίνει τις
προθέσεις που υποστηρίζουν οι Ισχυροί χριστιανοί από εκείνες που υποστηρίζει
αυτός. Το Partitio του καθιερώνει τη γενική σειρά τής επιχειρηματολογίας που ακολουθεί,
απαρτιζόμενη από μία διήγηση (narratio) -δήλωση των στοιχείων- στο 8:10α, και από τις πίστεις
(επιχειρήηματα-probatio) στο 8:10β-11:1. Οι πίστεις αυτές συχνά αρχίζουν με τις προσωπικές
προθέσεις του Παύλου.88

Ο Κουιντιλιανός αναφέρει ότι ένας ρήτορας πρέπει να αποδεικνύει την περίπτωση του καθώς
ανασκευάζει τα αντίπαλα επιχειρήματα.89 Οι λύσεις (refutationes) μπορεί να είναι πίστεις, τόσο
άτεχνες πίστεις (στοιχεία όπως έγγραφα, μαρτυρίες και προηγούμενες κρίσεις), όσο και έντεχνες
πίστεις (ρητορικές τεχνικές). Αυτή ακριβώς είναι η μέθοδος που χρησιμοποιείται από τον Π. στο
8:10-11:1. Ο Παύλος ανασκευάζει τις θέσεις των Ισχυρών μέσω άτεχνων πίστεων, όπως η
προηγούμενη αξιολόγηση του παραδείγματος του Παύλου (9:1-6 εξ.) ή της ιστορίας του Ισραήλ
(10:1-13) ή η έγγραφη μαρτυρία του Νόμου (9:9α). Ο Παύλος λοιπόν παρακινεί τους Κορινθίους
να απομακρυνθούν από την ειδωλολατρία που συνδέονταν με τα ιερόθυτα τα οποία
προσφέρονταν στα γεύματα των παγανιστικών ναών (10:14-22) και τους δίνει οδηγίες σχετικά με
τα τρόφιμα που πωλούνταν στο macellum (= κρεωπολείο 10:25-26) και για εκείνα τα οποία
προσφέρονταν στα δείπνα που διοργανώνονταν από παγανιστές σε ιδιωτικούς οίκους (10:27-
11:1).

Το κείμενο του Α' Κορ. 8:1-11:1 εκτίθεται παρακάτω στη ρητορική του διάταξη (dispositio) Η
διάταξη αυτή παρουσιάζεται per colla et commata (μία διαίρεση του κειμένου σε στίχους που
μεταφέρουν το νόημά του).

Ι. ΤΑ ΕΙΔΩΛΌΘΥΤΑ

Α. Partitio: Η γνώση των Κορινθίων σε Προθέσεις και οι λύσεις τον Παύλου (8:1-9)
1. Σχετικά με τα ειδωλόθυτα (στ. 1-3)
α. Σημείωση του ζητήματος- περί δε των ειδωλοθύτων (1α)
β. Πρόθεση των Κορινθίων: δήλωση των Κορινθίων ότι έχουν γνώση (1β)
(1) Γνωρίζουμε πως όλοι έχουμε τη σωστή γνώση

γ. Λύση από τον Παύλο: Η ανασκευή της γνώσης των Κορινθίων από τον Παύλο (1γ-3)

(1) Η γνώση φουσκώνει τον άνθρωπο με υπεροψία ενώ η αγάπη οικοδομεί (1γ)
(2) Όταν κάποιος επικαλείται τη γνώση του, δείχνει πως αυτό δεν το ‘μαθε ακόμα
τόσο καλά όσο πρέπει (2)
(3) Όταν κάποιος αγαπάει το Θεό, αυτόν ο Θεός τον έχει γνωρίσει (3)
18
2. Σχετικά με τα ειδωλόθυτα (4-8)
α. Σημείωση του ζητήματος – περὶ τῆς βρώσεως οὖν τῶν είδωλοθύτων (4α)
β. Πρόθεση των Κορινθίων: το περιεχόμενο της γνώσης των Κορινθίων (4β-5α)

(1) Τα είδωλα δεν αντιπροσωπεύουν τίποτα μέσα στον κόσμο (4β)


(2) Δεν υπάρχει άλλος Θεός παρά μόνο ένας (4γ)
(3) Κι αν πράγματι υπάρχουν άλλοι θεοί, είτε στον ουρανό είτε πάνω στη γη
(5α)

γ. Λύση από τον Παύλο: Η ανασκευή του περιεχομένου της γνώσης των Κορινθίων από τον
Παύλο (5β)
(1) Οι θεοί και οι κύριοι αυτοί είναι πολλοί,

δ. Πρόθεση των Κορινθίων: περιεχόμενο της γνώσης των Κορινθίων (6)


(1) Για μας όμως δεν υπάρχει παρά ένας Θεός, ο Πατέρας (6α)
(2) Είναι ο δημιουργός των πάντων και ο σκοπός της υπάρξεως μας (6β)
(3) Και ένας Κύριος, ο Ιησούς Χριστός (6γ)
(4) Μέσω του οποίου δημιουργήθηκαν τα πάντα και δόθηκε σ' εμάς η νέα ζωή (6δ)

ε.: Η από πλευράς Παύλου επιβεβαίωση του περιεχομένου της γνώσης των Κορινθίων ενώ
απορρίπτεται το συμπέρασμά τους ότι μπορούν να τρώνε ειδωλόθυτα (7)
(1) Ωστόσο δεν έχουν όλοι τη σωστή γνώση (7α)
(2) Μερικοί μάλιστα, που δεν έχουν ακόμα αποβάλει τη συνήθεια της ειδωλολατρίας,
τρώνε τα ειδωλόθυτα σαν να ήταν κάτι ιερό, και η συνείδησή τους που είναι
αδύνατη, τους κάνει να νιώθουν μολυσμένοι (7β-γ)

στ. Πρόθεση των Κορινθίων (8)


(1) Οι τροφές δεν καθορίζουν τη θέση μας απέναντι στον Θεό (8α)
(2) Ούτε αν δε φάμε κάποια απ' αυτές χάνουμε κάτι, ούτε αν φάμε αποκτάμε κάτι
παραπάνω (8β)
ζ. Λύση από τον Παύλο: Η ανασκευή από πλευράς Παύλου της πρόθεσης των Κορινθίων (9)
(1) Προειδοποίηση: Προσέξτε μήπως το δικαίωμα σας γίνει αιτία να πέσουν εκείνοι
που η πίστη τους είναι αδύνατη

Β. Narratio: Η από πλευράς Παύλου δήλωση των στοιχείων γιο τη συμπεριφορά των
Κορινθίων η οποία στηρίζεται στη γνώση τους (8:10-13)
1.Narratio: αν κάποιος δει εσένα, που έχεις τη γνώση, να κάθεσαι στο τραπέζι ενός
ειδωλολατρικού ναού (10«)
2. Επίλογος: το αποτέλεσμα της συμπεριφοράς εκείνων με τη γνώση προς τους Ασθενείς
α. η συνείδησή του, αφού αυτός είναι αδύνατος, θα παρασυρθεί από το παράδειγμα
σου και θα τρώει τα ειδωλόθυτα (10β)
β. Ο ασθενής για τον οποίο ο Χριστός πέθανε καταστρέφεται από τη γνώση σου (11)
γ. Αμαρτάνοντας όμως απέναντι στους αδερφούς και πληγώνοντας τη συνείδηση
τους που είναι αδύνατη (12α)
(1) αμαρτάνετε απέναντι στον Χριστό (12(5)
3. Παράδειγμα ως πίστη (επιχείρημα): Το παράδειγμα της προθυμίας του Παύλου να
αποκηρύξει το μη θυσιαστήριο κρέας ως συμπεριφορά προς μίμηση (13)
α. Γι' αυτό, αν κάποια τροφή μπορεί να γίνεται αιτία να πέφτει ο αδερφός μου, εγώ
δεν θα βάλω ποτέ κρέας στο στόμα μου (13)

Γ. Exemplum probatio: Το θετικό παράδειγμα του Παύλου ο οποίος αφήνει τα αποστολικά του
δικαιώματα για το συμφέρον των Ασθενών (9:1-27)
1. Πίστη: Ο Παύλος είναι ένας απόστολος (1-3)
α. Ο Παύλος είναι ελεύθερος (1α)
β. Ο Παύλος είναι απόστολος (1β)
γ. Η θέαση του αναστάντος Κυρίου Ιησού από τον Παύλο (1γ)
δ. Οι Κορίνθιοι είναι το εν Κυρίω έργο του Παύλου (1δ)
19
ε. Εάν δεν είναι απόστολος σε άλλους, ο Παύλος είναι απόστολος στους Κορινθίους (2α)
στ. Οι Κορίνθιοι είναι η σφραγίδα της εν Κυρίω αποστολής του Παύλου (2β)
2. Πίστη: Ο Π. έχει πλήρες αποστολικό δικαίωμα να νουθετεί για την τροφή, την πόση και τις
σεξουαλικές σχέσεις εντός γάμου (4-6)
3. Πίστη:Αποστολικό δικαίωμα με εξωτερικά παραδείγματα (στρατιώτες, αμπελουργοί, βοσκοί 7)
4. Πίστη: Και ο Νόμος το αποδεικνύει (βόδι) (8-11).
5. Πίστη: Ο Π. δεν κάνει χρήση του δικαίωματός του σχετικά με τη βρώση και την πόση (12)
6. Πίστη: οι Κορίνθιοι θα έπρεπε να γνωρίζουν ( λειτουργοί του Ναού 13-14)
7. Πίστη: Ο Π. δεν κάνει χρήση του αποστολικού του αξιώματος σε κάτι περισσότερο από βρώση
και πόση (15-23).
8. Πίστη: οι Κορίνθιοι θα έπρεπε να γνωρίζουν (αθλητές 23-27)

Δ. Exemplum probatio: Παραδείγματα από την ιστορία του Ισραήλ και επίλογος (10:1-13)
Ε. Η από πλευράς του Π. λύση της ειδωλολατρίας των Κορίνθιων (10, 14-22), όπου παρατίθενται
τα λανθασμένα συμπεράσματα των Κορίνθιων στους στ. 19β-γ: ὅτι εἰδωλόθυτόν τί ἐστιν ἢ ὅτι
εἴδωλόν τί ἐστιν;
Στ. Η απάντηση του Π. στον παιάνα των Κορίνθιων Πάντα μοι ἔξεστιν. Αυτοί έθεταν και τα
ερωτήματα: ἱνατί γὰρ ἡ ἐλευθερία μου κρίνεται ὑπὸ ἄλλης συνειδήσεως; 30 εἰ ἐγὼ χάριτι μετέχω,
τί βλασφημοῦμαι ὑπὲρ οὗ ἐγὼ εὐχαριστῶ; (10, 29-30)

ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

8:1 Περὶ δὲ τῶν εἰδωλοθύτων,


οἴδαμεν ὅτι πάντες γνῶσιν ἔχομεν.

ἡ γνῶσις φυσιοῖ, ἡ δὲ ἀγάπη οἰκοδομεῖ·


2
εἴ τις δοκεῖ ἐγνωκέναι τι, οὔπω ἔγνω καθὼς δεῖ γνῶναι·
3
εἰ δέ τις ἀγαπᾷ τὸν θεόν, οὗτος ἔγνωσται ὑπ᾽ αὐτοῦ.
4
Περὶ τῆς βρώσεως οὖν τῶν εἰδωλοθύτων,
οἴδαμεν ὅτι οὐδὲν εἴδωλον ἐν κόσμῳ καὶ ὅτι οὐδεὶς θεὸς εἰ μὴ εἷς.
5
καὶ γὰρ εἴπερ εἰσὶν λεγόμενοι θεοὶ εἴτε ἐν οὐρανῷ εἴτε ἐπὶ γῆς,
ὥσπερ εἰσὶν θεοὶ πολλοὶ καὶ κύριοι πολλοί,
6
ἀλλ᾽ ἡμῖν εἷς θεὸς ὁ πατὴρ ἐξ οὗ τὰ πάντα καὶ ἡμεῖς εἰς αὐτόν,
καὶ εἷς κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς δι᾽ οὗ τὰ πάντα καὶ ἡμεῖς δι᾽ αὐτοῦ.
7
Ἀλλ᾽ οὐκ ἐν πᾶσιν ἡ γνῶσις·
τινὲς δὲ τῇ συνηθείᾳ ἕως ἄρτι τοῦ εἰδώλου ὡς εἰδωλόθυτον ἐσθίουσιν,
καὶ ἡ συνείδησις αὐτῶν ἀσθενὴς οὖσα μολύνεται.
8
βρῶμα δὲ ἡμᾶς οὐ παραστήσει τῷ θεῷ·
οὔτε ἐὰν μὴ φάγωμεν ὑστερούμεθα, οὔτε ἐὰν φάγωμεν περισσεύομεν.
9
βλέπετε δὲ μή πως ἡ ἐξουσία ὑμῶν αὕτη πρόσκομμα γένηται τοῖς ἀσθενέσιν.
10
ἐὰν γάρ τις ἴδῃ σὲ τὸν ἔχοντα γνῶσιν ἐν εἰδωλείῳ κατακείμενον,
οὐχὶ ἡ συνείδησις αὐτοῦ ἀσθενοῦς ὄντος οἰκοδομηθήσεται εἰς τὸ τὰ εἰδωλόθυτα ἐσθίειν;
11
ἀπόλλυται γὰρ ὁ ἀσθενῶν ἐν τῇ σῇ γνώσει, ὁ ἀδελφὸς δι᾽ ὃν Χριστὸς ἀπέθανεν.
12
οὕτως δὲ ἁμαρτάνοντες εἰς τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τύπτοντες αὐτῶν τὴν συνείδησιν
ἀσθενοῦσαν εἰς Χριστὸν ἁμαρτάνετε.
13
διόπερ εἰ βρῶμα σκανδαλίζει τὸν ἀδελφόν μου, οὐ μὴ φάγω κρέα εἰς τὸν αἰῶνα, ἵνα μὴ τὸν
ἀδελφόν μου σκανδαλίσω.
Γ. Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ

Αποστολέας Παύλος (1, 1). Λόγω των 35 άπαξ λεγομένων, της παραλληλότητας με
την Κολ., του καταλόγου των αξιωμάτων που απαντούν στο Εφ. 4, 11 κε.
(όπου απουσιάζουν οι χαρισματούχοι θεραπευτές και γλώσσες του Α’Κορ.
20
12, 28), θεωρείται από τη σύγχρονη Έρευνα ως δευτεροπαύλια.

Παραλήπτες Το ἐν Ἐφέσωι λείπει στο Ρ46, Β, Σιν., 1739, 424. Ωριγένη. Δεν φαίνεται ο
συγγραφέας να έχει οικειότητα με τους παραλήπτες, κάτι που θα ίσχυε
εάν επρόκειτο για τους Εφέσιους. Η παραλληλότητα με την Κολ.
υποδηλώνει ότι μάλλον οι παραλήπτες ζουν στη Μ. Ασία. Είναι χριστιανοί
εξ εθνών (2, 11. 3, 1. 4, 17)

Αφορμή Αμφισβήτηση εκ
μέρους των
παραληπτών της
πληρότητας που
παρέχεται εν
Χριστώ και εν
Εκκλησία αλλά και
επιστροφή στα ήθη
του κόσμου

Τόπος Ρώμη (ο Π. δέσμιος)


Συγγραφής

Χρονολογία 61 μ.Χ. (η κλασική άποψη) 80-90 μ.Χ. η σύγχρονη Έρευνα καθώς


υπονοείται η κατάλυση του Ναού αφενός (70 μ.Χ.) και μνημονεύεται η Εφ.
από τον Ιγνάτιο (Εφ. 9.1).

Θέμα Ο Χριστός είναι η


εσχατολογική
Ειρήνη-Σαλόμ

Δόμηση Προοίμ 1, 1-2 Επιστολικό Προοίμιο – Ευχαριστία


ιο
1, 3-14 1. Ευλογία

1, 15-23 2. Ευχαριστία

Κυρίως 2,1-3,21 Κυρίως Μέρος Α’:


Σώμα
2, 1-10: Κάθετη ειρήνη-Ανύψωση εν Χριστώ από τη
χώρα του θανάτου στον Ουρανό

2, 11-22: Οριζόντια Ειρήνη μετά την κατάλυση του


διαχωριστικού τείχους/ «φράγματος»: Τα έθνη εν τη
Εκκλησία μετέχουν της ελπίδας και των λοιπών
«προνομίων» των εγγύς Ιουδαίων, χωρίς να γίνουν
Ιουδαίοι

3, 1-13: Ο Απόστολος ως διάκονος των μυστηρίων


της αποκάλυψης του Θεού (= της καταλλαγής
Ιουδαίων και Ελλήνων)

3, 14-21: Ικεσία και δοξολογία

4, 1-6, 9 Κυρίως Μέρος Β’: Παράκληση τού Π.


(Παραίνεση)

21
4, 1-16: Παράκληση για τελείωση της Οικοδομής και
την πλήρη ενηλικίωση των μελών μέσω της
πραγμάτωσης της ειρήνης και αγάπης

4, 17-24: Ο παλαιός και καινός άνθρωπος

4,25-5, 20: Μεμονωμένες παραινέσεις

5,21-6, 9: Κατάλογος οικιακής συμπεριφοράς

Κατακλ 6, 10-20 Επιλογική Παραίνεση


είδα
6, 21-22 Σύσταση Τυχικού

6, 23-24 Εσχατόκολλο

Γ. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΆ ΣΤΗΝ ΕΦ.

Η προς Εφεσίους Επιστολή44 είναι μαζί με την Α’ Κορ. τα δύο κατεξοχήν παύλεια
εκκλησιολογικά κείμενα45 Η Εφ. μάλιστα, όπως εν συνεχεία θ’ αποδειχθεί, έχει επηρεαστεί από τις
επιστολές του Π. προς τους Κορίνθιους εκ των οποίων η πρώτη συγγράφηκε στην Έφεσο, ενώ
παρουσιάζει και παραλληλότητα με την Κολ.. Έχει μάλιστα χαρακτηριστεί ως η «καθολική»
εκδοχή της τελευταίας. Δεν αποκλείεται να απεστάλη μαζί με τη Φιλ. και την Κολ. ως Εγκύκλιο
γράμμα προς τις Εκκλησίες της Ασίας, αφού απουσιάζει σε αρκετά αρχαία χειρόγραφα το ἐν
Ἐφέσω για τους παραλήπτες46. Στον Επίλογο τής Επιστολής αναφέρεται ως κομιστής ο ὁ
ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ πιστὸς διάκονος ἐν Κυρίῳ Τυχικός, όπως συμβαίνει με την Κολ.: 21Ἵνα δὲ
εἰδῆτε καὶ ὑμεῖς τὰ κατ᾽ ἐμέ, τί πράσσω, πάντα γνωρίσει ὑμῖν Τύχικος, ὁ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ
πιστὸς διάκονος ἐν Κυρίῳ, 22ὃν ἔπεμψα πρὸς ὑμᾶς εἰς αὐτὸ τοῦτο, ἵνα γνῶτε τὰ περὶ ἡμῶν καὶ
παρακαλέσῃ τὰς καρδίας ὑμῶν. 23Εἰρήνη τοῖς ἀδελφοῖς καὶ ἀγάπη μετὰ πίστεως ἀπὸ Θεοῦ
Πατρὸς καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. 24Ἡ Χάρις μετὰ πάντων τῶν ἀγαπώντων τὸν Κύριον
ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν ἀφθαρσίᾳ (6, 21-24). Ήδη ο Επίλογος ανακαλεί τη Β’ Κορ.: 11Λοιπόν,
ἀδελφοί, χαίρετε, καταρτίζεσθε, παρακαλεῖσθε, τὸ αὐτὸ φρονεῖτε, εἰρηνεύετε, καὶ ὁ Θεὸς τῆς
ἀγάπης καὶ εἰρήνης ἔσται μεθ᾽ ὑμῶν. 12Ἀσπάσασθε ἀλλήλους ἐν ἁγίῳ φιλήματι. Ἀσπάζονται
ὑμᾶς οἱ ἅγιοι πάντες. 13 Ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ κοινωνία
τοῦ ἁγίου Πνεύματος μετὰ πάντων ὑμῶν (13, 11-13). Σημειωτέον ότι και η εισαγωγική Ευλογία
της Εφ. παραπέμπει στην αντίστοιχη της Β’Κορ..

Από τον Επίλογο επίσης συμπεραίνουμε ότι ο δέσμιος αποστολέας αναμένει να απολογηθεί. Γι’
αυτό και ενώ στην Εισαγωγή μνημονεύει τη δική του προσευχή για χάρη των παραληπτών, στο
τέλος παρακαλεί εκείνους να δέονται με κάθε τρόπο σε κάθε καιρό και μάλιστα ἀγρυπνοῦντες για
όλους τους αγίους και τον ίδιο προσωπικά: 18Διὰ πάσης προσευχῆς καὶ δεήσεως, προσευχόμενοι
ἐν παντὶ καιρῷ ἐν Πνεύματι, καὶ εἰς αὐτὸ ἀγρυπνοῦντες ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει καὶ δεήσει

44
Κενό μετά το οὖσιν.
45
Η Εφ. σύμφωνα με την πλειονότητα της έρευνας προέρχεται από μαθητή του Π. όταν αυτός είχε ήδη μαρτυρήσει.
46
Η απουσία του ‘εν Εφέσω’ σε ορισμένα αρχαία σημαντικά χειρόγραφα και χαιρετισμών σε γνωστά στον γράφοντα
πρόσωπα (Ρ46, Β, Σιναϊτικό, Ωριγένη, Μ. Βασίλειο), οδήγησε ήδη από το 1645 τον αγγλικανό επίσκοπο Ιάκωβο Ussher
στο να διατυπώσει υπόθεση ότι η Εφ. είναι μια εγκύκλιος επιστολή, προορισμένη να αναγνωσθεί σε πολλές και
διάφορες Εκκλησίες. Ο κομιστής Τυχικός έβαζε ξεχωριστή διεύθυνση στο κάθε χειρόγραφο που άφηνε στις τοπικές
Εκκλησίες (και σε αυτήν της Λαοδικείας) στο δρόμο του προς τις Κολοσσές, όπου αφενός ενεχείρισε την ιδιαίτερη
επιστολή του Π. προς την εκκλησία αυτή και αφετέρου παρέδωσε στον Φιλήμονα την συστατική για τον δραπέτη δούλο
του Ονήσιμο επιστολή του Π., την γνωστή ως προς Φιλήμονα. Σύμφωνα με άλλους η Εφ. ταυτίζεται με την προς
Λαοδικείς, η οποία μνημονεύεται στο Κολ. 4, 16 και συναντάται στον κανόνα του Μαρκίωνα αντί της Εφ. Η απάλειψη
της λ. Λαοδίκεια οφείλεται, σύμφωνα με μια άποψη, στην επιτίμηση αυτής της Εκκλησίας από τον Ιωάννη στην
Αποκάλυψη (damnatio memoriae). Σύμφωνα με άλλους η Εφ. αποτέλεσε την περίληψη της διδασκαλίας του Π. όταν ο
επίσκοπος Εφέσου Ονήσιμος στα τέλη του 1ου αι. δημοσίευσε το Σώμα των Επιστολών του.
22
περὶ πάντων τῶν ἁγίων 19 καὶ ὑπὲρ ἐμοῦ, ἵνα μοι δοθῇ λόγος ἐν ἀνοίξει τοῦ στόματός μου, ἐν
παρρησίᾳ γνωρίσαι τὸ μυστήριον τοῦ Εὐαγγελίου, 20ὑπὲρ οὗ πρεσβεύω ἐν ἁλύσει, ἵνα ἐν αὐτῷ
παρρησιάσωμαι ὡς δεῖ με λαλῆσαι. Ακόμη κι αν γίνει αποδεκτή η θεωρία ότι συνεγράφη από
κάποιον μαθητή που διαπνεόταν από το πνεύμα του Αποστόλου των Εθνών, ο «υπονοούμενος» Π.
βρίσκεται στην πρωτεύουσα της Οικουμένης, την Αιώνια Ρώμη, έχοντας ολοκληρώσει το
ευαγγελικό του έργο στην Ανατολή (γύρω από το Αιγαίο) όπου και απευθύνθηκε κατεξοχήν στην
ακροβυστία, σε χριστιανούς εξ εθνών. Είναι φυσικό στο χώρο όπου βρίσκεται ἐν ἀλύσει (έχοντας
ήδη συμπληρώσει περίπου μια τετραετία σε περιορισμό) όντας πρεσβύτης (δηλ. προς το τέλος
της ζωής του), να αντικρύζει με καθολική προοπτική την Εκκλησία του Χριστού47.

Επιπλέον η ιδιάζουσα κατάσταση του αποστολέα αλλά φυσικά και αυτή των παραληπτών
δικαιολογεί και την έντονη λατρευτική διάθεση, η οποία απαντά ήδη στη Ρωμ. (15, 16) αλλά και
στη Φιλ. (2, 15). Όπως φανερώνει ήδη η Εισαγωγή, ο ακροατής εισάγεται σ’ ένα έντονο
λατρευτικό κλίμα αίνου/ευχαριστίας το οποίο και με την τρίτη στροφή της Ευλογίας (που
εξετάζεται κατωτέρω) αλλά και εν συνεχεία στο Κυρίως Σώμα αλλά και στο Παραινετικό Μέρος
(αφού η επιστολή διαιρείται όπως τα κλασικά παύλεια γράμματα στα δύο αυτά μέρη, και δεν
εναλλάσσεται η «θεωρία» με τη νουθεσία όπως στις Α’Ιω. και Α’Πέ.) ανακαλεί αρκετά στοιχεία
του συγκλονιστικού για τους Πρώτους Χριστιανούς γεγονότος του Βαπτίσματος. Από αυτήν την
έντονη λειτουργική ατμόσφαιρα που συμπυκνώνει το χρόνο (το απότερο παρελθόν-προ
καταβολής κόσμου με το παρόν-πλήρωμα καιρών-πονηρές μέρες και τα έσχατα) αλλά και τα
επίγεια με τα επουράνια (στα οποία «ανεβαίνει» ο ακροατής ήδη με τον πρώτο στίχο του αίνου)
αναδύεται στο τέλος της Εισαγωγής η αναφορά στην Εκκλησία.

Προκειμένου ο ακροατής να μυηθεί στη βαπτισματική λειτουργική ατμόσφαιρα ενώ οι λοιπές


επιστολές συνήθως εισάγονται με το Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ (+ μνεία της αποστολικής προσευχής
για τους παραλήπτες ή/και σε συνδυασμό με αναφορά στα καλά νέα αναφορικά με την πίστη
τους)48, η μεγαλειώδης και μοναδική σε έκταση (στην Κ.Δ.) Ευλογία (Berakah) η οποία απαντά
στην Π.Δ. όταν η Κοινότητα ή το πρόσωπο βιώνει «την απόλυτη ανατροπή» εν μέσω αδιέξοδης
κρίσεως με συγκλονιστικό τρόπο την λυτρωτική επίσκεψη του Θεού της Εξόδου 49. Όπως ήδη
υπαινιχθήκαμε ανωτέρω, η συγκεκριμένη Ευλογία περιγράφει σε τρεις στροφές την ενότητα του
σχεδίου της θείας Οικονομίας που τελικά περιλαμβάνει/ανακεφαλαιώνει τους πάντες και τα
πάντα. Ο ύμνος διαιρείται ως εξής: (α) στ. 3-6: η προαιώνια εκλογή50 από τον Θεό και Πατέρα
των Χριστιανών εν αγάπη. (β) στ. 7-12: η διά του Ηγαπημένου Ι. Χριστού πραγμάτωση της
εκλογής/υιοθεσίας μέσω της σωτηρίας (απολύτρωση/απελευθέρωση από τη χώρα του θανάτου
και του διαβόλου-άφεση αμαρτιών) αλλά και της χορηγίας σοφίας και φρόνησης διά της
αποκάλυψης του μυστηρίου που αφορά στην ανακεφαλαίωση των πάντων εν τω Χριστώ. (γ) στ.
13-14: σφραγίδα και αρραβών/προκαταβολή (η «εγγύηση») του Πνεύματος αναφορικά με την
κληρονομιά των Εσχάτων51. Κάθε στροφή καταλήγει με την επωδό εἰς ἒπαινον δόξης […]
47
Ίσως επιπλέον ένοιωθε μια απογοήτευση από την άρνηση των Ιουδαιοχριστιανών να δεχθούν τη λογεία που με τόσο
κόπο κόμισε στην Ιερουσαλήμ ενώ δεν πρέπει να λησμονείται η μαρτυρία του Κλήμεντος ότι τελικά μαρτύρησε ένεκα
του ζήλου/της ζηλοφθονίας των ομοεθνών του. Το αίσθημα ότι διώκεται αποτυπώνεται πιστεύω και στη μάχη εναντίον
των δαιμονικών πνευμάτων στην οποία καλεί στο φινάλε των παραινέσεων προς την Εκκλησία.
48
Η Ευλογία με την οποία εισάγεται η Εφ. είναι ιδιόρυθμη και ίσως βασίζεται στο Β’ Κορ. 1 (πρβλ. Α’Πέ. 1, 3-12). Με το
γ’ ενικό που χρησιμοποιεί για τον Θεό σχετίζεται περισσότερο με τις αντίστοιχες της Π.Δ. παρά με αυτές του Κουμράν
όπου απαντά το β’ενικό. Μάλιστα η αιτιολόγηση της Ευχαριστίας κατατίθεται στο 2, 1 κε..
49
Αυτό το λατρευτικό είδος Ευχής αποτελείται στην Π.Δ. από τα τρία μέρη (ευλογία-ανάμνησις-δοξολογία) και
αναπέμπεται συνήθως εξ αφορμής μιας σωτηριώδους παρέμβασης του Γιαχβέ στην ζωή του προσώπου και του λαού
και ανυμνεί τον Θεό ως Δημιουργό και λυτρωτή (Γέν. 14, 19: ο Μελχισεδέκ προς τον Αβραάμ . Γ’Βασ. 8, 14-21 Εγκαίνια
του Ναού υπό του Σολομώντα. Νεεμία 9, 5. Ψ. 105 Μασ.). Είναι χαρακτηριστική η παρατήρηση ότι αυτή η δοξολογική
ευχή ενώ τείνει να εκλείψει από τη Συναγωγή γίνεται το κυρίαρχο στοιχείο στη χριστιανική λατρεία, η οποία
ονομάζεται και Ευχαριστία.
50
Η εκλογή του ισραηλιτικού λαού δεν οφείλεται σύμφωνα με το Δτ. 7, 6 κε. στο γεγονός ότι ο Ισραήλ είναι καλύτερος
από τα άλλα έθνη αλλά αποκλειστικά και μόνον στην αγάπη του Θεού. Αυτή η εκλογή που συνδέεται άρρηκτα με τη
διαθήκη αποσκοπεί στη διακονία και, σύμφωνα με τον Δευτεροησαΐα, στην αποστολή για να φωτισθεί ο Κόσμος. Σε
πολλές περιπτώσεις ο λαός δεν ανταποκρίθηκε στην εκλογή και υπέστη την κρίση του Θεού. Πάντα όμως το έλεός Του
έδινε εγγυήσεις για τη μονιμότητα της κλήσης του ενώ πάντα διατηρείται ένα λήμμα. Η εκλογή αφορά και σε
πρόσωπα, όπως του Σαούλ, του Δαυίδ, άλλων βασιλέων (εκπροσωπούν όλη την Κοινότητα) αλλά και των προφητών (και
ιδίως του Ησαΐα και Ιερεμία, πάσχοντος Δούλου αλλά και αλλοεθνείς: τους Ασσυρίους και το βασιλέα των Περσών
Κύρο.
51
Σύμφωνα με τον Lohmeyer διαιρείται ως εξής: στ. 3-4. 5-8. 9-12. 13-14. Σύμφωνα με τον Dibelius: στ. 3 (εισαγωγή) 4-
6 (εκλογή). 7-10 (λύτρωση). 11-14 (οι ευλογίες είναι και για τους Ιουδαίους και για τους Έλληνες). Ο Masson θεωρεί
23
φανερώνοντας ότι η δοξολογία εν λόγοις και έργοις συνιστά το Αμήν του ανθρώπου στα
μεγαλεία που βιώνει και το σκοπό της ύπαρξής του.

Αυτός ο αίνος για πρώτη μάλιστα φορά με τέτοια σαφήνεια στην παύλεια γραμματεία
αναδεικνύει τα τρία Πρόσωπα της Αγ. Τριάδος, αν και όπως διακρίνεται από την έκταση της β’
στροφής τονίζεται ιδιαίτερα η «Οικονομία» (= η διευθέτηση των πραγμάτων, το «management»
της Ιστορίας) εν Χριστώ. Σημειωτέον ότι και η ενότητα της Παραίνεσης εκκινεί μ’ έναν τριαδικό
(βαπτισματικό;) ύμνο, ο οποίος όμως χρησιμοποιώντας τη γνωστή φόρμουλα - Ἓν κινείται
αντίστροφα εκκινώντας από το Πνεύμα και την ελπίδα καταλήγοντας στον Θεό που
«ανακεφαλαιώνει» τα πάντα: 4 Ἓν Σῶμα καὶ ἓν Πνεῦμα, καθὼς καὶ ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς
κλήσεως ὑμῶν/· 5εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα,/ 6εἷς Θεὸς καὶ Πατὴρ πάντων, ὁ ἐπὶ
πάντων καὶ διὰ πάντων καὶ ἐν πᾶσιν (4, 4-7). Βεβαίως το ενδιαφέρον του προοιμιακού ύμνου δεν
αφορά στην υπόσταση ή/και τον τρόπο σχέσης των τριαδικών Προσώπων αλλά στα δώρα που
προσφέρονται στο ἡμεῖς που συγκροτεί την Εκκλησία, ενώ στην τρίτη στροφή όπου το
ενδιαφέρον εστιάζεται στα Έσχατα έχουμε αλλαγή και έμφαση στο ὑμεῖς (που συγκροτείται από
τους εξ εθνών Χριστιανούς). Μάλιστα ενώ στην αρχή των δύο πρώτων στροφών προτάσσονται οι
πνευματικές ευλογίες του Θεού προς τους ανθρώπους, στην τρίτη τοποθετείται στην αρχή η
ανταπόκριση των εθνών διά της υπακοής και της πίστης. Στο ερώτημα εάν άραγε με το ἡμεῖς
των δύο πρώτων στροφών υπονοούνται μόνον οι προηλπικότες ἐν τῷ Χριστῷ Ιουδαιοχριστιανοί
(στους οποίους συγκαταλλέγεται και ο αποστολέας Π. που στο κεφ. 3 αυτό χαρακτηρίζεται ως
κατεξοχήν δέκτης της οικονομίας τού Θεού και του μυστηρίου τού Χριστού ότι και τα έθνη είναι
συγκληρονόμα καὶ σύσσωμα καὶ συμμέτοχα τῆς ἐπαγγελίας Αὐτοῦ) νομίζω ότι η απάντηση είναι
αρνητική. Υπό το ἡμεῖς εννοούνται όλα τα μέλη της Εκκλησίας. Αυτή η θέση αποδεικνύεται από
το γεγονός ότι στον Επίλογο ως ἁγία καὶ ἄμωμος μὴ ἔχουσα σπίλο ἤ ρυτίδα προβάλλεται
ολόκληρη η Νύμφη Εκκλησία. Απλώς στη γ’ στροφή ο αίνος στρέφεται ιδιαίτερα στα έθνη διότι
συγκροτούν τη φυλετική ταυτότητα των αποδεκτών της Επιστολής του και επιπλέον διότι ο
συγγραφέας επιθυμεί να τους τονίσει (έχοντας προηγουμένως δώσει ιδιαίτερη έμφαση στην
ευδοκία/τον προορισμό εκ μέρους του Θεού) ότι οι ίδιοι προσωπικά εκούσια υπάκουσαν και
αποδέχτηκαν το Ευαγγέλιο, λαμβάνοντας ταυτόχρονα όχι την πληρότητα αλλά τον αρραβώνα
(την «εγγύηση») της κληρονομίας.

Παρατίθεται κατωτέρω ο Αίνος δομημένος «ποιητικά»:

Παῦλος ἀπόστολος Χριστοῦ Ἰησοῦ διὰ θελήματος Θεοῦ


τοῖς ἁγίοις τοῖς οὖσιν [ἐν Ἐφέσῳ] καὶ πιστοῖς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ,
2
Χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ Πατρὸς ἡμῶν καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
3
Α. Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ,
α.ὁ εὐλογήσας ἡμᾶς ἐν πάσῃ εὐλογίᾳ πνευματικῇ
β.ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ,
4
γ. καθὼς ἐξελέξατο ἡμᾶς ἐν αὐτῷ πρὸ καταβολῆς Κόσμου
εἶναι ἡμᾶς (α) ἁγίους καὶ (β) ἀμώμους κατενώπιον Αὐτοῦ
ἐν ἀγάπῃ, 5 προορίσας ἡμᾶς (γ) εἰς υἱοθεσίαν διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς Αὐτόν,
κατὰ τὴν εὐδοκίαν τοῦ θελήματος Αὐτοῦ,
6 β. εἰς ἔπαινον δόξης τῆς χάριτος Αὐτοῦ
α. ἧς ἐχαρίτωσεν ἡμᾶς ἐν τῷ Ἠγαπημένῳ.
7
Β. Ἐν ᾧ ἔχομεν (α) τὴν ἀπολύτρωσιν διὰ τοῦ αἵματος Αὐτοῦ,
(β) τὴν ἄφεσιν τῶν παραπτωμάτων,
κατὰ τὸ πλοῦτος τῆς χάριτος Αὐτοῦ8 ἧς ἐπερίσσευσεν εἰς ἡμᾶς,
(γ) ἐν πάσῃ σοφίᾳ καὶ φρονήσει, 9 γνωρίσας ἡμῖν τὸ μυστήριον τοῦ θελήματος Αὐτοῦ,
κατὰ τὴν εὐδοκίαν Αὐτοῦ ἣν προέθετο ἐν Αὐτῷ
10
εἰς οἰκονομίαν τοῦ πληρώματος τῶν καιρῶν,
ἀνακεφαλαιώσασθαι τὰ πάντα ἐν τῷ Χριστῷ,
τὰ ἐπὶ τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς ἐν Αὐτῷ.
ότι ως Προοίμιο συμπυκνώνει όλα τα θέματα της επιστολής. Σύμφωνα με τον οι στ. 13-14 προστέθηκαν εκ των
υστέρων για να διορθώσουν την άποψη ότι η εσχατολογική σωτηρία είναι πλήρως δεδομένη. Θεωρώ ότι η επωδός εἰς
ἔπαινον δόξης μπορεί να αποτελέσει τη βάση διαίρεσης του ύμνου.
24
11
Ἐν ᾧ καὶ (δ) ἐκληρώθημεν προορισθέντες
κατὰ πρόθεσιν τοῦ τὰ πάντα ἐνεργοῦντος
κατὰ τὴν βουλὴν τοῦ θελήματος Αὐτοῦ
12
εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς εἰς ἔπαινον δόξης Αὐτοῦ
τοὺς προηλπικότας ἐν τῷ Χριστῷ.
13
Γ. Ἐν ᾧ καὶ ὑμεῖς (α) ἀκούσαντες τὸν λόγον τῆς ἀληθείας,
τὸ εὐαγγέλιον τῆς σωτηρίας ὑμῶν,
ἐν ᾧ καὶ (β) πιστεύσαντες
ἐσφραγίσθητε τῷ Πνεύματι τῆς ἐπαγγελίας τῷ Ἁγίῳ,
14
ὅ ἐστιν ἀρραβὼν τῆς κληρονομίας ἡμῶν,
εἰς ἀπολύτρωσιν τῆς περιποιήσεως,
εἰς ἔπαινον τῆς δόξης Αὐτοῦ.

Χαρακτηριστικές οι επαναλήψεις λεξημάτων που φανερώνουν τα εξής: (α) τον προορισμό (το
προαιώνιο θέλημα - τη βουλή και μάλιστα ευδοκία) του Θεού Πατέρα πρὸ καταβολῆς κόσμου (!),
γεγονός που ανακαλεί την αρχιερατική προσευχή (Ιω. 17, 24) και αναδεικνύει ότι το μυστήριο
του «εκκλησιασμού των εθνών» δεν είναι προϊόν της τύχης ή αναγκαιότητα ιστορική (προϊόν της
παγκοσμιοποιημένης εποχής) αλλά οφείλεται στο προαιώνιο συμπαντικό σχέδιο και την αγάπη
του Θεού προς εμάς. (β) το ἐν αὐτῷ/Χριστῷ που φανερώνει το γεγονός ότι το πλήρωμα των
θεϊκών δωρεών (τα δόματα 4, 8. πρβλ. Ψ. 48, 19 Ο’), όλος ο πλούτος (η περίσσεια της ευλογίας,
της χάριτος, της υιοθεσίας, της γνώσης του μυστηρίου) χορηγούνται/παρέχονται διά του
Χριστού που ονομάζεται μάλιστα ο (κατεξοχήν) Ηγαπημένος (άπαξ λεγόμενο στην Κ.Δ.)52.
Αμέσως μετά γίνεται αναφορά στο αίμα Του που ενεργεί λυτρωτικά (= απελευθερωτικά από τη
δουλεία) και αναδεικνύει την αγάπη Του προς εμάς. Έτσι, όπως θα τονιστεί εν συνεχεία. Αυτός
καθίσταται η εσχατολογική Ειρήνη-Σαλόμ της ανθρωπότητας (επίσης άπαξ λεγόμενο στο 2, 14
πρβλ. Ησ. 9-11). (γ) η προαναφερθείσα αλλαγή από το ἡμεῖς (που ταυτίζεται με τους
προηλπικότες) στις δύο πρώτες στροφές στο ὑμεῖς, στην τρίτη στροφή53 που συνιστά και
αντικείμενο της Ευχαριστίας που έπεται. Το ὑμεῖς αποτελεί και το αντικείμενο της επόμενης
περικοπής.

Στον πυρήνα της Ευλογίας διακηρύσσεται η ανακεφαλαίωσις (Ρωμ. 13, 9. Ψ. 71, 20 όπου
χρησιμοποιείται από τον Θεοδοτίονα αντί του ετελέσθησαν των Ο’54). Ο όρος έχει την έννοια της
τελείωσης (= τελεσφόρησης) των πάντων (του γεγονότος ότι ο Χριστός συνιστά το τέλος/ την
εσχατολογική τελείωση), της ενοποίησης (συμπεριλαμβανομένης της ειρήνευσης Ιουδαίων και
Ελλήνων στο ένα καινούργιο Σώμα) αλλά και της ανακαίνισης της οικουμένης που σχετίζεται με
την κατανόηση του Χριστού ως του καινού Αδάμ/ανθρώπου που έχει ως σάρκα την Εκκλησία
Του55. Εν Χριστώ αλλά και εν τη Εκκλησία (που συνιστά τη σάρκα/ τη νύμφη του) ο πιστός έχει
ήδη μετατεθεί από την επίγεια σφαίρα, όπου υπό το κράτος των πονηρών πνευμάτων κυριαρχούν
ο θάνατος, το σκότος, ο ύπνος, η άγνοια, η απείθεια αλλά και η οργή, προς τα επουράνια όπου
κάποιος πραγματικά «εκκλησιαζόμενος» μεταλαμβάνει εν Αγίω Πνεύματι τη ζωή, το φως, τη
52
Πρβλ. Δτ. 33, 4-5, Ευλογία του Μωυσή όπου το Μασοριτικό κείμενο αναφέρει ότι ο Κύριος έγινε στο παρελθόν
βασιλιάς στον Ηγαπημένο (Jeshurun). Ίσως εκτός από τη διακήρυξη που ακούστηκε κατά τη Βάπτιση και Μεταμόρφωση
του Ιησού ανακαλείται η Ακεντά του Ισαάκ (καὶ εἶπεν λαβὲ τὸν υἱόν σου τὸν ἀγαπητόν ὃν ἠγάπησας τὸν Ισαακ Γέν. 22)
αλλά και η εκλογή του πάσχοντος Δούλου (42, 1: Ιακωβ ὁ παῖς μου ἀντιλήμψομαι αὐτοῦ Ισραηλ ὁ ἐκλεκτός μου
προσεδέξατο αὐτὸν ἡ ψυχή μου ἔδωκα τὸ πνεῦμά μου ἐπ᾽ αὐτόν κρίσιν τοῖς ἔθνεσιν ἐξοίσει). Σημειωτέον και ο Δανιήλ
στο ομώνυμο βιβλίο (στα κεφ. 9-10 όπου δέχεται αποκαλύψεις σχετικά με τα έσχτα) ονομάζεται ἀνὴρ ἐπιθυμιῶν.
Σ’αυτά τα κεφ., όπου εξιχνιάζεται το μυστήριο των 70 εβδομάδων και η «τύχη» του Χριστού και του Ναού,
παρατηρείται εκτός των άλλων διαμάχη μεταξύ του Μιχαήλ και των αγγέλων των εθνών. Ο Ιησούς μας αποκαλύπτει το
ἀπ’ αἰῶνος ἀπόκρυφον καὶ ἀγγέλοις ἄγνωστον μυστήριον. Στην Εφ. η θυσία του Ιησού εγκαθιστά έναν καινούργιο Ναό
και ένα νέο Ισραήλ. Ο Ιησούς είναι το κατεξοχήν αντικείμενο της αγάπης του Θεού και όσοι συνιστούν το Σώμα του
Χριστού γίνονται αποδέκετες αυτής της χάριτος
53
Οι στ. 13-14 ανακαλούν το Β’ Κορ. 1, 22..
54
Στον Ειρηναίο η ανακεφαλαίωση θα συντελεστεί κατά τη Β’ Παρουσία (1.10.1 «Ομολογία Πίστης»). Πριν συμβεί αυτό
ο Αντίχριστος θα ανακεφαλαιώσει όλη την κακία προ του κατακλυσμού και την ειδωλολατρία μετά από αυτό το
γεγονός (5.29.2). Ήδη όμως ο Ι. Χριστός ως νέος Αδάμ με τη γέννησή του από την Παρθένο ανακεφαλαιώνει τον Αδάμ
(3.21.10 πρβλ. 3.22.2). Γι’ αυτό και ο Λουκάς γενεαλογεί τον Χριστό έως έως τον Πρωτόπλαστο καταγράφοντας 72
γενιές, όλες τις γλώσσες και τη γενιά των ανθρώπων. Στην Επ. Βαρνάβα γίνεται λόγος για ανακεφαλαίωση του τελείου
των αμαρτιών: Οὐκοῦν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ εἰς τοῦτο ἐν σαρκὶ ἦλθεν ἵνα τὸ τέλειον τῶν ἁμαρτημάτων ἀνακεφαλαιώσῃ
τοῖς διώξασιν ἐν θανάτῳ τοὺς προφήτας αὐτοῦ (5.11)
55

25
γνώση, το απόλυτο κράτος, την αποκάλυψη και την μεσσιανική Ειρήνη. Είναι χαρακτηριστικό το
γεγονός ότι η Επιστολή κατακλείεται με δύο ακραίες σε ένταση σκηνές Γάμος και Πόλεμος: ενώ
στην Αποκ. (κεφ. 19-21) προηγείται η μάχη του Λόγου και των αγίων εναντίον των σατανικών
δυνάμεων και έπεται ο Γάμος με τη Νύμφη (που ταυτόχρονα είναι Πόλις και Ναός), στην Εφ. η
Εκκλησία πρώτα παρουσιάζεται ως νύμφη (στο πλαίσιο της νουθεσίας αναφορικά με την αμοιβαία
σχέση του ζευγαριού) και κατόπιν ως ρωμαίος οπλισμένος στρατιώτης έτοιμος ν’ αντιμετωπίσει
προκλήσεις που δεν προέρχονται από τους πολιτικούς ηγεμόνες αλλά από τα δαιμονικά πνεύματα
τα οποία σύμφωνα με τον μέσο Πλατωνισμό επηρεάζουν τον κόσμο56.

Προφανώς οι παραλήπτες της Επιστολής παρότι είχαν ενσυνείδητα αποδεχθεί την κλήση και
βαπτισθεί αναζητούσαν την πληρότητα/το πλήρωμα της αποκαλύψεως, της γνώσεως και της
ισχύος σε ατομικές μεταρσιώσεις που πρόσφεραν τα «έθνη», εθνικές «συλλογικές» κοινότητες
εκτός Εκκλησίας και φυσικά όχι εν Χριστώ. Γι’ αυτό και στον Επίλογο της Επιστολής ακούγεται
το Κέλευσμα για μάχη ενώ σε ολόκληρο β’ μέρος δεσπόζουν οι προστακτικές57 σχετικά με την
έγερση, την ένδυση,τον περίπατο, το στῆναι, τον πόλεμο, απαιτούν πλήρη αποστασιοποίηση προς
τον κόσμο και τα πνεύματα της πονηρίας που κυριαρχούν στον παρόντα αιώνα. Δεν είναι δυνατόν
και έχοντας κάθετα εν Χριστώ και τη Εκκλησία υπερβεί το πνεύμα του αέρος ευρισκόμενοι στο
Ναό του Κυρίου ενώπιος-ενωπίω με τον Θεό αλλά και οριζόντια έχοντας οικειοποιηθεί τα
προνόμια και τις επαγγελίες/την ελπίδα του Ισραήλ, να επιχειρούν την έκσταση και ολοκλήρωση
ατομικά συναγελαζόμενοι με τον κόσμο της οργής «βυθιζόμενοι» στο παρελθόν που
απεμπόλισαν. Η συμμετοχή των ακροατών σε Μυστήρια αποδεικνύεται από την ρητορική
πολεμική προς αντίστοιχες «διονυσιακές» τελετουργίες στους στ. 5, 18-21: 18 καὶ μὴ μεθύσκεσθε
οἴνῳ, ἐν ᾧ ἐστιν ἀσωτία, ἀλλὰ πληροῦσθε ἐν Πνεύματι, 19 λαλοῦντες ἑαυτοῖς [ἐν] ψαλμοῖς καὶ
ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ᾄδοντες καὶ ψάλλοντες τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ, 20
εὐχαριστοῦντες πάντοτε ὑπὲρ πάντων ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τῷ Θεῷ καὶ
Πατρί 21 ὑποτασσόμενοι ἀλλήλοις ἐν φόβῳ Χριστοῦ.

Γι’ αυτό και ήδη στους πρώτους στίχους της Ευλογίας, η οποία συμπυκνώνει όλα τα θέματα που
επακολουθούν, εξαίρει το γεγονός ότι ο Θεός ως Πατέρας μας προόρισε να είμαστε άγιοι και
άμωμοι ἐν αὐτῷ, τε. ἐν τῷ Χριστῷ για να στεκόμαστε ενώπιόν Του (έχοντας άμεση προσωπική
σχέση μαζί Του που στον Ιουδαϊσμό κατέχουν μόνον οι άγγελοι του θρόνου) και να δοξολογούμε
με τη στάση και το λόγο μας την ένδοξη χάρη του. Σύμφωνα άλλωστε με την Κυριακή Προσευχή
το ἁγιασθήτω τὸ Ὄνομά Σου αποτελεί προϋπόθεση του ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου. Ο όρος κλειδί
είναι η αγάπη και μάλιστα όπως στην Κατακλείδα εμφαντικά προστίθεται ἐν ἀφθαρσία: ο
Ιησούς ονομάζεται Ηγαπημένος, ο Θεός μας προοόρισε ἐν ἀγάπῃ,το οποίο όμως μπορεί να
συνδυαστεί με το ἡμᾶς εἶναι ἁγίους καὶ ἀμώμους κατενώπιον Αὐτοῦ.

Μετά την Ευλογία ακολουθεί η Ευχαριστία που έχει χαρακτηριστεί συνεχόμενη ευχή (oratio
perpetua) αφού ο ακροατής λαμβάνει την εντύπωση ότι συνεχίζεται μέχρι και το κεφ. 3 (όπου και
ολοκληρώνεται το «δογματικό μέρος» της Επιστολής), το οποίο και κατακλείεται με τη
δοξολογία: Τῷ δὲ δυναμένῳ ὑπὲρ πάντα ποιῆσαι ὑπερεκπερισσοῦ ὧν αἰτούμεθα ἢ νοοῦμεν, κατὰ
τὴν δύναμιν τὴν ἐνεργουμένην ἐν ἡμῖν. 21 Αὐτῷ ἡ δόξα ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ καὶ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ

56
369.D.6-370.A.5 Καὶ δοκεῖ τοῦτο τοῖς πλείστοις καὶ σοφωτάτοις· νομίζουσι γὰρ οἱ μὲν θεοὺς εἶναι δύο καθάπερ ἀντι
τέχνους͵ τὸν μὲν ἀγαθῶν͵ τὸν δὲ φαύλων δημιουργόν· οἱ δὲ τὸν μὲν [γὰρ] ἀμείνονα θεόν͵ τὸν δ΄ ἕτερον δαίμονα
καλοῦσιν͵ ὥσπερ Ζωροάστρης ὁ μάγος͵ ὃν πεντακισχι λίοις ἔτεσι τῶν Τρωικῶν γεγονέναι πρεσβύτερον ἱστοροῦ 369.E
σιν. οὗτος οὖν ἐκάλει τὸν μὲν Ὡρομάζην͵ τὸν δ΄ Ἀρειμάνιον· καὶ προσαπεφαίνετο τὸν μὲν ἐοικέναι φωτὶ μάλιστα τῶν
αἰσθητῶν͵ τὸν δ΄ ἔμπαλιν σκότῳ καὶ ἀγνοίᾳ͵ μέσον δ΄ ἀμφοῖν τὸν Μίθρην εἶναι· διὸ καὶ Μίθρην Πέρσαι τὸν μεσίτην
ὀνομάζουσιν· ἐδίδαξε δὲ τῷ μὲν εὐκταῖα θύειν καὶ χαριστήρια͵ τῷ δ΄ ἀποτρόπαια καὶ σκυθρωπά. πόαν γάρ τινα
κόπτοντες ὄμωμι καλουμένην ἐν ὅλμῳ τὸν Ἅιδην ἀνακαλοῦνται καὶ τὸν σκότον͵ εἶτα μίξαντες αἵματι λύκου σφαγέντος
εἰς τόπον ἀνήλιον ἐκφέρουσι καὶ ῥίπτουσι. καὶ γὰρ τῶν φυτῶν νομίζουσι τὰ μὲν τοῦ ἀγαθοῦ θεοῦ͵ τὰ δὲ τοῦ κακοῦ
δαίμονος εἶναι͵ καὶ τῶν 369.F ζῴων ὥσπερ κύνας καὶ ὄρνιθας καὶ χερσαίους ἐχίνους τοῦ ἀγαθοῦ͵ τοῦ [δὲ] φαύλου μῦς
ἐνύδρους εἶναι· διὸ καὶ τὸν κτείναντα πλείστους εὐδαιμονίζουσιν. οὐ μὴν ἀλλὰ κἀκεῖνοι πολλὰ μυθώδη περὶ τῶν θεῶν
λέγουσιν͵ οἷα καὶ ταῦτ΄ ἐστίν. ὁ μὲν Ὡρομάζης ἐκ τοῦ καθαρωτάτου φάους ὁ δ΄ Ἀρειμάνιος ἐκ τοῦ ζόφου γεγονὼς
πολεμοῦσιν 370.A ἀλλήλοις· καὶ ὁ μὲν ἓξ θεοὺς ἐποίησε͵ τὸν μὲν πρῶτον εὐνοίας͵ τὸν δὲ δεύτερον ἀληθείας͵ τὸν δὲ
τρίτον εὐνο μίας͵ τῶν δὲ λοιπῶν τὸν μὲν σοφίας͵ τὸν δὲ πλούτου͵ τὸν δὲ τῶν ἐπὶ τοῖς καλοῖς ἡδέων δημιουργόν· ὁ δὲ
τού τοις ὥσπερ ἀντιτέχνους ἴσους τὸν ἀριθμόν.
57

26
εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων Ἀμήν (3, 20-21). Εν προκειμένω εντυπωσιάζει το
γεγονός ότι η δόξα και η ρώμη-δύναμις που ενεργούνται σε εμάς δε συμπλέκονται μόνο με το ἐν
Χριστῷ Ἰησοῦ αλλά και με ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ και αφορά όλες τις γενεές των αιώνων (και όχι
απλώς εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων). Η ικεσία με την οποία συμπλέκεται η εισαγωγική
Ευχαριστία παρότι αρχικά χρησιμοποιεί το captatio benevolentiae (τον προσεταιρισμό του
ακροατηρίου μέσω επαίνου) εμμέσως πλην σαφώς υποδηλώνει το έλλειμμα των παραληπτών
αγίων (που ονομάστηκαν στο 1, 1 πιστοί ἐν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ) όσον αφορά στο Πνεύμα σοφίας και
αποκαλύψεως που οδηγεί στην επίγνωση της ελπίδας, του ένδοξου πλούτου και της κραταιάς
ισχύος Του: 15Διὰ τοῦτο κἀγὼ ἀκούσας τὴν καθ᾽ ὑμᾶς πίστιν ἐν τῷ Κυρίῳ Ἰησοῦ καὶ τὴν ἀγάπην
τὴν εἰς πάντας τοὺς ἁγίους, 16οὐ παύομαι εὐχαριστῶν ὑπὲρ ὑμῶν μνείαν ποιούμενος ἐπὶ τῶν
προσευχῶν μου, 17 ἵνα ὁ Θεὸς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Πατὴρ τῆς δόξης, δώῃ ὑμῖν
Πνεῦμα σοφίας καὶ ἀποκαλύψεως ἐν ἐπιγνώσει Αὐτοῦ,πεφωτισμένους τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς
καρδίας [ὑμῶν] εἰς τὸ εἰδέναι ὑμᾶς (α) τίς ἐστιν ἡ ἐλπὶς τῆς κλήσεως Αὐτοῦ, (β) τίς ὁ
πλοῦτος τῆς δόξης τῆς κληρονομίας Αὐτοῦ ἐν τοῖς ἁγίοις19 καὶ (γ) τί τὸ ὑπερβάλλον μέγεθος τῆς
δυνάμεως Αὐτοῦ εἰς ἡμᾶς τοὺς πιστεύοντας κατὰ τὴν ἐνέργειαν τοῦ κράτους τῆς ἰσχύος
Αὐτοῦ. Τα στοιχεία (α) και (β) στρέφουν το βλέμμα/τους οφθαλμούς και τη διάνοια των
παραληπτών στο μέλλον πράγμα που συνέβη και στον επίλογο της Ευλογίας όπου το Πνεύμα, το
οποίο χαρακτηρίστηκε ἐπαγγελίας, πρόβαλλε ως προακαταβολή της κληρονομιάς - εἰς
ἀπολύτρωσιν τῆς περιποιήσεως. Αυτό σημαίνει ότι έστω κι αν έχει συντελεσθεί, εναπόκειται η
απολύτρωση/ η πλήρης απόκτηση της περιποίησης, η οποία εντοπίζεται ἐν τοῖς ἁγίοις19
(προφανώς εννοούνται και οι άγγελοι και ο αληθινός Ισραήλ αλλά και τα δοξασμένα μέλη της
Εκκλησίας). Το στοιχείο (γ) παραδόξως αφορά σε εκδήλωση της κραταιάς δυνάμεως που
σχετίζεται με το ἡμᾶς (και όχι απλώς με το ὑμᾶς) το παρελθόν (πρβλ. τον αόριστο ἥν ἐνήργησεν)
και σχετίζεται με την έγερση-ύψωση του Χριστού ἐκ νεκρῶν στη δεξιά Του και την ολοκληρωτική
υποταγή σε Αυτόν των πάντων (κατεξοχήν των επουρανίων Δυνάμεων). Αντίστοιχη δύναμη (η
«πανοπλία του Θεού» 6, 1) θα γίνει «αντικείμενο επιστράτευσης» κατά την ημέρα την πονηρή
όταν και διεξαχθεί η μάχη προς τα δαιμονικά πνεύματα. Σε αυτή τη συνάφεια γίνεται και η πρώτη
αναφορά της Επιστολής στην Εκκλησία. Προτού αυτή εξεταστεί ιδιαιτέρως, χάριν της
κατανοήσεως της συνάφειας εξετάζουμε τη συνέχεια.

Στο κεφ. 2 περιγράφονται οι συνέπειες που έχει το απολυτρωτικό γεγονός (event) εν Χριστώ για
τα έθνη σε μια (α) κάθετη διάσταση (στ. 1-10) και (β) μια οριζόντια (στ. 11-22). Εν
προκειμένω είναι χαρακτηριστικό το ότι στην Εφ. δεσπόζουν οι κατηγορίες του χώρου και όχι
μόνον του χρόνου. Στο (α) περιγράφεται η ανάληψη των τέως υιών της απειθείας- φύσει οργής
από τον χώρο του θανάτου σε αυτόν της ζωής και αφθαρσίας. Ειδικότερα (1) στους στ. 1-3
μνημονεύεται η πρότερη κατάσταση των παραληπτών όταν τελούσαν υπό το κράτος των
παραπτωμάτων/αμαρτιών, σύμφωνα με τις επιταγές του αιώνα/κόσμου και του διαβόλου ( που
ονομάζεται [i] ἄρχων της εξουσίας του αέρος, [ii] πνεύμα που και τώρα ενεργεί σε εκείνους που
συνειδητά απειθούν), και περιπατούσαν σύμφωνα με τη φθαρτή σάρκα/διάνοια, όντας παιδιά της
οργής (πρβλ. 4,17- 19: καθὼς καὶ τὰ ἔθνη περιπατεῖ ἐν ματαιότητι τοῦ νοὸς αὐτῶν,
18
ἐσκοτωμένοι τῇ διανοίᾳ ὄντες, ἀπηλλοτριωμένοι τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν ἄγνοιαν τὴν
οὖσαν ἐν αὐτοῖς, διὰ τὴν πώρωσιν τῆς καρδίας αὐτῶν, 19οἵτινες ἀπηλγηκότες ἑαυτοὺς
παρέδωκαν τῇ ἀσελγείᾳ εἰς ἐργασίαν ἀκαθαρσίας πάσης ἐν πλεονεξίᾳ58). (2) Στους στ. 4-7 κι ενώ
στην κατακλείδα της προηγούμενης αναστροφής έχει αποδειχθεί ότι είμαστε τέκνα φύσει οργής,
περιγράφεται η μεγάλη αλλαγή που οφείλεται στη μακροθυμία του Θεού: πρόκειται για την
επιτευχθείσα νεκρανάσταση και συν-ενθρόνιση με τον Ιησού ἐν τοῖς ἐπουρανίοις που συντελείται
από το πλούσιον έλεος/την πολλή αγάπη/τη χάρη του προς εμάς/τη χρηστότητα. (3) Στους στ. 8-
10 έχοντας αναφερθεί στο ποίημα/την κτίση (= αναδημιουργία) ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ μνημονεύονται
τα έργα βάσει των οποίων πρέπει να περπατήσουμε με δεδομένο ότι όλο αυτό το γεγονός
οφείλεται στην πλούσια χάρη του Θεού και όχι στις αξιομισθίες των παραληπτών59. Είναι σαφές
ότι το (3) βρίσκεται σε αντιθετικό παραλληλισμό προς το (1). Το θέμα που θίγει το (3) θα
αναπτυχθεί στο εκτενές παραινετικό μέρος της επιστολής, όπου δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στο
γεγονός ότι η μετοχή στο Σώμα του Χριστού συνεπάγεται απόλυτη αποστασιοποίηση από την
προηγούμενη ζωή. Είναι εμφανές ότι ο στόχος της Επιστολής είναι η λογική και συναισθηματική
συγκίνηση των ακροατών προκειμένου να ανταποκριθούν στο μεγαλείο της θεϊκής αγάπης με

58

59

27
αγαθά έργα αφού ουσιαστικά ο ελεήμων Θεός τους έχει ανασύρει από τον «Άδη» του σκότους,
του θανάτου και της απώλειας σ’ έναν άλλο χώρο/ζωτικό πεδίο φωτός την Εκκλησία που μέσω
του Χριστού, ως του κατεξοχήν Μεσίτη/«Μέσου» (medium) κοινωνεί όλων των θεϊκών ιδιοτήτων.
Κατωτέρω παραθέτω την περικοπή 2, 1-10 διότι συνιστά άμεση συνέπεια της προηγούμενης όπου
αναφέρθηκε και περιγράφηκε για πρώτη φορά η Εκκλησία:

Καὶ ὑμᾶς ὄντας (i) νεκροὺς τοῖς παραπτώμασιν καὶ ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν,
2
(ii) ἐν αἷς ποτε περιεπατήσατε κατὰ τὸν αἰῶνα τοῦ κόσμου τούτου,
κατὰ τὸν ἄρχοντα τῆς ἐξουσίας τοῦ ἀέρος,
τοῦ Πνεύματος τοῦ νῦν ἐνεργοῦντος ἐν τοῖς υἱοῖς τῆς ἀπειθείας·
3(iii) ἐν οἷς καὶ ἡμεῖς πάντες ἀνεστράφημέν ποτε ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῆς σαρκὸς ἡμῶν
(iv) ποιοῦντες τὰ θελήματα τῆς σαρκὸς καὶ τῶν διανοιῶν,
(v) καὶ ἤμεθα τέκνα φύσει ὀργῆς ὡς καὶ οἱ λοιποί·
4
Ὁ δὲ Θεὸς πλούσιος ὢν ἐν ἐλέει, διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην αὐτοῦ ἣν ἠγάπησεν ἡμᾶς,
5
καὶ ὄντας ἡμᾶς νεκροὺς τοῖς παραπτώμασιν (i) συνεζωοποίησεν τῷ Χριστῷ,
- χάριτί ἐστε σεσῳσμένοι-
6
καὶ (ii) συνήγειρεν
καὶ (iii) συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ,
7
ἵνα ἐνδείξηται ἐν τοῖς αἰῶσιν τοῖς ἐπερχομένοις
τὸ ὑπερβάλλον πλοῦτος τῆς χάριτος αὐτοῦ
ἐν χρηστότητι ἐφ᾽ ἡμᾶς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
8
Τῇ γὰρ χάριτί ἐστε σεσῳσμένοι διὰ πίστεως·
καὶ τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον·
9
οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται.
10
Αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ
ἐπὶ ἔργοις ἀγαθοῖς οἷς προητοίμασεν ὁ Θεὸς, ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν.

Στη (β) ενότητα (στ. 11-22) ακολουθεί η απαραίτητη στη μετάνοια Θύμηση: Διὸ μνημονεύετε
(πρβλ. Λκ. 15, 17. Αποκ. 2, 5). Πλέον το ειδικό βάρος της ανάμνησης εστιάζεται στο γεγονός ότι
η αλλαγή από το βίο προ/χωρίς του Χριστού στη ζωή μετά του Χριστού και η μεταμόρφωση των
εθνών σε σώμα Χριστού είχε ιστορική και κοινωνική έκφραση. Ενώ ο πρότερος βίος της
ακροβυστίας σήμαινε αποξένωση από την πραγματική πόλη/βασιλεία (ξένοι καὶ πάροικοι) και
απουσία/έλλειμμα διαθηκών επαγγελίας/ελπίδας, η μετά του Χριστού κοινωνία σήμανε ότι τα
έθνη/η ακροβυστία καθίστανται πλέον συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι (= συγγενείς) τοῦ Θεοῦ.
Η συγκεκριμένη ενότητα επίσης διαιρείται σε τρία μέρη: (1) στ. 11-13 η αποξένωση από τον
εκλεκτό λαό του Θεού τῆς λεγομένης περιτομῆς χειροποιήτου συνεπάγεται την απουσία ελπίδας
για τα έθνη που ουσιαστικά είναι ἄθεοι ἐν τῷ κόσμῳ (στ. 12). (2) στ. 14-1860: κατάλυση τού
φραγμού του Ναού που απαγόρευε την είσοδο των μακράν Εθνών στα ενδότερα αλλά και του
Νόμου ως διαχωριστικού τείχους μεταξύ καθαρών και ακαθάρτων (Επ. Αριστέα 139 κε.. Γ’ Μακ.
3, 4) και θανάτωση της έχθρας ἐν αὐτῷ (εννοείται μάλλον ἐν τῷ σταυρῷ). Καταλλαγή61 των
διεστώτων κατεξοχήν με το αίμα/τη θυσία Του που επιτέλεσε ο Χριστός, η Ειρήνη μας62. Αυτό
το γεγονός δεν έχει ως συνέπεια το να γίνουν οι Εθνικοί Ιουδαίοι μέσω της περιτομής (πρβλ. το
μπόλιασμα στο Ρωμ. 9-11) αλλά την κτίση του καινού ανθρώπου/ενός Σώματος (όχι όμως εκ του
μη όντος αλλά εκ του παλαιού κόσμου). Δι’ αυτού αμφότεροι έχουμε (σε πληθυντικό) ως Εκκλησία
προσαγωγή ἐν ἑνὶ Πνεύματι (το οποίο βρίσκεται σε αντίθεση προς το Πονηρό Πνεύμα) προς τον
Θεό ο οποίος ονομάζεται Πατέρας (13-18) και μάλιστα κατεξοχήν (3, 15). (3) Το γεγονός ότι τα
έθνη, γίνονται μέλη της πόλης/πολιτείας των αγίων και συγγενείς του Θεού, αποκτώντας

60
Έχει θεωρηθεί μιδράς στο Ησ. 52, 7 (ὡς ὥρα ἐπὶ τῶν ὀρέων ὡς πόδες εὐαγγελιζομένου ἀκοὴν εἰρήνης ὡς
εὐαγγελιζόμενος ἀγαθά ὅτι ἀκουστὴν ποιήσω τὴν σωτηρίαν σου λέγων Σιων «βασιλεύσει σου ὁ Θεός») και στο 57, 19:
(τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ ἑώρακα καὶ ἰασάμην αὐτὸν καὶ παρεκάλεσα αὐτὸν καὶ ἔδωκα αὐτῷ παράκλησιν ἀληθινήν 19εἰρήνην
ἐπ᾽ εἰρήνην τοῖς μακρὰν καὶ τοῖς ἐγγὺς οὖσιν καὶ εἶπεν Κύριος «ἰάσομαι αὐτούς»). Στο ραββινικό Ιουδαϊσμό ως
μακράν θεωρούνταν οι προσήλυτοι .Βλ. 121
61
Ο όρος χρησιμοποιείται στο Β’Κορ. 5, 15-18.
62
Η ειρήνη δεν είναι σύστημα, θεωρία, φιλοσοφία αλλά ταυτίζεται με το Πρόσωπο του Ιησού από τη Ναζαρέτ. Εν
προκειμένω ο όρος ειρήνη δε σημαίνει την απουσία πολέμου αλλά τη Σαλόμ της εσχατολογικής Κοινωνίας που
συνδέεται με την παρουσία του Μεσσία.
28
εντελώς καινούργιο πολίτευμα και στάτους, προϋποθέτει τη διαρκή εποικοδόμηση ενός
καινούργιου Ναού πάνω στο θεμέλιο (όχι του Χριστού όπως αναφέρει η Α’ Κορ. 3, αλλά) των
αποστόλων και των προφητών, ὄντως ακρογωνιαίου του Χριστού Ιησού63. Έτσι η Εκκλησία
δεν είναι στατικό Οικοδόμημα αλλά βρίσκεται σε διαδικασία αύξησης σε έμψυχο Κατοικητήριον
τοῦ Θεοῦ ἐν Πνεύματι (19-22). Αυτό συνεπάγεται τη συνοικοδόμηση και των μεμονωμένων
πιστών64 μέσω της αγάπης αλλά και της στάσης ζωής που περιγράφεται στην εξαιρετικά
εκτεταμένη και χριστολογικά τεκμηριωμένη Παραίνεση των κεφ. 4-6.

Εν συνεχεία στο 3, 1-13 καταδεικνύεται ο μοναδικός ρόλος του αποδέκτη της δωρεάς της
χάριτος δέσμιου Π. στη διακήρυξη/ τον ευαγγελισμό του αποκεκρυμμένου μυστηρίου που
αποκαλύπτεται και αφορά στο γεγονός όπου δεσπόζει το ΣΥΝ-: εἶναι τὰ ἔθνη συγκληρονόμα καὶ
σύσσωμα καὶ συμμέτοχα τῆς ἐπαγγελίας ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου (3, 6). Η ικεσία του
Π. προς τον Θεό αφού παρακαλέσει πρώτα τους αποδέκτες μὴ ἐγκακεῖν ἐν ταῖς θλίψεσίν μου ὑπὲρ
ὑμῶν, ἥτις ἐστὶν δόξα ὑμῶν, είναι και πάλι, όπως στο κεφ. 1 η κατανόηση της αγάπης του
Χριστού προκειμένου να πληρωθούν ολοκληρωτικά με τις ενέργειες του Θεού: 14 Τούτου χάριν
κάμπτω τὰ γόνατά μου πρὸς τὸν Πατέρα, 15 ἐξ οὗ πᾶσα πατριὰ ἐν οὐρανοῖς καὶ ἐπὶ γῆς
ὀνομάζεται, 16 ἵνα δῷ ὑμῖν κατὰ τὸ πλοῦτος τῆς δόξης αὐτοῦ δυνάμει (α) κραταιωθῆναι διὰ
τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ εἰς τὸν ἔσω ἄνθρωπον, (β) 17κατοικῆσαι τὸν Χριστὸν διὰ τῆς πίστεως
ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν, ἐν ἀγάπῃ ἐρριζωμένοι καὶ τεθεμελιωμένοι, 18ἵνα (γ) ἐξισχύσητε
καταλαβέσθαι σὺν πᾶσιν τοῖς ἁγίοις τί τὸ πλάτος καὶ μῆκος καὶ ὕψος καὶ βάθος, 19γνῶναί τε
τὴν ὑπερβάλλουσαν τῆς γνώσεως ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, ἵνα πληρωθῆτε εἰς πᾶν τὸ
πλήρωμα τοῦ Θεοῦ (3, 14-19).

Είναι σαφές ότι η ικεσία προς τον κατεξοχήν Πατέρα διευκρινίζει τον τρόπο με τον οποίο
συντελείται η συνοικοδόμηση στην οποία εμπλέκονται και τα τρία Πρόσωπα: είναι δωρεά του
ένδοξου πλούτου τού Θεού, κραταίωση του έσω ανθρώπου διά του Πνεύματος, κατοικία του
Χριστού στις καρδιές, ρίζωμα-θεμελίωση διά/επί (;) της αγάπης. Συνεπάγεται επίσης
γνώση/σύλληψη της «τετραπέρατης» αγάπης που υπερβαίνει της γνώσης και τελικά
πλήρωση/γέμισμα με κάθε πτυχή της πληρότητας του Θεού (σχήμα Συμπερίληψης). Αυτή η
τελείωση της Οικοδομής παρουσιάζεται και με την εικόνα της πλήρους ενηλικίωσης μιας
ύπαρξης που πριν ζούσε τη νηπιακή κατάσταση της εξάρτησης από το «πού φυσά ο άνεμος».
13
μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ
Θεοῦ,
εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ,
14
ἵνα μηκέτι ὦμεν νήπιοι, κλυδωνιζόμενοι καὶ περιφερόμενοι παντὶ ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας
ἐν τῇ κυβείᾳ τῶν ἀνθρώπων, ἐν πανουργίᾳ πρὸς τὴν μεθοδείαν τῆς πλάνης65.
63
Bei einem auszuführenden Bau wurde in einer Hauptecke ein besonderer Stein gelegt, der die Linienrichtung ergab und an den so
oder so angebaut wurde. Darum heißt es auch nicht "auf welchen", sondern "in welchem", das will sagen, so mit Ihm verbunden, dass
es ausschaut, wie aus Ihm herausgeworden, mit Ihm und untereinander zusammengefügt. http://www.bibelkommentare.de/index.php?
page=qa&answer_id=434. http://www.google.gr/images?q=corner+stone&oe=utf-8&rls=org.mozilla:en-US:official&client=firefox-
a&um=1&ie=UTF-
8&source=univ&ei=BMj7TO7bKZGu8QOn3NDaCw&sa=X&oi=image_result_group&ct=title&resnum=7&ved=0CGUQsAQwBg&b
iw=1064&bih=853
64
The structure of Eph 1.13-23 is therefore chiastic: the resurrection power of new life is central; the inheritance
is a share in the dominion of Christ; and hope is grounded in the life, the growth, and the consummation
of the Church. Power, inheritance, and hope have, all three, a present as well as a future reference, since what has
happened looks forward to what is wet to be, and the exalted style
65
The verse may be paraphrased: "the full measure of maturity that belongs to, or better, that properly comes to the
totality that emerges from Christ, the New Adam, filling believers with the attributes and powers of his humanity in
order that we might no longer be babies, being tossed by waves and whirled to and for by every wind of what is taught
by the sleight of those men with a (- who have a) cunning cleverness for the deceitful device." The Church is Christ's
Body, but not yet all that Christ's Body can and will be. This perfected state of the Church is expressed by άνδρα
τέλειον. "Attaining to the Perfect Man. " Ιt refers to the Church as Christ's Body attaining to a "Full-grown Man. " Here
we noted a clear link between unity and growth or maturation. Maturing means to become more united, to be a full-
grown person whose members are fully integrated with one's will and whose will is fully aligned with God's will. We saw
this link between unity and growth in vss. 15-16 as well. Bodily growth is manifested in the Body being joined and
united, responding appropriately to the activity of the whole person whose activity is represented in the functioning of
the Head. Bodily unity is, then, not static, but expresses itself dynamically in the living process of growth. Thus, unity
and growth are two perspectives on the same phenomenon, the living Body. What growth brings especially to
expression, is the Body's teleological destiny of attaining perfection. Such perfection no doubt includes an
increase in membership.[…] The author adapts the Greek idea of an organism because he could view the Body as
29
15
Ἀληθεύοντες δὲ ἐν ἀγάπῃ αὐξήσωμεν εἰς αὐτὸν τὰ πάντα, ὅς ἐστιν ἡ κεφαλή Χριστός,
16
ἐξ οὗ πᾶν τὸ σῶμα συναρμολογούμενον καὶ συμβιβαζόμενον διὰ πάσης ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας
κατ᾽ ἐνέργειαν ἐν μέτρῳ ἑνὸς ἑκάστου μέρους τὴν αὔξησιν τοῦ σώματος
ποιεῖται εἰς οἰκοδομὴν ἑαυτοῦ ἐν ἀγάπῃ.
17
Τοῦτο οὖν λέγω καὶ μαρτύρομαι ἐν Κυρίῳ, μηκέτι ὑμᾶς περιπατεῖν,
καθὼς καὶ τὰ ἔθνη περιπατεῖ ἐν ματαιότητι τοῦ νοὸς αὐτῶν,
18
ἐσκοτωμένοι τῇ διανοίᾳ ὄντες,
ἀπηλλοτριωμένοι τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ
διὰ τὴν ἄγνοιαν τὴν οὖσαν ἐν αὐτοῖς, διὰ τὴν πώρωσιν τῆς καρδίας αὐτῶν,
19
οἵτινες ἀπηλγηκότες ἑαυτοὺς
παρέδωκαν τῇ ἀσελγείᾳ εἰς ἐργασίαν ἀκαθαρσίας πάσης ἐν πλεονεξίᾳ.
20
ὑμεῖς δὲ οὐχ οὕτως ἐμάθετε τὸν Χριστόν (4, 13-20)

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι σε αντίθεση προς τους Κορίνθιους οι οποίοι είχαν διαιρεθεί σε
Ισχυρούς που αδιαφορούσαν για τα υλικά και το σώμα, την οικοδομή των άλλων αλλά και την
ανάσταση του δικού τους κορμιού, αλλά και σε αντίθεση προς τους Κολοσσαείς όπου
αντιμετωπίζονται ιουδαΐζοντες που βιώνουν εκστάσεις και επουράνια ταξίδια τύπου Merkabah, οι
παραλήπτες της Εφ. καταρχάς δεν έχουν ειδικό δεσμό με τον Παύλο ή τον κύκλο του.
Χαρακτηριστική η απουσία ασπασμών στο τέλος αλλά και το γεγονός ότι δεν επικαλείται ο
Απόστολος των Εθνών το γεγονός να έχουν ακροασθεί το Ευαγγέλιο από τον ίδιο. Από την
παραίνεση στο β’ μέρος, όπου υπάρχει έντονη υπογράμμιση της αποστασιοποίησης που πρέπει να
επιδείξουν προς το αμαρτωλό περιβάλλον και παρελθόν, συμπεραίνεται ότι οι παραλήπτες παρότι
συνειδητά αποδέχθηκαν το Ευαγγέλιο και τη Βάπτιση γευόμενοι την περίσσια της θείας δωρεάς
σε όλους τους τομείς εξακολουθούσαν να επαμφοτερίζουν και στον εθνικό κόσμο. Διψώντας για
το πλήρωμα, την περίσσια της γνώσης, της κραταιάς δύναμης, των δωρεών, αγνοούσαν τη
δυναμική της Εκκλησίας και παραθεωρούσαν τη μετοχή τους στο εκκλησιαστικό σώμα διά του
οποίου εν Χριστώ ήδη «κατέκτησαν» τον ουρανό. Αυτός ο επαμφοτερισμός είχε συνέπειες στην
αγάπη τους και προς τον Κύριο Ιησού και προς τους άλλους εντός της Εκκλησίας.
Χαρακτηριστικός ο επίλογος της Εφ.: Εἰρήνη τοῖς ἀδελφοῖς καὶ ἀγάπη μετὰ πίστεως ἀπὸ Θεοῦ
Πατρὸς καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ Χάρις μετὰ πάντων τῶν ἀγαπώντων τὸν Κύριον ἡμῶν
Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν ἀφθαρσίᾳ66 (6, 23-24).
Δ. Η ΕΚΚΛΗΣΊΑ ΣΤΗΝ ΕΦ.

Έχοντας κατανοήσει το ευρύτερο πλαίσιο, επικεντρώνουμε το ενδιαφέρον στην αναφορά στην


Εκκλησία στους στ. 1, 20-23, όπου μετά την Ευλογία στο πλαίσιο της Ευχαριστίας ο Π.
πααρακαλεί να κατανοήσουν οι παραλήπτες εκτός της ελπίδος, το υπερβολικό μέγεθος της
δύναμης και της ενέργειας της κραταιάς ισχύος του που δεν αφορά μόνον στον Χριστό αλλά
σε εμάς τους πιστεύοντες:
20
Ἣν ἐνήργησεν ἐν τῷ Χριστῷ ἐγείρας Αὐτὸν ἐκ νεκρῶν
καὶ καθίσας ἐν δεξιᾷ Αὐτοῦ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις
21
ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας καὶ δυνάμεως καὶ κυριότητος
καὶ παντὸς ὀνόματος ὀνομαζομένου,
οὐ μόνον ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ μέλλοντι·
22
Καὶ πάντα67 ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας Αὐτοῦ
καὶ Αὐτὸν ἔδωκεν κεφαλὴν ὑπὲρ πάντα68
τῇ ἐκκλησίᾳ, 23 ἥτις ἐστὶν τὸ σῶμα Αὐτοῦ,

engaged in the activity that the Head represents. Thus participation in the Body is seen as participation in the
activity of the person whose activity is represented holistically by the Head, In this way, the Head serves as
the model of the activity in question, and as the enabling source whereby other members in their own measure may
emulate the model.
66
Στο Τιτ. 2, 7 η α(δια)φθορία είναι παράλληλη με την αγνότητα (πρβλ. Εσθ. 2, 2). Στο Σοφ. Σολ. 6, 18-19 ἀγάπη δὲ τήρησις νόμων
αὐτῆς/προσοχὴ δὲ νόμων βεβαίωσις ἀφθαρσίας/ ἀφθαρσία δὲ ἐγγὺς εἶναι ποιεῖ Θεοῦ.
67
Ερμηνευτική απορία: Όλα τα πράγματα, όλα τα μέλη ή όλες τις κεφαλές;
68
Συνδέεται με την κεφαλή ή με την συνολική ενέργεια της τοποθέτησης του Χριστού ως κεφαλής της Εκκλησίας;
30
τὸ πλήρωμα69 τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσιν πληρουμένου70.

Η δύναμις, που θα τονισθεί και στον Επίλογο του Κυρίως Σώματος (πρβλ. Τῷ δὲ δυναμένῳ ὑπὲρ
πάντα ποιῆσαι ὑπερεκπερισσοῦ ὧν αἰτούμεθα ἢ νοοῦμεν κατὰ τὴν δύναμιν τὴν ἐνεργουμένην ἐν
ἡμῖν 3, 20) αλλά και σε αυτόν της Παραίνεσης, στην πρώτη στροφή βρίσκεται σε αντιθετικό
παραλληλισμό προς τις πολυώνυμες αρχές εκείνες που φαίνεται να συγκροτούν μια Ιεραρχία και
να εξουσιάζουν τα ουράνια αλλά και λαμβάνουν όνομα-εξουσία από τον Θεό και στον
κόσμο/τούτο αλλά και στον μέλλοντα. Το τελευταίο σημαίνει την εξουσία που θα διατηρήσει ο
Ιησούς και στον ανακαινισμένο κόσμο/τη νέα τάξη πραγμάτων του ερχόμενου ολάμ, ο οποίος
αναμενόταν να «επαναλάβει» τον Παράδεισο της Πρωτοϊστορίας. Προφανώς αυτές (οι αρχές και
εξουσίες) κέντριζαν το ενδιαφέρον των ακροατών τής Εφ.. Στο τέλος μάλιστα της Επιστολής ο
συγγραφέας προσκαλεί σε μάχη εναντίον τους. Η κραταιά θεϊκή ισχύς ενώ αφορά σε εμάς τους
πιστεύοντες, φανερώθηκε με την έγερση του Χριστού εκ νεκρών που πραγματώνει δύο βασικές
ψαλμικές προφητείες τον Ψ. 110 (Κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἀν θῶ τοὺς ἐχθροὺς σου) και τον
βασιλικό Ψ. 8, όπου περιγράφεται ο κατεξοχήν άνθρωπος, ο αυθεντικός Αδάμ (πρβλ. Γέν. 1, 26-
28. Ιεζ. 28, 12 κε.. Ψ. 72, 6. 80, 17. 144, 3 Μασ.). Αυτός μετά από τη βραχεία ελλάτωσή του,
γνωρίζει την ύψωση και υποταγή σε αυτόν των πάντων (πρβλ. Εβρ. 2, 6-8). Γι’ αυτό και στο β’
στίχο τοποθετείται ὑπὲρ πάντα. Έτσι αποδεικνύεται ότι ο Ιησούς, ο Ηγαπημένος δεν θριαμβεύει
απλώς σε όλες τις αγγελικές δυνάμεις αλλά γίνεται η απαρχή ενός καινού Σύμπαντος.

Βάσει της χρήσης του χωρίου Ψ. 8, 7 συνειδητοποιεί ο ακροατής ότι ο συγγραφέας της Εφ. δεν
έχει κατά νου το γνωστικό μύθο του Πρωτοανθρώπου 71 που απαντά σε πολύ υστερότερα Κείμενα
του Γνωστικισμού, αλλά τη γνωστή στον Ιουδαϊσμό συλλογική προσωπικότητα (corporate
personality): ο πατριάρχης ενός γενεαλογικού δέντρου συνέχει εν δυνάμει όλο το σπέρμα -όλους
τους απογόνους του. Όπως ο Αδάμ δεν κληρονομεί στους απογόνους του την αμαρτία-ενοχή αλλά
τη φθορά της φύσης του που ρέπει προς τον θάνατο, έτσι και ο νέος Αδάμ, ο Χριστός,
μεταδίδει/μεταγγίζει στο Σώμα Του την Εκκλησία την αθανασία, τη δόξα, την άμεση
(επι)κοινωνία με τον Θεό που γνωρίζεται και δοξολογείται ως κατεξοχήν Πατέρας. Συνεπώς πίσω
από το συνεζωοποιέω βρίσκεται η ιδέα του νέου Αδάμ όπως αυτή αποτυπώνεται στο Α’Κορ. 15
επίσης κατ’ επίδραση των Ψ. 11072 (στ. 1β) και 8 (στ. 7 // Α’Κορ. 15, 25. 27. πρβλ. Γέν. 1, 26-28.
Ιεζ. 28, 12 κε. . Εβρ. 2, 6-8. Φιλ. 3, 21. Α’Πέ. 2, 6 κε.73):
22
ὥσπερ γὰρ ἐν τῷ Ἀδὰμ πάντες ἀποθνῄσκουσιν, οὕτως καὶ ἐν τῷ Χριστῷ πάντες
ζῳοποιηθήσονται.
45
οὕτως καὶ γέγραπται· «ἐγένετο ὁ πρῶτος ἄνθρωπος Ἀδὰμ εἰς ψυχὴν ζῶσαν,
ὁ ἔσχατος Ἀδὰμ εἰς Πνεῦμα ζῳοποιοῦν».
46
ἀλλ᾽ οὐ πρῶτον τὸ πνευματικὸν ἀλλὰ τὸ ψυχικόν, ἔπειτα τὸ πνευματικόν.
47
ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἐκ γῆς χοϊκός, ὁ δεύτερος ἄνθρωπος ἐξ οὐρανοῦ74. (πρβλ. Ρωμ. 4)75

Σημειωτέον ότι ο όρος Αυτός στην εξεταζόμενη περικοπή επαναλαμβάνεται τέσσερεις φορές για
τον Ιησού, το πας μνημονεύεται σε αυτή (την περικοπή) επίσης τέσσερεις φορές και ο όρος
πλήρωμα δύο φορές. Ο ακροατής συνειδητοποιεί ότι Αυτός (και όχι άλλος), ο αναστημένος εκ
των νεκρών Ιησούς από τη Ναζαρέτ κυριάρχησε πάνω στα πάντα, ακόμη και σε αυτά που
φαίνονται να εξουσιάζουν το σύμπαν (ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας καὶ δυνάμεως καὶ
κυριότητος), και επιπλέον σε αυτά τα «ονόματα» που θα αναδυθούν στο μέλλον. Αυτόν τον
κυρίαρχο Αναστημένο ο Θεός τον άρμοσε ως κεφαλή (πηγή και τέλος/σκοπό της ζωής),
κατεξοχήν στην Εκκλησία που συνιστά το σώμα Του και συνεπώς βρίσκεται και αυτή ὑπὲρ
69
Είναι το σώμα που γεμίζει την κεφαλή ή το αντίστροφο;
70
Πρβλ. Andrei A. Orlov, “Without Measure and Without Analogy”: The Tradition of the Divine Body in 2 (Slavonic) Enoch
http://www.marquette.edu/maqom/objatie.html
71
Η έννοια του Σώματος του Χριστού θεωρήθηκε ότι προέρχεται από τη συνένωση της ιδέας του κόσμου ως
οργανισμού της ελληνικής εκλαϊκευμένης σοφίας και της ινδοϊρανικής θεωρίας περί Πρωτοανθρώπου που συνενώνει
μέσα του, ομαδική ψυχή, όλες τις ψυχές των άλλων ατόμων.
72
Πρόκειται για τον πιο συχνά μνημονευόμενο π.διαθηκικό χωρίο στην Κ.Δ. που ερμηνεύεται πάντα μεσσιανικά.
73
Εκπλήρωση του αρχικού θελήματος του Θεού σχετικά με τον άνθρωπο να υποταγούν τα πάντα σε αυτόν. Στα πάντα
περιλαμβάνει ο Π. και τον θάνατο ως τελικό εχθρό ενώ το Εβρ. 2 τους αγγέλους.
74
Ήδη διαπιστώσαμε ότι στην κατακλείδα της επισυναπτόμενης ενότητας 2, 1-10 ο Π. σημειώνει: αὐτοῦ γάρ ἐσμεν
ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἐπὶ ἔργοις ἀγαθοῖς οἷς προητοίμασεν ὁ θεὸς, ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν. (2,10).
75
26
31
πάντα76. To δίδωμι τινί τι μάλλον δε συνδέεται με την προσφορά θυγατρός προκειμένου να γίνει
γυναίκα αλλά είναι σημιτισμός και σημαίνει την τοποθέτηση κεφαλής, τον ορισμό αρχηγού, την
εξουσιοδότηση (nahad ros=τίθημι/καθίστημι αρχηγό Αρ. 14, 4. Νεεμ. 9, 17 πρβλ. Εφ. 4, 11: Καὶ
αὐτὸς ἔδωκεν τοὺς μὲν ἀποστόλους). Στο Α’ Κορ. 11, 3 κε. (Θέλω δὲ ὑμᾶς εἰδέναι ὅτι παντὸς
ἀνδρὸς ἡ κεφαλὴ ὁ Χριστός ἐστιν, κεφαλὴ δὲ γυναικὸς ὁ ἀνήρ, κεφαλὴ δὲ τοῦ Χριστοῦ ὁ Θεός) αν
και η κεφαλή δηλώνει τη δημιουργική πηγή προέλευσης και τον εσχατολογικό στόχο της ύπαρξης
εντούτοις φανερώνει μια Ιεραρχία η οποία πρέπει να γίνει σεβαστή κατεξοχήν από τη γυναίκα.
Στην προκείμενη περικοπή παρότι επίσης η κεφαλή συνεπάγεται υποταγή, η έμφαση δίνεται στην
ιδιαίτερη σχέση διαδραστικότητας και αγάπης (ἀλλ’ ἐκτρέφει καὶ θάλπει αὐτὴν στοιχεία που
παραπέμπουν στην περιποίηση του βρέφους από τη μητέρα. Α’ Θεσ. 2, 7) που ενώνει τον Χριστό
με την Εκκλησία, γεγονός που θα φανερωθεί και με τη γαμήλια αναφορά της Εφ..

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίζουμε ότι ο ίδιος ο ιστορικός Ιησούς, χρησιμοποιώντας για τον
Εαυτό Του τον παράδοξο τίτλο Υιό του Ανθρώπου, δεν ταυτίστηκε μόνον με το λαό των αγίων
όπως στο Δαν. 7 (όπου ενθρονίζεται σε αντιθετικό παραλληλισμό προς τα θηρία, τις γήινες
αυτοκρατορίες77) αλλά και με τους αμαρτωλούς/ενόχους. Οδεύοντας προς το Πάθος,
απαντώντας στους δύο μαθητές που διεκδικούσαν πρωτεία σημειώνει: οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες
ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν. 43 οὐχ
οὕτως δέ ἐστιν ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾽ ὃς ἂν θέλῃ μέγας γενέσθαι ἐν ὑμῖν ἔσται ὑμῶν διάκονος, 44 καὶ ὃς ἂν
θέλῃ ἐν ὑμῖν εἶναι πρῶτος ἔσται πάντων δοῦλος· 45 καὶ γὰρ ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου οὐκ ἦλθεν
διακονηθῆναι ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν 78
(Mκ. 10, 42-45). Ο τίτλος Υιός του Ανθρώπου που ήταν ακατανόητος στο ελληνικό κοινό
ερμηνεύθηκε ως ο (κατεξοχήν) Άνθρωπος. Σε σχετική διακήρυξη της Α’Τιμ. παρατίθενται τα
εξής: 5 εἷς γὰρ Θεός, εἷς καὶ μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, Ἄνθρωπος Χριστὸς Ἰησοῦς, ὁ δοὺς
ἑαυτὸν ἀντίλυτρον ὑπὲρ πάντων, τὸ μαρτύριον καιροῖς ἰδίοις. (2, 5-6). Στο Κατά Ιωάννη επίσης ο
πάσχων Ιησούς ως βασιλεύς της δόξης προβάλλεται από τον κοσμικό άρχοντα με το ἰδοὺ ὁ
Ἄνθρωπος79. (19, 5). Ήδη ο Καϊάφας έχει τονίσει ὅτι συμφέρει ὑμῖν ἵνα εἷς ἄνθρωπος ἀποθάνῃ

76
64. Christ's headship of the Church is in both rank and quality the highest expression of Christ's headship of all
things."God made Christ Head, above everything subject to him, to the Church; " or "Above everything with
respect to which God made Christ Head, He made him Head with respect to the Church." The passage shows
how the totality of Christ's relation to the Church shares in the totality of his relation to God and the world. In fact the
Church is the special recipient of God's salvific acts in Christ and Christ's-headship of the Church is the highest
expression in quality and rank of his headship over all things. This follows because the Church is the new humanity of
the New Adam under whom God has subjected-all things. It is clear from 11 4-6 that believers participate in Christ's
exaltation, and in i 22-23 the author seems to lay the groundwork for, his readers to understand his Semitic corporate
categories.
77
Τέσσερα φοβερά θηρία, που συμβολίζουν τις εγκόσμιες αυτοκρατορίες των Βαβυλωνίων, των Μήδων, των Περσών
και των Ελλήνων, οι οποίες στηρίζονται στη θηριωδία της βίας, της εκμετάλλευσης των υποτελών και στην ύβρη /
έπαρση έναντι του Θεού, αναδύονται από το χάος / τη θάλασσα. Η κυριαρχία τους είναι όμως χρονικά περιορισμένη,
αφού ο Θεός παρουσιάζεται ως ο τελικός Κριτής τους. Πάνω σε νέφη εμφανίζεται μια μορφή ‘ως Υιού του Ανθρώπου’
(εβρ. Ben Adam=άνθρωπος. αραμ. Bar Änasch), η οποία λαμβάνει τη δύναμη, την τιμή και την αιώνια βασιλεία. Δεν
πρέπει να λησμονείται ότι στην αλεξανδρινή εκδοχή του κειμένου του Δανιήλ ο Υιός του Ανθρώπου δεν έρχεται έως
του Παλαιού των Ημερών, αλλά παρουσιάζεται ὡς Παλαιὸς Ἡμερῶν, κάτι το οποίο ίσως αποτυπώνει την πεποίθηση
κάποιων ιουδαϊκών κύκλων ότι ο Υιός του Ανθρώπου προϋπήρχε προαιωνίως και είχε θεϊκά χαρακτηριστικά
78
Με την τελευταία φράση δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν ο Ιησούς δεν παραπέμπει μόνο στο τέταρτο
Άσμα του Πάσχοντος Δούλου του Ησαΐα (Ησ. 53, 10-12. Mασ.), αλλά και στο Ησ. 43, 3-5. Σε αυτό το χωρίο ο Γιαχβέ
απευθύνεται στο πλάσμα του τον Ισραήλ ως ο δημιουργός και ο σωτήρας του και τονίζει ότι για να το λυτρώσει δίδει
αντάλλαγμα (koprükä ἄλλαγμα) την Αίγυπτο, την Αιθιοπία και τη Σεβά, ενώ θυσιάζει ανθρώπους και λαούς ολόκληρους
για να του σώσει τη ζωή: ὅτι ἐγὼ Κύριος ὁ Θεός σου ὁ ἅγιος Ἰσραὴλ ὁ σῴζων σε· ἐποίησά σου ἄλλαγμα Αἴγυπτον καὶ
Αἰθιοπίαν καὶ Σοήνην ὑπὲρ σοῦ. ἀφ΄ οὗ ἔντιμος ἐγένου ἐναντίον μου͵ ἐδοξάσθης͵ κἀγώ σε ἠγάπησα· καὶ δώσω
ἀνθρώπους πολλοὺς ὑπὲρ σοῦ καὶ ἄρχοντας ὑπὲρ τῆς κεφαλῆς σου. μὴ φοβοῦ͵ ὅτι μετὰ σοῦ εἰμι· ἀπὸ ἀνατολῶν
ἄξω τὸ σπέρμα σου καὶ ἀπὸ δυσμῶν συνάξω σε. Ο Ιησούς στο χωρίο Μκ. 10, 45, όπως και με το λογοπαίγνιο που κάνει
στο Μκ. 9, 31 (=Λκ. 9, 44β. 10, 42-44. πρβλ. Α΄ Τιμ. 2, 5-6), αποκαλύπτει ότι δεν είναι τα έθνη και οι λαοί, αλλά Αυτός ο
οποίος ως Υιός του Ανθρώπου παραδίδεται αντί των ανθρώπων και των λαών.Το μέσον με τον οποίο θα καταλυθεί κάθε
θηριώδης εξουσία και θα επιτευχθεί η βασιλεία Του δεν είναι άλλο από το προσωπικό πάθος.
79
Επί τη βάσει του χρησμού του Βαλαάμ στο Αρ. 24 (Ο’), αποτυπώθηκε και στον αλεξανδρινό Φίλωνα (15 π.Χ.- 45 μ.Χ.)
η αναμονή της έλευσης του ανθρώπου-βασιλέα, ο οποίος, όμως, κατ’ εξακολούθηση δεν επονομάζεται ούτε ως
Χριστός, ούτε με κάποιον άλλον μεσσιανικό τίτλο. Στο Βίο του Μωυσή Ι, 290, η ευλογία του Βαλαάμ, αποδίδεται ως
εξής: ἐξελεύσεταί ποτε ἄνθρωπος ἐξ ὑμῶν καὶ ἐπικρατήσει πολλῶν ἐθνῶν καὶ ἐπιβαίνουσα ἡ τοῦδε βασιλεία καθ΄
ἑκάστην ἡμέραν πρὸς ὕψος ἀρθήσεται. ὁ λαὸς οὗτος ἡγεμόνι τῆς ἀπ΄ Αἰγύπτου πάσης ὁδοῦ κέχρηται Θεῷ. Αυτός ο
κατεξοχήν άνθρωπος θα είναι Εβραίος, ο οποίος πραγματοποιώντας μια καινούργια Έξοδο, αντίστοιχη αυτής της
οποίας ηγείτο ο Μωυσής, και υπακούοντας το Νόμο του Θεού, θα γίνει παγκόσμιος άρχοντας. Η ίδια προσδοκία
επαναλαμβάνεται και στο έργο του Περί Άθλων και Επιτιμίων, πάλι ως ανάπτυξη του ίδιου θεϊκού χρησμού.
32
ὑπὲρ τοῦ λαοῦ καὶ μὴ ὅλον τὸ ἔθνος ἀπόληται (11, 50. 18, 14). Φυσικά και στον Ιωάννη όπως και
τους Συνοπτικούς ο Ιησούς εξιλεώνει τις αμαρτίες όλων. Στους τελευταίους μάλιστα ο θάνατός
Του συνοδεύεται με το Σκίσιμο του Καταπετάσματος του Ναού (Μκ. 15, 38), γεγονός που σε
συνδυασμό με τη διακήρυξη του Ρωμαίου Εκατοντάρχου σηματοδοτεί την κατεδάφιση του
«μεσότοιχου του φραγμού» και την πρόσβαση όλων στα Άγια.

Αυτό το σώμα είναι το πλήρωμα Εκείνου ο οποίος γεμίζει τα πάντα στο Σύμπαν με όλες τις
δωρεές. Ήδη στον Αίνο που προηγήθηκε αλλά και σε όσα έπονται με πολλά λεξήματα δίνεται
ιδιαίτερη έμφαση στον παν που παρέχει ο Θεός, τον πλούτο, την χάρη που περίσσευσε με όλες
τις πνευματικές Ευλογίες (γνώση, δύναμη και κατεξοχήν αγάπη). Ο όρος πλήρωμα απαντά επίσης
στο 3, 19. Η Εκκλησία, ως η ανθρώπινη φύση του Νέου/καινού Αδάμ, είναι η κατεξοχήν αποδέκτης
των χαρίτων-δωρεών των σωτηριωδών ενεργειών του Θεού. Ο Χριστός είναι η Κεφαλή αλλά η
Εκκλησία και όχι ο Κόσμος είναι το Σώμα Του που αρδεύεται άμεσα με όλες τις δωρεές του80 και
τις φανερώνει στον κόσμο. Διά του Χριστού και της Εκκλησίας ο άνθρωπος-ο Αδάμ
αποκαθίσταται στην πραγματική του θέση στον κόσμο και πραγματώνει το μεσιτικό σκοπό για
τον οποίο κτίσθηκε: να αναφέρει όλη την κτίση στον Θεό. Η Εκκλησία δεν είναι ο mini-cosmos,
αλλά η καινή ανθρωπότητα του Νέου Αδάμ. Το κοσμικό συγκείμενο ακριβώς φωτίζει την ειδική
σωτηριώδη σημασία της σχέσης του Χριστού με την Εκκλησία 81. Η Εκκλησία ως «μικρόκοσμος»
αντικατοπτρίζει στο εδώ και το τώρα τον μέλλοντικό Κόσμο, το Σύμπαν, όπως αυτό θ’
ανακαινιστεί εσχατολογικά. Συνιστά το μέσον της κοσμικής καταλλαγής. Σημειωτέον ότι και στα
υμνητικά κείμενα της Κοινότητας του Κουμράν έχουμε ανάταση διά του Θεού και κοινωνία με την
επουράνια αγγελική Σύναξη κατά τη διάρκεια της λατρείας του Σαββάτου. Δεν έχουμε, όμως, μια
εσχατολογική πράξη εν/συν Χριστώ, ο οποίος συνιστά συγκεκριμένο ιστορικό Πρόσωπο
αναστημένο εκ των νεκρών και ενθρονισμένο μαζί με τη σάρκα του, την Εκκλησία Του, που
παρέχει τη ζωή. Σε ολόκληρη την Εφ. η Χριστολογία αποτελεί τον πυρήνα και πλαίσιο που
διαφοροποιεί την ύπαρξη των αγίων από τους εκτός αφού οι μεμονωμένες αρετές της
Παραίνεσης απαντούν και στον εθνικό κόσμο.

Αυτός που κατά το πλήρωμα των καιρών (κατά την τελείωση των χρόνων) ανακεφαλαιώνει τα
πάντα αφού γεμίζει με την παρουσία του το Σύμπαν (4, 10) επουράνια και επίγεια, συνδέεται
ιδιαίτερα με εμάς που απολύτρωσε με το αίμα Του και το Σταυρό Του. Ήδη διαπιστώθηκε η
ιδιαίτερη διαδραστικότητα με το 2, 1-10, όπου εγκαινιάζεται μια καινούργια παράγραφος και
τονίζεται η ζωή πριν τον Χριστό ως θάνατος ένεκα των παραπτωμάτων, για να φωτιστεί η κτίση
(αναδημιουργία) εν Χριστώ που πρέπει να εκφραστεί με βίο/περίπατο με αγαθά έργα που
αναπτύσσονται στην εκτενέστατη Παραίνεση ως έκφραση του ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ προς τα
πρόσωπα ως μέλη όμως μιας ανεγειρόμενης Οικοδομής (κεφ. 4-6). Ειδικότερα στο στ. 2, 6
σημειώνεται παράλληλα προς τον 1, 20:

ἐγείρας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν


6
καὶ συνήγειρεν
καὶ καθίσας ἐν δεξιᾷ αὐτοῦ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις καὶ συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν
Χριστῷ Ἰησοῦ

Η επίδραση που έχει ασκήσει το Α’Κορ. 15 είναι σαφής:


20
Νυνὶ δὲ Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων.
24
εἶτα τὸ τέλος, ὅταν παραδιδῷ τὴν Βασιλείαν τῷ Θεῷ καὶ Πατρί,

80
So Christ fills the Church by virtue of being himself filled by Godwith regard to all things in every way, The Church is
filled by virtue of its unity with Christ who is filled by God. Again Christ is functionally identified with the Church as the-
place wherein the Church is filled. This explains the author's Semitic presuppositions; the Head is the vehicle
whereby exaltation and blessings are bestowed on the whole person.The Head is the whole Body in the mode
of being filled by God with respectto all things in every way. The Body is the totality that passively partakes of the
actions whereby God fills this Head. Thus, the Head fills the Body, in that it mediates to the Body those divine
attributes, virtues. The author makes this functional aspect clearer in the iiAýpColLcx clause; the Body is that which is
filled by the Head that is filled by God with reference to all things in every way. The Head is the whole Body in the mode
of being filled with the divine attributes, graces, and powers of God. As these are mediated from the Head to the Body,
the Body manifests and exhibits the loving presence of Christ.
81
Χ. Καρακόλης, «Τὸ πλήρωμα τοῦ ταὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» Εκκλησία και Κόσμος στην προς Εφεσίους
επιστολή βάσει του Εφ. 1, 23β και της συνάφειάς του, Θέματα Ερμηνείας και Θεολογίας της Καινής Διαθήκης
Θεσσαλονίκη: Πουρναρά 2005 329-365.
33
ὅταν καταργήσῃ πᾶσαν ἀρχὴν καὶ πᾶσαν ἐξουσίαν καὶ δύναμιν.

Βεβαίως στο Α’ Κορ. 15 όπως και στο Α’ Θεσ. 4, 16 η ανάσταση των σωμάτων προσδοκάται στο
μέλλον ενώ και στα Ρωμ. 6, 3 κε. και Κολ. 2, 12 όπου έχουμε σύνδεση με τη βάπτιση δεν έχουμε
ενθρόνιση με τον Χριστό. Η προβληματική, όμως, ειδικότερα στο Α’Κορ. είναι απόλυτα
διαφορετική από την Εφ.. Ο Π. διερμηνεύει στους Κορίνθιους με ποιο είδος θα γίνει η ανάσταση
των μεμονωμένων αγίων. Επίσης στη Ρωμ. ο Π. με ιδιαίτερη έμφαση τονίζει ότι ενώ διά του
βαπτίσματος γίναμε σύμφυτοι του Σταυρού του Ιησού η ανάσταση στην πληρότητά της
εναπόκειται στο μέλλον. Καταλήγει με την παραίνεση 11 οὕτως καὶ ὑμεῖς λογίζεσθε ἑαυτοὺς
[εἶναι] νεκροὺς μὲν τῇ ἁμαρτίᾳ ζῶντας δὲ τῷ Θεῷ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. 12 Μὴ οὖν βασιλευέτω ἡ
ἁμαρτία ἐν τῷ θνητῷ ὑμῶν σώματι εἰς τὸ ὑπακούειν ταῖς ἐπιθυμίαις αὐτοῦ, 13μηδὲ παριστάνετε
τὰ μέλη ὑμῶν ὅπλα ἀδικίας τῇ ἁμαρτίᾳ, ἀλλὰ παραστήσατε ἑαυτοὺς τῷ Θεῷ ὡσεὶ ἐκ νεκρῶν
ζῶντας καὶ τὰ μέλη ὑμῶν ὅπλα δικαιοσύνης τῷ Θεῷ (6, 11-13). Στην Εφ. ο Π. θέλει να προτρέψει
τους παραλήπτες του να μην παλινδρομούν στο «παρελθόν» και το περιβάλλον τους και να μην
ζητούν ατομικά σε άλλους «μυστηριακούς» χώρους την πληρότητα της δύναμης, της σοφίας, της
γνώσεως αλλά να βιώσουν την ειρήνη εντός του πεδίου της Εκκλησίας, αφού αυτή ήδη βρίσκεται
«υπεράνω» όλων των αρχών και διά του Ι. Χριστού παρέχει τα πάντα, αν και η ίδια βρίσκεται σε
εξέλιξη ωρίμανσης/τελείωσης σε άνδρα τέλειο ηλικία του πληρώματος του Χριστού: Από Αυτόν
όλο το Σώμα συναρμόζεται και συνταιριάζεται με κάθε πρόσληψη βοήθειας αναλόγως της
ενεργείας καθενός μέλους κάνει το σύνολο ν’ αυξάνει για να οικοδομείται το ίδιο με αγάπη (4,
16). Γι’ αυτό και εξαίρει το γεγονός ότι αυτή (η Εκκλησία) ως Σώμα/Νύμφη του Χριστού έχει
πραγματώσει την ανάβαση που επιχειρούν εκείνοι και επίσης παρέχει όλα τα αγαθά που εκείνοι
διψούν. Ήδη στην Έρευνα έχει ποικιλοτρόπως επισημανθεί το γεγονός ότι η Παραίνεση της Εφ.,
αν και κάνει λόγο για αρετές αποδεκτές και στο ρωμαϊκό περιβάλλον (που τεκμηριώνει όμως
χριστολογικά-εκκλησιολογικά και συναρμόζει με το σύνδεσμο της αγάπης: ὑποτασσόμενοι
ἀλλήλοις ἐν φόβῳ Χριστοῦ) χαράσσει σαφή διαχωριστικά όρια μεταξύ των εντός Εκκλησίας και
των εκτός, εφαρμόζοντας τη λεγόμενη Ρητορική της διαφοροποίησης του καινούργιου από το
παλαιό, του φωτός από το σκότος και της σοφίας από την άγνοιας.

Στην ενότητα της Παραίνεσης και ειδικότερα των Κανόνων της συμπεριφοράς στο πλαίσιο του
οίκου (ο οποίος έχει ως μοντέλο του τον μακρο-Οίκο της Εκκλησίας) και της αναφοράς στη
σχέση άνδρας και γυναίκας στο πλαίσιο του γάμου ως πρότυπο των Δύο προβάλλεται η σχέση
Χριστού και Εκκλησίας82. Αυτή η σχέση ακολουθεί το Γέν. 2, 23-24 (ἀντὶ τούτου καταλείψει
ἄνθρωπος [τὸν] πατέρα καὶ [τὴν] μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ
ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν. Εφ. 5, 31) και αποτελεί μέγα μυστήριο, αφού φανερώνει το σκοπό
της δημιουργίας του Σύμπαντος83. Ο Χριστός, ο νέος Αδάμ, ως κεφαλή είναι ταυτόχρονα και
σωτήρ του Σώματος, αφού μέσω του εξιλαστηρίου πάθους Του και του βαπτίσματος αγιάζει (=
ξεχωρίζει από τον κόσμο για να αντικατοπτρίζει τη θεία δόξα) την Εκκλησία και την καθιστά
ένδοξο μὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ ῥυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων, ἀλλ᾽ ἵνα ᾖ ἁγία καὶ ἄμωμος (5, 27).
Σημειωτέον ότι στο ραββινικό Ιουδαϊσμό το αγιάζω (kadash) αντικαθιστά το αρραβωνιάζω
(kanah). Επίσης το λουτρό του ύδατος παραπέμπει στο λουτρό της νύμφης πριν το γάμο, όπου
όμως φυσιολογικά δεν είχε εμπλοκή ο μέλλων σύζυγος. Και στο Ιεζ. 16, όμως, ο ίδιος ο Γιαχβέ
λούζει το πρώην εγκαταλελειμένο ανεπιθύμητο παιδί, την Ιερουσαλήμ, έχοντάς την μνηστευθεί,
ενώ μετέπειτα νυμφευόμενος αυτήν την στολίζει με εξαιρετικά ιμάτια και χρυσαφικά. Ο γάμος
συνήθως επισφραγιζόταν ἐν ρήματι, με διακήρυξη αιώνιας αγάπης, η οποία στο βάπτισμα
«μεταφραζόταν» ως ομολογία πίστης στο Ευαγγέλιο. Στην Εφ., όπως και στο Ιεζ. 16, ο Νυμφίος
είναι και νυμφαγωγός, όπως διαχρονικά είναι ο πατέρας της μέλλουσας γυναίκας. Στο
συγκεκριμένο περίφημο κεφάλαιο του ιερέα Προφήτη της Εξορίας η εικόνα του γάμου αποτελεί
την αφόρμηση για οξεία κριτική στη μετέπειτα πόρνη.

Συνοψίζοντας την Εκκλησιολογία της Εφ, στη συγκεκριμένη «καθολική»επιστολή η Εκκλησία


αναφέρεται αποκλειστικά και μόνον σε ενικό αριθμό για να εκφράσει μια καινούργια Δημιουργία -
82
Ο όρος Εκκλησία μνημονεύεται επίσης στο κεφ. 3 και μάλιστα στην κατακλείδα του Πρώτου μέρους της Εφ.:10 ἵνα
γνωρισθῇ νῦν ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἐξουσίαις ἐν τοῖς ἐπουρανίοις διὰ τῆς Ἐκκλησίας ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ,
11
κατὰ πρόθεσιν τῶν αἰώνων ἣν ἐποίησεν ἐν τῷ Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν (3, 10-11). 21αὐτῷ ἡ δόξα ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ
καὶ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων, ἀμήν (3, 21).
83
Πρβλ. 1, 9. 3, 3. 4. 9. 5, 32. 6, 19. πρβλ. την αποκρυπτογράφηση του «κώδικα» ενός γραφικού χωρίου raz μέσω της
ερμηνείας-pesher της εσχατολογικής Κοινότητας 1QpHab 7.1
34
μια καινούργια ανθρωπότητα, το γενεαλογικό δέντρο της οποίας ανάγεται στον νέο Αδάμ84, τον
Ιησού Χριστό. Δεν απαρτίζεται από πολλές τοπικές Εκκλησίες αλλά από αγίους πιστούς ἐν
Χριστῷ Ἰησοῦ, κατά χάριν υιούς καθώς και καθόσον ζουν ἐν τῷ Ἠγαπημένωι Χριστῷ Ἰησοῦ, αφού
ανταποκρίθηκαν ήδη στην κλήση, πίστεψαν στο Ευαγγέλιο και βαπτίσθηκαν. Στην Εφ. η βάπτιση
δε σημαίνει μπόλιασμα των εθνών «στην ελιά» του εκλεκτού λαού του Ισραήλ αλλά
«μεταμόσχευση» και των δύο «φυλών» στο καινό Σώμα του Χριστού που όμως βρίσκεται σε
διαδικασία ωρίμανσης/αύξησης σε τέλειο άνδρα πλήρως ενήλικα. Αυτό το γεγονός συνεπάγεται
(α) μετοχή στο Σταυρό (ως σημείου θυσιαστικής αγάπης) αλλά και την Ανάσταση-Ανάληψη-
Ενθρόνιση στον επουράνιο Ναό του Ιησού από τη Ναζαρέτ αλλά και (β) επίτευξη της
εσχατολογικής Ειρήνης, της ενότητας που επιτυγχάνεται πέρα από εθνοτικές-ρατσιστικές
ιδιαιτερότητες και φραγμούς μέσω της εν αγάπης αύξησης των χαρισμάτων αλλά και
μεταμόρφωσης των παθών. Το γεγονός της εσχατολογικής Σαλόμ συνιστά μυστήριο που δεν
σχετίζεται με άτομα αλλά με την Εκκλησία και αποκαλύπτεται στους έσχατους καιρούς ακόμη
και στις ίδιες τις αγγελικές δυνάμεις επίσης διά της Εκκλησίας (3, 9-10 πρβλ. Ρωμ. 16, 25-27).
Αυτή (η Εκκλησία) δεν είναι ένας παγιωμένος θεσμός αλλά γεγονός εν εξελίξει προκειμένου να
γίνει ναός ἐν Κυρίω (πρβλ. Ησ. 66, 18-20. πρβλ. 2, 1-5.Μιχ. 4, 1-5) άγιος και άμωμος. Η Ε. είναι ο
μικρόκοσμος όπου φανερώνεται το μακρο-σχέδιο Θεού για τον Κόσμο. Γι’ αυτό και αυτή δεν
καλείται ν’ αποσυρθεί από τον κόσμο αλλά ν’ αγωνισθεί ενάντια στα πονηρά πνεύματα
πορευόμενη ἐν ἑτοιμασίᾳ τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Εἰρήνης85 (6, 15. πρβλ. Ησ. 59, 17). Οι προσευχές
της χάριν όλων των αγίων και ιδιαίτερα του π. αφορούν επίσης ἵνα μοι δοθῇ λόγος ἐν ἀνοίξει τοῦ
στόματός μου, ἐν παρρησίᾳ γνωρίσαι τὸ μυστήριον τοῦ Εὐαγγελίου (6, 19). Το ευαγγελικό
ρήμα του Θεού που καθαίρει ταυτόχρονα λειτουργεί ως μάχαιρα του Πνεύματος που
κατασφάζει τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τούτου, τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς
ἐπουρανίοις και ταυτόχρονα κομίζει την συμπαντική ειρήνη.

Σημειωτέον ότι και στην Α΄Κορ. γίνεται λόγο για σοφία αφορώσα σε εμάς τους προεκλεγμένους
χριστιανούς απόκρυφη για τους άρχοντες του αιώνος τούτου που σταύρωσαν τον Κύριο της
δόξης: 6Σοφίαν δὲ λαλοῦμεν ἐν τοῖς τελείοις, σοφίαν δὲ οὐ τοῦ αἰῶνος τούτου οὐδὲ τῶν
ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου τῶν καταργουμένων ·7ἀλλὰ λαλοῦμεν Θεοῦ σοφίαν ἐν μυστηρίῳ
τὴν ἀποκεκρυμμένην, ἣν προώρισεν ὁ Θεὸς πρὸ τῶν αἰώνων εἰς δόξαν ἡμῶν,8 ἣν οὐδεὶς τῶν
ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου ἔγνωκεν· εἰ γὰρ ἔγνωσαν, οὐκ ἂν τὸν Κύριον τῆς δόξης
ἐσταύρωσαν. (2, 6-8). Ο Σατανάς εξακολουθεί να πειράζει τους χριστιανούς (7, 5) καθώς ζουν σε
έσχατες, πονηρές (κατά την Εφ.), ημέρες.

Εντυπωσιάζει το γεγονός ότι στην Εφ. όπου εξαίρεται με τέτοια έμφαση η Εκκλησία δεν απαντά
προτροπή για συχνή τέλεση της θείας Ευχαριστίας που θεωρούνταν ως εικόνα της σύναξης των
διασκορπισμένων: ὥσπερ ἦν τοῦτο τὸ κλάσμα διεσκορπισμένον ἐπάνω τῶν ὀρέων καὶ συναχθὲν
ἐγένετο ἕν οὕτω συναχθήτω σου ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τῶν περάτων τῆς γῆς εἰς τὴν σὴν βασιλείαν ὅτι
σοῦ ἐστιν ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμις διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς τοὺς αἰῶνας (Διδ. 9.4). Αντιθέτως δίνεται
μεγάλη έμφαση στην κλήση και τη βάπτιση που λειτούργησε ως τομή στην προσωπική ιστορία
εκάστου παραλήπτη σε βίο προ/χωρίς Χριστού και ζωή μετά Χριστόν που ευδοκιμεί εν Χριστώ και
εν των Σώματί Του την Εκκλησία. Επί τη βάσει των ανωτέρω θεωρώ ότι ενώ στην ορθόδοξη
Θεολογία ορθώς δόθηκε το τελευταίο ήμισυ του 20ου αι. έμφαση στην Ευχαριστία με πρωτεργάτη
τον Μητρ. Περγάμου κ. Ι. Ζηζιούλα, πλέον στην αρχή του 21ου αι. (βιώνοντας και στην Ελλάδα
την καινούργια πραγματικότητα της πολυφυλετικότητας και πολυπολιτισμικότητας) είναι καιρός
να δοθεί έμφαση στο Βάπτισμα.

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ


Ως επίλογο παραθέτω κείμενα του Γέροντα Σωφρονίου όπως τα έχει συλλέξει ο Η. Γεραρής, Η
Προσευχή για τη Σωτηρία του Κόσμου σύμφωνα με τη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου
Σαχάρωφ (1896-1993). Αδημ. Μάστερ, Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο 2010, 89-90,
προκειμένου να κατανοήσουμε πώς ένας οικουμενικός άνθρωπος που ίδρυσε μια εναλλακτική
84
Στην εικόνα του Σώματος της Εφ. έχουν συνδράμει οι εξής εικόνες της Α’Κορ.: Ο Χριστός μεσίτης της δημιουργίας
(8, 6), η κεφαλή εκάστου ανθρώπου (11, 3), ο Δεύτερος Άνθρωπος εξ Ουρανού (15, 47).
85
Φρονώ ότι η φράση δεν σημαίνει δι’ετοιμασία, για να είσθε έτοιμοι, ούτε διά της ετοιμότητας/του πόθουγια
ευαγγελισμό (Ψ. 9, 8) αλλά για τη στερέωση/εμπέδωση του ευαγγελίου της Ειρήνης.
35
Κομμούνα (Κοινόβιο Έσσεξ) σε μια πολυσυλλεκτική και πολυφυλετική κοινωνία όπως η αγγλική,
κατανοεί την Εκκλησία και του αληθινά εκκλησιαζόμενου ανθρώπου.

Απόλυτα στοιχιζόμενος ο Γέροντας Σωφρόνιος προς τη διδασκαλία του Ευαγγελίου και της
προηγούμενης από εκείνον πατερικής παράδοσης βλέπει την αγάπη προς τον πλησίον ως
απαραίτητη προέκταση της αγάπης προς το Θεό (πρβλ. Ιω.15,10-15 και 13,1) 86. Οι εντολές του
Θεού, μεταξύ αυτών και η εντολή «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Μτθ. 22, 39 και
Μρκ. 12, 31), δεν είναι μια ηθική διδασκαλία, αλλά αποκαλύπτουν την ίδια την «ὀντολογικὴν
κοινότητα τοῦ εἶναι πάντων τῶν ἀνθρώπων» 87. Ο ίδιος ο Γέροντας με επίταση τόνιζε αλλά και με
συνέπεια τηρούσε αυτό που βαθύτατα πίστευε και συχνότατα ομολογούσε, δηλαδή ότι η ζωή των
άλλων είχε γι’ αυτόν μεγαλύτερη αξία από τον ίδιο τον εαυτό του και από την ίδια του τη ζωή.
Παρομοίαζε μάλιστα την αγάπη προς τον κάθε άνθρωπο σαν την αγάπη που έχει η μητέρα για το
παιδί της. Επομένως οφείλουμε οι πάντες να έχουμε ευαισθησία απέναντι στις ανάγκες του κάθε
ανθρώπου και έτσι θα προσευχόμαστε για όλους τους ανθρώπους όπως και για τον ίδιο μας τον
εαυτό88. Στην ίδια γραμμή κινείται και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, παροτρύνοντάς μας να
φροντίζουμε να αγαπούμε κάθε άνθρωπο χωρίς καμία διάκριση89.
Τη φράση «ὡς σεαυτὸν» της δεύτερης μεγάλης εντολής της αγάπης (Μτθ.22,39) τόνιζε ότι
πρέπει να την κατανοήσουμε με τον εξής τρόπο: «Κάθε άνθρωπος, ο “Αδάμ όλος”, είναι το είναι
μου»90. Για το Γέροντα Σωφρόνιο ο Αδάμ αντιπροσωπεύει ολόκληρο το ανθρώπινο γένος και για
το λόγο αυτό χρησιμοποιεί τις έννοιες άνθρωπος, ανθρωπότητα και Αδάμ ως ταυτόσημες91. Αυτή
την αλληλεξάρτηση όλης της ανθρωπότητας μέσα στον «όλο Αδάμ» συνοψίζει παραστατικά ο
Γέροντας με την εικόνα ενός γιγάντιου δέντρου κοσμικών διαστάσεων, του οποίου ρίζα είναι ο
Αδάμ. Ο κάθε άνθρωπος είναι ένα μικρό φύλλο σε κάποιο κλαδί αυτού του δέντρου, αλλά όπως
γράφει «το δέντρο δεν μου είναι ξένο. Είναι η ρίζα μου. Του ανήκω. Να προσεύχεσαι για τον
κόσμο ολόκληρο, είναι να προσεύχεσαι για το δέντρο αυτό στο σύνολό του, με τις μυριάδες των
φύλλων του»92. Εξάλλου και η πτώση του ανθρώπου είναι επανάληψη της πτώσης του Αδάμ93, η
οποία πρέπει να σημειώσουμε ότι γίνεται κατά παραχώρηση Θεού, ο Οποίος όμως στο τέλος δε
μας εγκαταλείπει94.
Συνεπώς, η ανθρωπότητα δε βρίσκεται έξω από τον άνθρωπο αλλά μέσα στον καθένα μας. Ο
πρώτος άνθρωπος είχε μέσα του δυνάμει ολόκληρο το ανθρώπινο γένος 95. Αλλά και κάθε
άνθρωπος έχει από τη φύση μέσα του ολόκληρη την ανθρωπότητα, αλλά αδυνατεί να κατανοήσει
την ενότητα του ανθρώπινου γένους λόγω του γεγονότος ότι περιορίζεται στην ατομικότητά του
εξαιτίας της φιλαυτίας του. Η πτώση στην αμαρτία διέσπασε εσωτερικά τον άνθρωπο και
διαίρεσε το ανθρώπινο γένος σε εγωκεντρικές ατομικότητες, οπότε διαβρώθηκε η ενότητα της
ανθρωπότητας στη βάση της και κυριάρχησε η διαίρεση.
Αυτή η αλήθεια παλαιότερα θα φαινόταν παράδοξη. Πώς ένας συγκεκριμένος άνθρωπος μπορεί
να είναι ομοούσιος με όλους τους άλλους ανθρώπους και γιατί άραγε η ανθρωπότητα
συγκροτείται από ομοούσιους ανθρώπους; Σήμερα όμως η επιστήμη της Βιολογίας μάς βεβαιώνει
την αδιαμφισβήτητη ενότητα των ανθρώπων μεταξύ τους αλλά και με ολόκληρη τη δημιουργία96.
Γνωρίζουμε ακόμη ότι οι διαφορές μεταξύ των ανθρώπων όλου του κόσμου, ανεξαρτήτως φυλής

86
Πρβλ. του ιδίου, Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, όπ. παρ., σσ. 111-112.
87
Του ιδίου, Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης9, όπ. παρ., σ. 58. Επίσης του ιδίου, Περί πνεύματος και ζωής, όπ. παρ., σσ.
28-30.
88
Πρβλ. του ιδίου, Περί πνεύματος και ζωής,όπ. παρ., σσ. 26-27.
89
Πρβλ. Μαξίμου Ομολογητού, «Κεφάλαια περί αγάπης 4, 82», όπ. παρ., σ.99.
90
Αρχιμ. Σωφρόνιου, Περί πνεύματος και ζωής, όπ. παρ., σσ. 28-29.
91
Πρβλ. του ιδίου, Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, όπ. παρ., σ. 316 και Αγώνας θεογνωσίας, όπ. παρ., σ. 38, και
Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, όπ. παρ.,σσ.324 και 309. Η θέση αυτή του Γέροντα έχει βιβλική θεμελίωση αφού στην
Παλαιά Διαθήκη η λέξη Αδάμ σημαίνει τον άνθρωπο γενικά (πρβλ. Ιώβ14,1), τους ανθρώπους (πρβλ. Ησ.6,12), κάποιον
(Εκκλ.2,12), την ανθρώπινη ύπαρξη (πρβλ. Ωσ.11,4 και Ψαλμ.93,11). Εκείνο πάντως που κυριαρχεί οπωσδήποτε είναι η
συλλογική έννοια. Πρβλ. M. Join-Lambert και X. Leon-Dufour, «Αδάμ», Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, επιμ. έκδ. Χ. Leon-
Dufour, ελλ. μετ. Σ. Αγουρίδης, Σ. Βαρτανιάν, Γ. Γρατσέας, Γ. Μαραγκός, Γ. Ρηγόπουλος, Σ. Φρέρης, Κ. Χιωτέλλη, και Σ.
Βαρτανιάν, (Αθήνα: Έκδοση Βιβλικού Κέντρου Άρτος Ζωής, 1980) στ. 30.
92
Του ιδίου, Περί Πνεύματος και ζωής, όπ. παρ., σ.σ. 28-29.
93
Πρβλ. του ιδίου, Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι , όπ. παρ., σ. 58
94
Πρβλ. στο ίδιο, σ. 197.
95
«Εἰ γὰρ καὶ ὁ Ἀδὰμ ἐκ γῆς μόνος ἐπλάσθη, ἀλλ’ ἐν αὐτῷ ἦσαν οἱ λόγοι τῆς διαδοχῆς παντὸς τοῦ γένους». Αθανασίου
του Μεγάλου, «Κατὰ Ἀρειανὼν, Λόγος Β΄», Patrologiae Graeca, επιμ. έκδ. J. Migne, Τόμ. 26, στ. 249.
96
Πρβλ. Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική ΙΙ (Θεσσαλονίκη: Πουρναράς, 22009), σ. 330.
36
ή φύλου, περιορίζονται στο ένα χιλιοστό του γονιδιώματός τους, αφού ταυτίζονται γενετικά
κατά 99,9%97. Επομένως, κάθε ζωντανός οργανισμός απαρτίζεται από κύτταρα, που το καθένα
περιέχει πληροφορίες ολόκληρου του οργανισμού και τα οποία είναι ομοούσια μεταξύ τους και με
ολόκληρο τον οργανισμό. Αυτό δεν ισοπεδώνει τα κύτταρα ούτε τα εμποδίζει να
διαφοροποιούνται μεταξύ τους και να σχηματίζουν την ατέλειωτη ποικιλία των μελών του
οργανισμού: τα χέρια, τα πόδια, τα μάτια, τα δόντια, τις τρίχες της κεφαλής και οτιδήποτε άλλο.
Όλα τα κύτταρα των επιμέρους μερών είναι πανομοιότυπα μεταξύ τους, αλλά και όλα
διαφοροποιούνται συγκροτώντας την αρμονική ενότητα του αδιαίρετου οργανισμού. Ο
ανθρώπινος λοιπόν, όπως και οποιοσδήποτε άλλος ζωντανός οργανισμός, σχηματίζεται με
κύτταρα, που το καθένα περιέχει μέσα του δυνάμει ολόκληρο τον οργανισμό98.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η ενότητα της ανθρωπότητας δεν είναι μία αφηρημένη
έννοια. Μάλιστα θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ότι η ανθρωπότητα είναι ένα σώμα και εμείς, ο
καθένας από εμάς, είναι ένα κύτταρο του παν-ανθρώπινου αυτού οργανισμού99. Έτσι λοιπόν ο
άνθρωπος συνειδητοποιώντας την οργανική του ενότητα με όλους τους άλλους ανθρώπους και
έχοντας επίγνωση ότι έχει μέσα του ολόκληρη την ανθρωπότητα, θα μπορέσει να περιλάβει μέσα
του με τη δύναμη της αγάπης και της προσευχής όλο το ανθρώπινο γένος.
Από τα προαναφερθέντα συνάγεται ότι το Άγιο Πνεύμα δίνεται από το Χριστό στους εκλεκτούς
Του και τους εμπνέει την προσευχή υπέρ όλου του κόσμου. Έτσι, όπως ο «ἄνθρωπος Χριστὸς
Ἰησοῦς» είναι ο μοναδικός «μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου» (Α΄Τιμ.2,5), έτσι και οι άνθρωποι που
έχουν γίνει κοινωνοί της θείας παγκοσμιότητας του Χριστού γίνονται οι μεσίτες, οι «ἐλέγχοντες
καὶ διακούοντες ἀνὰ μέσον ἀμφοτέρων» (Ιώβ 9,33), δηλαδή μεταξύ Θεού και ανθρώπου, υπέρ της
ζωής και σωτηρίας όλου του κόσμου
Έτσι λοιπόν με την υπακοή σταδιακά εισχωρούμε σε βαθύ πόνο για όλη την ανθρωπότητα
και σε ικεσία κοσμικών διαστάσεων για τη σωτηρία όλων των ανθρώπων κατά το πρότυπο του
Χριστού στη Γεσθημανή.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος διερωτάται: Εάν ο Χριστιανός δε μπορεί να φέρει μέσα του μια
μικρή αδελφότητα, πώς θα μπορέσει να αγκαλιάσει, όπως ο Χριστός, το σύνολο της
ανθρωπότητας μέσα στο χρόνο και το χώρο100; Ο ίδιος άλλωστε πίστευε ότι η αδελφότητα είναι
ένα μικρό μοντέλο της ανθρωπότητας. Αν μέσα στην αδελφότητα, αλλά και σε οποιαδήποτε
κοινωνική ομάδα, μάθουμε να ζούμε με αγάπη και ενότητα με ένα πρόσωπο, τότε έχουμε μάθει να
ζούμε με εκατομμύρια ανθρώπους παρόμοιους με αυτό το πρόσωπο. Ειδικά για το μοναχό, η
μοναστική αδελφότητα είναι το σημείο εκκίνησης από το οποίο θα αρχίσει να προοδεύει στην
αύξηση της αγάπης με τελικό στόχο τον εναγκαλισμό όλου του κόσμου διά της προσευχής.
Η Εκκλησία με τη συνεχή δέησή της για όλο τον κόσμο, αποκαλύπτει προφητικά το θέλημα
του Θεού και γίνεται η ζύμη για τη μεταλλαγή, την αρμονία και την ενότητα των ανθρώπων.
Αυτή η ενότητα όλων των ανθρώπων ανεξαρτήτως καταγωγής ή οικονομικής κατάστασης
πραγματώνεται στην Εκκλησία κατά τη Θεία Ευχαριστία όταν καλούμαστε «μετά φόβου Θεού,
πίστεως και αγάπης» να προσέλθουμε στην κοινωνία μας με το Χριστό. Αυτή είναι μια πρόσκληση
προς τον οποιοδήποτε χωρίς καμία διάκριση, αφού άνθρωποι διαφορετικών προελεύσεων και
ταυτοτήτων, που εκτός Εκκλησίας θα ήταν ασύζευκτοι, έρχονται σε κοινωνία, αντιστρέφοντας
συνειδητά τους όρους της πτώσης, κατά τους οποίους το διαφορετικό δεν κοινωνεί με το
διαφορετικό. Κάθε τέλεση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας είναι μία επαλήθευση της
ενότητας των ανθρώπων. Αυτοί που μεταλαμβάνουν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, γίνονται
σύσσωμοι με Αυτόν και «παγκόσμιοι», αφού ενώνονται με όλους εκείνους που ο Χριστός έχει
περιλάβει στην άνευ ορίων αγάπη Του101. Με τη Θεία Ευχαριστία και την αγάπη, που είναι
προϋπόθεσή της, ξεπερνούμε τα εμπόδια τόσο των μεταξύ μας συνόρων όσο και των κρατικών,
σε αντίθεση με την παγκοσμιοποίηση η οποία προσπαθεί να επιτύχει την κατάρριψη των συνόρων
και την ενότητα μέσω της οικονομικής οδού ή πιο απλώς μέσω του χρήματος. Η Ορθοδοξία είναι
η Εκκλησία της οικουμενικότητας, της καθολικότητας, της ισότητας όπου δεν υπάρχει διάκριση
ανάμεσα σε κανέναν, αφού όλοι οι άνθρωποι κατάγονται από ένα γένος (πρβλ. Πραξ. 17,26) και
όλοι είναι «υἱοὶ Θεοῦ» (Μτθ. 5,9) κατά χάρη.

97
Πρβλ. J. Shreeve, «Τα μυστικά των γονιδίων», National Geographic 3 (1999), σ. 127.
98
Πρβλ. Γ. Μαντζαρίδη, Πρόσωπο και θεσμοί (Θεσσαλονίκη: Πουρναράς, 1997), σ. 39.
99
Πρβλ. Αρχιμ. Σωφρόνιου, Περί προσευχής, όπ. παρ., σ. 164.
100
Πρβλ. Αρχιμ. Σωφρόνιου, Περί πνεύματος και ζωής, όπ. παρ., σ. 73.
101
Πρβλ. Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστάσιου, όπ. παρ., σ. 47.
37
Κάθε άνθρωπος, και ολόκληρος ο κόσμος, κατά το μέτρο της ελεύθερης αποδοχής και
οικείωσης του φρονήματος του Χριστού, μετέχει στην οικοδόμηση της χριστιανικής
παγκοσμιότητας, ενώ προσευχόμενος υπέρ του κόσμου εμφανίζεται «ως παγκόσμιον τι
κέντρον»102. Ο παγκόσμιος άνθρωπος, κατά το πρότυπο του πρώτου και κατ’ εξοχήν παγκόσμιου
ανθρώπου, του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, θυσιάζει τον εαυτό του και όχι τους άλλους στο
όνομα κάποιας ιδεολογίας παγκοσμιοποίησης. Με τον τονισμό της παγκοσμιότητας του
χριστιανισμού και την προβολή της αγάπης προς τους εχθρούς ως της κεφαλαιώδους
χριστιανικής αρετής, παρουσιάζει την ασφαλέστερη βάση για μία ουσιαστική παγκόσμια
προσέγγιση και συμφιλίωση.
Η χριστιανική λοιπόν παγκοσμιότητα δεν επιδιώκεται σε υπερφυσικούς ή υπεριστορικούς
χώρους, αλλά μέσα στον άνθρωπο και την ιστορία και προσεγγίζεται με κόπους και θυσίες. Με
την ταπείνωση και την κενωτική πορεία προς την κορυφή της ανεστραμμένης πυραμίδας του
κοσμικού «είναι» διανοίγεται ο άνθρωπος και ολόκληρη η ζωή του στην άκτιστη ζωή και την
ουράνια βασιλεία. Το ανθρώπινο πρόσωπο γίνεται παγκόσμιο και ζει την παγκοσμιότητα όχι μόνο
τοπικά αλλά και χρονικά, ενδιαφερόμενο και προσευχόμενο για όλο τον κόσμο και ολόκληρη την
κτίση μέσα στη διαχρονική τους προοπτική.
Το πέρασμα από τον εγωκεντρισμό και τον εγωισμό στην καθολικότητα και την
παγκοσμιότητα πραγματοποιείται με πορεία αντίθετη προς την πορεία της πτώσης. Ενώ δηλαδή
η πτώση και η διάσπαση του ανθρώπου άρχισαν και συνεχίζονται με την παρακοή, την
υποχώρηση της αγάπης και την άρνηση της προσωπικής ευθύνης για το κακό που παρουσιάζεται
στον κόσμο, η ανόρθωση και η πορεία προς την παγκοσμιότητα και την καθολικότητα άρχισαν
και συνεχίζονται με την υπακοή, τη βίωση της αγάπης και την προσωπική ανάληψη της ευθύνης
για το κακό και την αντιμετώπισή του. Η ανάληψη αυτή της ευθύνης για τις αμαρτίες άλλων,
πράγμα που πολλοί άγιοι έκαναν, αποτελεί, κατά το Γέροντα, «παμμερὴ τελειότητα» της αγάπης
προς τον πλησίον103. Κάτι ανάλογο υπονοεί και ο σύγχρονος Γάλλος φιλόσοφος Λεβινάς
γράφοντας το εξής καταπληκτικό: «Η ευθύνη μου είναι απεριόριστη. Είμαι υπεύθυνος ακόμη και
για το κακό που μου κάνεις!»104. Κατά συνέπεια, δική μου είναι η ευθύνη για την υπέρβαση του
οποιουδήποτε κακού και αυτή η ευθύνη μπορεί να μεταφραστεί όχι απλώς σε ωραία λόγια και
αγαθά συναισθήματα αλλά σε πράξη και αγωνιώδη προσευχή για όλο τον κόσμο.
Υπόδειγμα ανάληψης ευθύνης είναι ο Χριστός, ο νέος Αδάμ, ο οποίος από άπειρη αγάπη
σήκωσε πάνω του την αμαρτία ολόκληρου του κόσμου και οδηγήθηκε στο θάνατο για να την
καταργήσει. Αναλαμβάνοντας ο Χριστός την αμαρτία του κόσμου συμπεριέλαβε όλους τους
ανθρώπους, αφού «πάντες γὰρ ἥμαρτον»(Ρωμ.3,24). Έτσι η αληθινή προσέγγιση του ανθρώπου
δεν κατορθώνεται καταρχάς στο επίπεδο της αγιότητας αλλά στο επίπεδο της αμαρτωλότητας.
Δε γίνεται στον παράδεισο, αλλά στον άδη. Όταν ο άνθρωπος κρατήσει το νου του στον άδη, δεν
τον χωρίζει τίποτε από κανένα. Όποιος επωμίζεται την ευθύνη αυτή του πλησίον του πραγματικά
και καθολικά, θεωρεί το λυτρωτικό θάνατο του Χριστού ως θυσία που έγινε για τη δική του
προσωπική αμαρτία. Έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε και την παύλεια κατανόηση της θυσίας του
Χριστού ως θυσίας που έγινε προσωπικά για τον ίδιο 105. Η τοποθέτηση αυτή δε φανερώνει έπαρση
αλλά τέλεια ταπείνωση, γιατί ο Απόστολος εδώ συμμερίζεται την πανανθρώπινη ευθύνη που
οδήγησε το Χριστό στο Γολγοθά.
Στην ίδια γραμμή βρίσκεται και η αίτηση του προσωπικού ελέους στην ευχή του Ιησού με
το «ελέησόν με» στη θέση του «ελέησον ημάς». Όταν ο μοναχός, αλλά και κάθε Χριστιανός λέει,
«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», δε διαχωρίζει εγωιστικά τον εαυτό του από τους άλλους, αλλ’
αντιθέτως συμπεριλαμβάνει μέσα του και όλους τους άλλους πλατύνοντας απεριόριστα την
αγάπη του και επωμιζόμενος την ευθύνη τους. Ο Γέροντας Πορφύριος δίδασκε πάνω σ’ αυτό:
«Δεν ξέρεις ότι εσύ και εγώ είμαστε ένα:… Σ’ αυτό το αίσθημα ενότητός μας με τον άλλον
κρύβεται το μυστικό της πνευματικής εν Χριστώ ζωής»106. Γι’ αυτό και συνιστούσε στα
πνευματικά του παιδιά, όταν προσεύχονται για κάποιον, να παίρνουν τη θέση του και να λένε
πάλι, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».

102
Αρχιμ. Σωφρόνιου, Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, όπ. παρ., σσ. 288 και 331-332.
103
Πρβλ. του ιδίου, Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, όπ. παρ., σ. 161 και Περί πνεύματος και ζωής, όπ. παρ., σσ. 29-30.
104
Πρβλ. Ν. Αντωνόπουλου, Υπεύθυνοι για όλα (Αθήνα: Ακρίτας, 22008), σ. 60.
105
«Ὁ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ του Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός μὲ καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ».
Γαλ. 2,20.
106
Κ. Γιαννιτσιώτη, Κοντά στο Γέροντα Πορφύριο (Αθήναι, 1995), σ.51. και Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος και Λόγοι
(Χανιά: Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, 2003), σσ. 281-283.
38
ΕΠΙΜΕΤΡΟ: Ο ΕΠΙΛΟΓΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ
Η ειρήνη του Ι. Χριστού προϋποθέτει τον αδυσώπητο πόλεμο όχι όμως ενάντια στον αμαρτωλό,
αλλά στην αμαρτία και το διάβολο. Αυτό αποτυπώνεται ανάγλυφα στο Εφ. 6, 10-20:

Τοῦ λοιποῦ ἐνδυναμοῦσθε ἐν Κυρίῳ καὶ ἐν τῷ κράτει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ. ἐνδύσασθε τὴν
πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ δύνασθαι ὑμᾶς στῆναι πρὸς τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου·
ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα͵ ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς͵ πρὸς τὰς
ἐξουσίας͵ πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τούτου͵ πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς
πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις. Διὰ τοῦτο ἀναλάβετε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ͵ ἵνα δυνηθῆτε
ἀντιστῆναι ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ πονηρᾷ καὶ ἅπαντα κατεργασάμενοι στῆναι.

Στῆτε οὖν περιζωσάμενοι τὴν ὀσφὺνῃ ὑμῶν ἐν ἀληθείᾳ͵ καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν θώρακα τῆς
δικαιοσύνης͵ καὶ ὑποδησάμενοι τοὺς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ τοῦ εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης͵ ἐν πᾶσιν
ἀναλαβόντες τὸν θυρεὸν τῆς πίστεως͵ ἐν ᾧ δυνήσεσθε πάντα τὰ βέλη τοῦ πονηροῦ [τὰ]
πεπυρωμένα σβέσαι· καὶ τὴν περικεφαλαίαν τοῦ σωτηρίου δέξασθε͵ καὶ τὴν μάχαιραν τοῦ
Πνεύματος͵ ὅ ἐστιν ῥῆμα Θεοῦ͵ διὰ πάσης προσευχῆς καὶ δεήσεως προσευχόμενοι ἐν παντὶ
καιρῷ ἐν πνεύματι͵ καὶ εἰς αὐτὸ ἀγρυπνοῦντες ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει καὶ δεήσει περὶ πάντων
τῶν ἁγίων͵ καὶ ὑπὲρ ἐμοῦ͵ ἵνα μοι δοθῇ λόγος ἐν ἀνοίξει τοῦ στόματός μου͵ ἐν παρρησίᾳ
γνωρίσαι τὸ μυστήριον τοῦ Εὐαγγελίου ὑπὲρ οὗ πρεσβεύω ἐν ἁλύσει͵ ἵνα ἐν αὐτῷ παρρησιάσωμαι
ὡς δεῖ με λαλῆσαι.

Τέλος αδελφοί μου να ενδυναμώνεσθε από τον Κύριο και από την ισχυρή δύναμή Του. Φορέστε
την πανοπλία (δηλ. τον πλήρη και βαρύ εξοπλισμό) του Θεού107, για να μπορέσετε να
αντιμετωπίσετε τις πανουργίες του διαβόλου. Γιατί η πάλη μας δεν είναι με ανθρώπους, αλλά με
τις αρχές, τις εξουσίες108, τους σκοτεινούς κοσμοκράτορες αυτής της ζωής, με τα πονηρά
πνευματικά όντα, για την κατάκτηση των επουρανίων. Γι’ αυτό φορέστε την πανοπλία του Θεού,
για να μπορέσετε να αντισταθείτε κατά την πονηρή ημέρα και εκτελώντας όλα αυτά να
αναδειχθείτε νικητές. Σταθείτε λοιπόν σε θέση μάχης, αφού (α) φορέστε στη μέση σας τη
φαρδιά στρατιωτική ζώνη, την αλήθεια της αποκαλύψεως του Κυρίου 109, και (β) φορέστε
το θώρακα της αρετής (που προφυλάσσει το στήθος και τα νώτα) και (γ) βάλετε στα πόδια σας
σαν άλλα υποδήματα, την ετοιμότητα να διακηρύξτε το χαρμόσυνο μήνυμα της ειρήνης (!).
Και μαζί με όλα σηκώστε (ε) τη μεγάλη επιμήκη ασπίδα της πίστεως, με την οποία θα
μπορέσετε να σβήστε όλα τα πύρινα βέλη του Πονηρού. Λάβετε (ς) και την περικεφαλαία της
σωτηρίας και (ζ) το μαχαίρι (το κοντό ξίφος) του Πνεύματος, που είναι ο λόγος του Θεού 110.
Και με κάθε είδος προσευχής και δεήσεως να προσεύχεσθε πάντα με την έμπνευση του
Πνεύματος. Και γι’ αυτό το έργο να αγρυπνείτε με κάθε επιμονή και παράκληση για όλους τους
χριστιανούς. Και για μένα, για να μου δίνεται λόγος, όταν ανοίγω το στόμα μου, ώστε με θάρρος
να γνωστοποιήσω το μυστήριο του Ευαγγελίου.

Σημειωτέον ότι ο ‘πολεμικός αυτός παιάνας’ επισφραγίζει εκείνη την παύλεια επιστολή, την προς
Εφεσίους, η οποία κατεξοχήν πραγματεύεται την διά του Ι. Χριστού επίτευξη της κοσμικής
ειρήνης. Ακολουθεί αμέσως μετά τις οδηγίες που αναφέρονται στις κρίσιμες σχέσεις δούλων και
κυρίων (6, 1-5)111, προκειμένου να διατρανώσει ότι η πάλη στο χριστιανισμό δεν είναι ταξική,
ούτε εθνικοαπελευθερωτική. Ενώ η κοινότητα του Κουμράν ετοιμαζόταν να διεξάγει μαζί με τα
107
Στρατιωτική ορολογία χρησιμοποιεί ο Π. στα χωρία Ρωμ 6, 13. Β’ Κορ. 6 7. πρβλ. Α’ Πέ. 4, 1. Πολυκ. 4, 1. Ιγν. 6, 3.
Ποιμήν Ερμά 12 ,2.4 1. QM 6, 15) Βλ. O e p k e , ThWNT 5, 300-15.
108
Πρβλ. Εφ. 2, 1. 3, 10. Ησ. 11, 5. 49, 2. 52, 7. 59, 17.
109
Πρβλ. Εφ. 1, 13. 4, 21. Ησ. 11, 5.
110
πρβλ. Ησ. 49, 2. Ωσ. 6, 5.
111
Η υπακοή στους κυρίους, όπως επισημαίνεται στην αμέσως προηγούμενη ενότητα, πρέπει να γίνεται με φόβο και
τρόμο, χωρίς προσποιήσεις και υποκρισίες, ενώ η συμπεριφορά των κυρίων να μην είναι απειλητική, αλλά να διέπεται
από την επίγνωση ότι υπάρχει δικαιοκρίτης Κύριος στον ουρανό.
39
αγγελικά τάγματα τον Πόλεμο όχι μόνον εναντίον του Βελίαρ, αλλά και εναντίον των Ρωμαίων, ο
Παύλος ξεκαθαρίζει ότι ο αγώνας μας δεν είναι εναντίον των κακών «αφεντικών» ή των
«αμαρτωλών και άθεων δυναστών», αλλά μόνον εναντίον του διαβόλου, τον οποίο χαρακτηρίζει
με πολλούς χαρακτηρισμούς, προκειμένου να τονίσει την επίγεια δύναμη και ποικιλομορφία του.

Τα θεϊκά όπλα (από τα οποία απουσιάζουν οι περικνημίδες και το δόρυ) χωρίζονται μάλιστα σε
δυο τριάδες. Στο τέλος κάθε τριάδος βρίσκεται ένα επιθετικό μέσον (υποδήματα
=ευαγγελισμός/ μάχαιρα του Πνεύματος = ρήμα Θεού), κάτι που σημαίνει ότι ο Χριστιανός δεν
αντιστέκεται στην αμαρτία παθητικά, αλλά ενεργητικά (δεξιά όπλα) με τη διακήρυξη του λόγου
του Θεού, η οποία συνοδεύεται με μια ιδιότυπη πορεία ειρήνης εν μέσω πολέμου. Μόνον εάν
πολεμούμε τον διάβολο, ειρηνεύουμε με τον Θεό. Ενώ μάλιστα παραδόξως απουσιάζει
οποιαδήποτε αναφορά στην ελπίδα και ιδίως στην αγάπη112, εξαίρεται στο τέλος η επίμονη
άγρυπνη προσευχή υπέρ όλων των αγίων, η οποία αποτελεί τη μεγαλύτερο όπλο σε αυτόν
τον ασύμμετρο αόρατο πόλεμο, που διεξάγει ο χριστιανός.

Με όλες αυτές τις παραινέσεις καταπολεμείται η ενθουσιαστική εσχατολογία, η αντίληψη δηλ.


ότι η εσχατολογική νίκη είναι τετελεσμένη και ότι η σωτηρία έχει ήδη επιτευχθεί. Μπορεί όλα τα
όντα (και οι αγγελικές δυνάμεις) να έχουν υποταχθεί ήδη στο Χριστό (1, 19-22) και στο σώμα Του
την Εκκλησία (2, 5-6). Οι Χριστιανοί, όμως πρέπει να αγωνιστούν και οι ίδιοι για να
θριαμβεύσουν. Έτσι η ίδια η Εκκλησία είναι στο σύνολό της ταυτόχρονα στρατευομένη και
θριαμβεύουσα.

112
Πρβλ. Α’Θεσ. 5, 8: ἡμεῖς δὲ ἡμέρας ὄντες νήφωμεν ἐνδυσάμενοι θώρακα πίστεως καὶ ἀγάπης καὶ περικεφαλαίαν
ἐλπίδα σωτηρίας.
40
ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ Α’ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ

H. Conzelmann, Der erste Brief an die Kürinther (KEK 5), Göttingen 31981 (Nachfolgekommentar
von Chr. Weiß, sehr materialreichc Exegese).
R. A. Horsley, l Corinthians (ANTC 7), Nashville 1998 (Kurzer, allgemeinverständlicher Kommentar
mil Interesse an der sozio-kulturellen Umwelt der Korinther).
A. Lindemann, Der Erste KorinLiierbrief (HNT 9), Tübingen 2001 (Neuester deutsch-
sprachiger wissenschaftlicher Standardkommentar, mit wichtigen Rxkursen zu exegetischen
Einzelfragen).
W. Schräge, Der erste Brief an die Korimher (EKK 7/1-4), Neukirchen-Vluyn 1991.1995.1999.2001
(Sehr umfangreicher wissenschaftlicher Kommentar mit monographischen Abschnitten und
besonderem Interesse an der Auslegungsgeschichte).
J. Weiß, Der Erste Korimlierbrief (KEK 5), Göttingen [191Ü| 1977 (Großer deutschsprachiger
wissenschaftlicher Standardkommentar vom Beginn des 20. Jahrhunderts mit besonderem
Interesse an Religiottsgeschichte)
Chr. Wolff, Der ersie Brief des Paulus an die Korinther (Tl)HK 7), Leipzig 1996
(Allgemeinverständlicher Kommentar, der die Argumentation des Paulus gründlich nachzeichnet).
B. Witherington III, Conflict and community in Corinth. A sodu-rhetorical com-
mentary on 1 and 2 Corinthians, Grand Rapids 1995 (Kommentar zur korinthischen
Korrespondenz mit dem Hauptinteresse an der rhetorischen Argumentation der Briefe).
6.2 Monographien
H.-J. Klauck, Die aniike Brieflileratur und das Neue Testament (UTB 2022), Pader-born etc. 1998
(Siandardeinführung in die neutestamentliehe Briefyattung).
W. Schrnithals, Die Gnosis in Korimh (FRLANT 66), Göuingcii 31969 (Klassische Monographie zur
rdigionsgeschichtlichen Einordnung der korinthischen Gemeinde).
Literatur 163
U, Schnelle, Einleitung in das Neue Testament |UTB 1830), Göuingen 52Q05 (Standardwerk).
Ders., Paulus. Leben und Denken, Berlin/New York 2003 (Neue umfangreiche Darstellung mit
starkem theologischem Akzent).
G. Sellin, Der Streit um die Auterstehung der Toten (FRLANT 138), Göttingen 1986.
6.3 Aufsätze und Lexikonartikel
H. D. Betz/M. M. Mitchell, Art. Corinthians, First Epistle to the, ABD I (1992), 1139-1148
(Besonders wichtig für die rhetorisch-argumentative Analyse des Briefes).
G. Sellin, Hauptprobleme des Ersten Korintherbriefes, ANRW U 25.4 (1987), 2996-3023.
F, Vuuga, Der Brief als Form der apostolischen Autorität, in: K. Berger u.a. (Hg.), Studien und
Texte zur Formgeschichle (TANZ 7), Tübingen 1992, 7-58.
O. Wischmeyer, 1. Korinther 15. Der Traktat des Paulus über die Auferstehung der Toten, in: O.
Wischmeyer/E.-M. Becker (Hg.), Was ist ein Text? (NET 1), Tübingen/Basel 2001, 171-209.

41

Vous aimerez peut-être aussi