Vous êtes sur la page 1sur 8

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

ΜΑΘΗΜΑ

ΕΘΝΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ

ΔΙΔΑΣΚΩΝ
Δημήτριος Σταματόπουλος

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΕ ΘΕΜΑ
«Το αυτοβιογραφικό έργο του Σωφρονίου στα πλαίσια του
Βουλγαρικού εθνικού κινήματος»

/Βάσει του βιβλίου «Ζωή και παθήματα του Αμαρτωλού Σωφρονίου


Επίσκοπου Βράτσας» σε μετάφραση και επιμέλεια του Αντωνίου-
ΑιμίλιουΤαχιάου/

Φοιτήτρια: Dimana Vladimirova Mihova


Α.Μ. 68/03
Εξάμηνο: Γ’

Θεσσαλονίκη, 2004
Ο Σωφρόνιος έγραψε το αυτοβιογραφικό του έργο στο
Βουκουρέστι, όπου διέμενε από το 1803 έως το θάνατό του, το 1813. Στη
Βλαχία ο βούλγαρος κληρικός επιτέλους βρήκε ήσυχο και ασφαλές
περιβάλλον, ιδανικό για να ασχοληθεί με τη συγγραφή βιβλίων, με τα
οποία θα μπορούσε να φωτίσει τους συμπατριώτες του βούλγαρους και
να ξυπνήσει το εθνικό τους αίσθημα και την εθνική τους συνείδηση.
Ο George Castellan στο βιβλίο του «Ιστορία των Βαλκανίων (14-
20 αι.) αναφέρεται στο γεγονός ότι ορισμένες προσωπικότητες που
προερχόταν από τον χώρο των κληρικών, όσον αφορά την εθνική τους
αφύπνιση, προηγήθηκαν αυτών των μεγαλοαστών που γνώρισαν τα έθιμα
και τις ιδέες της Ευρώπης. Η πιο ένδοξη προσωπικότητα ανάμεσα στους
κληρικούς αυτούς ήταν ο Παϊσιος του Χιλανδαρίου (1722-1789), στο
πρόσωπο του οπίου όλοι ομόφωνα αναγνωρίζουν τον πατέρα της
Βουλγαρικής Αναγέννησης. Το 1762 ο Παϊσιος συνέταξε και δημοσίευε
τη «Σλάβο-Βουλγαρική Ιστορία» του. Ο Παϊσιος βασιζόταν στο μεγαλείο
των παλιών βουλγαρικών βασιλείων, απευθυνόταν στους συμπατριώτες
του μιλώντας υπέρ της ομορφιάς και του πλούτου της μητρικής τους
γλώσσας, ονόμασε «ηλίθιους» αυτούς που ντρέπονται την βουλγαρική
τους καταγωγή. Υπεράσπιζε η εκπαίδευση και η εκκλησιαστική
λειτουργία να τελούνται στα κατανοητικά για τον απλό άνθρωπο
βουλγαρικά. Έως το 1762, χρονιά που ο μοναχός Παϊσιος συνέγραψε τη
Σλάβο-βουλγαρική Ιστορία, ο γραπτός βουλγαρικός λόγος ήραν βαθιά
επηρεασμένος από τη ρωσοσλαβονική των εντύπων βιβλίων της Μόσχας
και του Κιέβου. Με την Ιστορία του Παϊσίου και το συγγραφικό έργο του
Σωφρονίου η βουλγαρική γλώσσα μπήκε σε μια νέα εποχή.
Το έργο του Παϊσίου συνεχίστηκε από τον Σωφρόνιο, επίσκοπος
ράτσας, που σ΄ αυτόν μετέδωσε ο Παϊσιος τις πατριωτικές και
παιδαγωγικές του σκέψεις και ανησυχίες. Γνωριστήκανε το 1765 στο

2
Κότελ και ο Σωφρόνιος ανέλαβε τη διάσωση του έργου του πνευματικού
του ειδώλου.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε, ότι ο Σωφρόνιος κατάγεται από μια
πόλη της ανατολικής Βουλγαρίας, Κότελ, η οποία τον 18ο αιώνα
αποτελούσε μια αξιόλογη και οικονομικά ανεπτυγμένη πολίχνη. Ήταν
κτισμένη σε σημείο στρατηγικής σημασίας επειδή συνδεόταν οδικώς
εύκολα με τις παραθαλάσσιες πόλεις Βάρνα, Μεσημβρία /Nesebar/,
Αγχίαλο /Pomorie/ και Πύργο /Burgas/, καθώς επίσης με τη
Φιλιππούπολη /Plovdiv/ και τις ρουμανικές ηγεμονίες. Η οικονομική
ευημερία είχε ως αποτέλεσμα και την ανάπτυξη πνευματικών
ενδιαφερόντων. Το Κότελ υπήρξε πατρίδα διακεκριμένων πνευματικών
και πολιτικών προσώπων της Βουλγαρίας, τα όποια διαδραμάτισαν
αξιόλογο ρόλο στην εθνική και πολιτική της αναγέννηση. Μια από αυτές
τις «λαμπερές» προσωπικότητες ήταν ο Πέταρ Μπερόν (1795-1871),
φοιτητής ιατρικής στο Μόναχο και μετά έμπορος στο Παρίσι, το 1824
δημοσίευσε το φημισμένο αλφαβητάριο του “Riben Bukvar”. Το
αλφαβητάριο αυτό ήταν βασισμένο στη μέθοδο αμοιβαίας διδασκαλίας
του Μπελ Λάνκαστρ, συνδύαζε το αλφάβητο, τη γραμματική, συμβουλές
ηθικού χαρακτήρα, φυσική ιστορία και αριθμητική. Ο Μπερόν έκανε ένα
πρωτοποριακό βήμα με το έργο του και άλλαξε τη γενική αντίληψη των
βουλγάρων για την παιδία και την μόρφωση. Άλλοι επώνυμοι βούλγαροι
εκείνης της εποχής που κατάγονταν από το Κότελ ήταν ο Νεόφυτος
Μπόζβελι, μοναχός, μαθητής του Παϊσίου, ο οποίος πάλεψε για την
οργάνωση βουλγαρικής εκκλησίας στην Κωνσταντινούπολη και ο
Γκεόργκι Ρακόβσκι (1821-1867), ο οποίος σπούδασε στην Αθήνα και στο
Παρίσι. Διενεργούσε επαναστατική δράση στη Βραϊλα και στη Βλαχία.
Στο Βελιγράδι άρχισε να εκδίδει την εφημερίδα “Dunavski Lebed” στα
βουλγαρικά και στα γαλλικά για να διαδώσει στην Ευρώπη την υπόθεση
του λαού του.

3
Το πρώτο βιβλίο που τυπώθηκε στα νέα βουλγαρικά στο Ρίμνικ,
Βλαχία ήταν το «Κυριακοδρόμιο» του Σωφρονίου που αποτελούσε μια
συλλογή λόγων στα Ευαγγέλια των Κυριακών. Το επόμενο έργο του
Σωφρονίου είναι η αυτοβιογραφία του, την οποία όπως αναφέρθηκε
παραπάνω την συνέγραψε κατά τη διαμονή του στη Βλαχία.
Η αυτοβιογραφία του Σωφρονίου είναι εντελώς ανεξάρτητο,
πρωτότυπο και ιδιότυπο κείμενο. Δεν μπορεί να συγκριθεί με αγιολογικά
η αυτοβιογραφικά κείμενα άλλων προσώπων. Το κείμενο αυτό του
Σωφρονίου ξεκινάει μέσα από το συναίσθημα ενός βαθύτερου
ανθρώπινου πόνου, από την ανάγκη που αισθάνθηκε αυτός να διηγηθεί
τα βάσανα, τα παθήματα που τράβηξε στη ζωή του, όλες αυτές τις
τραγικές αγωνίες και ταλαιπωρίες, τον φόβο του επικείμενου θανάτου,
που και μόνο η ανάμνηση του ανακαλεί στη ψυχή του ταραχή και
εφιάλτες. Αυτή είναι η βασική διαφορά προπαντός στο ύφος και στα
«εργαλεία» με τα οποία ήθελαν να ξυπνήσουν την εθνική συνείδηση των
βουλγάρων. Ενώ ο Παϊσιος προσπαθούσε να πείσει τους ομοεθνείς του
ότι «πρέπει να αποτινάξουν την ελληνική πολιτισμική κυριαρχία (κυρίως
μέσω του ελληνικού κλήρου) και να στραφούν στην μελέτη του
ιστορικού παρελθόντος, την μητρική τους γλώσσα και την εθνική
παράδοση», ο Σωφρόνιος στερείται εντελώς του επαναστατικού
στοιχείου-την προσφορά προς τους ομοεθνείς του την έκανε με το
συγγραφικό του έργο, με το κήρυγμα στη προσιτή βουλγαρική γλώσσα.
Η αυτοβιογραφία του Σωφρονίου έχει μεγάλη αξία ως ιστορική πηγή των
γεγονότων της εποχής στην οποία αναφέρεται, παρ’ όλο που δεν στοχεύει
την διήγηση των συγκεκριμένων ιστορικών γεγονότων και την
περιγραφή της ταραχώδης εποχής, μέσα στην οποία εκτυλίσσονται οι
προσωπικές του εμπειρίες. Οι ίδιες οι εμπειρίες «πρωταγωνιστούν» στο
έργο του, εμπλουτισμένες με τα συναισθήματά του, με τις θλιβερές του
αναμνήσεις και με το πρωτόγονο φόβο από το θάνατο που ένιωσε τόσες

4
φορές ο Σωφρόνιος. Όλες αυτές τις εμπειρίες αισθάνεται την ανάγκη να
τις εκμυστηρευθεί σε μια εντελώς λαϊκή γλώσσα, που δεν έχει στολίδια,
δεν έχει ρητορικά σχήματα (συνηθισμένα για το βυζαντινό στυλ) και
επίσης δεν κάνει επίδειξη γνώσεων. Δεν προβαίνει ούτε σε κριτική
προσώπων, ούτε σε καταδίκη ή κατάρα των κακών. Απλώς τους
μνημονεύει και με οδύνη θυμάται τον πόνο που του προκάλεσαν. Με την
ίδια ταπεινότητα περιγράφει και τους πόνους του από την παιδική του
ηλικία, από τα νεανικά του χρόνια και τα ανυπόφορα προβλήματα και
καταστάσεις που βίωσε ως κληρικός:

«Όταν ήμουν τριών χρονών η μητέρα μου πέθανε, και ο πατέρας μου πήρε
άλλη γυναίκα, που ήταν κακιά και ζηλιάρα…»
***
«Αλλά ώσπου να ξεπληρώσω εκείνο το χρέος και πόση φτώχεια δεν
τράβηξα, και τι ταλαιπωρίες μεγάλες πέρασα και τι θλιβερή ζωή. Πόσες
κατσάδες δεν υπέμεινα από τη γυναίκα μου, γιατί ήταν κάπως περήφανη.
***
«…Με χειροτόνησε την πρώτη Σεπτεμβρίου 1762. Καθώς γνώριζα λίγο να
διαβάζω, οι άλλοι ιερείς με μισούσαν…ήταν απλοϊκή και αμόρφωτοι. Έτσι
αυτοί με διέβαλαν στον αρχιερέα, και πολλές φορές αυτός με κράτησε
αργό, και με μισούσε…Αυτό είναι πράγμα φυσικό¨ ο μορφωμένος
άνθρωπος αγαπά τον μορφωμένο και ο απλοϊκός τον απλοϊκό, και ο
μεθυσμένος τον μεθυσμένο. Και έτσι για καμπόσα χρόνια κύλησε ανήσυχα
η ζωή μου.»

Η ειλικρίνεια του ταπεινού και αδύναμου ανθρώπου κυριαρχεί σ΄


όλο το μήκος της αφήγησης. Δεν υπάρχει τίποτα το θεαματικό ηρωικό σ΄
αυτόν τον άνθρωπο, που διαρκώς παραπονιέται το τι τράβηξε και πόσο
πόνεσε, καμία πράξη μεγαλειώδης και υπερβολική δεν κυριαρχεί στην

5
αφήγησή του, αλλά ακριβώς αυτή του η ταπεινοφροσύνη και η
ειλικρίνεια στην ομολογία των αδυναμιών του κρύβει ένα δικό της
μεγαλείο. Ο Σωφρόνιος, όπως και ο Παϊσιος, δεν κρύβει καμία από τις
ανθρώπινες αδυναμίες που τον χαρακτήριζαν, όπως τον κλονισμό της
πίστης του στον Θεό, τη δειλία του, την έλλειψη θάρρους και την
παραμέληση, κάποιες φορές, του καθήκοντος απέναντι στο πνευματικό
του ποίμνιο. Όλα τα αρνητικά και ταπεινωτικά σημεία της ζωής του, τα
ομολογεί χωρίς ντροπή και δισταγμούς, έτσι όπως έχουν συμβεί στην
δύσκολη και περιπετειώδη πορεία της ζωής του.

«Μετά πήγα στο Άγιο Όρος και έμεινα εκεί έξι μήνες. Γύρισα από εκεί και
δίδασκα στα παιδιά τα γράμματα, και περνούσα καλά. Όμως ο διάβολος,
που πάντοτε είναι φθονερός για ο,τι είναι για το καλό, ξεσήκωσε τον
αρχιερέα και με ανάγκασε να γίνω επίτροπος του οικονόμου.»
***
«Και κατέστρεψα την ευσεβή μου ζωή. Άρχισα να πηγαίνω για δική του
ευχαρίστηση, κατά την ελληνική συνήθεια, να επιβάλλω πρόστιμο στους
ανθρώπους εξαιτίας της συγγένειας και άλλων πραγμάτων. Έγινα
δικαστής, όμως περισσότερο για τα χρήματα, όχι για μένα αλλά για να
ευχαριστήσω τον αρχιερέα.»
***
«Πέρασε λίγος καιρός και αρρώστησα…δεν μπορούσα να μείνω σε ένα
μέρος αλλά έτρεχα σαν τρελός μέχρι τις όχθες των ρυακιών και έκλαιγα.
Μου φαινόταν ότι θα βγει η καρδιά μου από το στόμα... Μου απόδωσε ο
Θεός τιμωρία…γιατί έγινα επίτροπος για να φορολογώ τους αθώους
ανθρώπους.»

6
Ο Σωφρόνιος ομολογεί τις αμαρτίες και τις αδυναμίες του και τις θέτει
στην κρίση του Θεού και του λαού που ο ίδιος ποίμανε. Αυτά που πέρασε
ήταν πολλά για τον χαρακτήρα του και την αντοχή του, ήταν πέρα από
τις ψυχικές και τις σωματικές του δυνάμεις. Ο Σωφρόνιος δεν ντρέπεται
να ομολογήσει τις αδυναμίες του με ειλικρίνεια, εμφανής και καθαρή.
Ο Σωφρόνιος είχε την πρόθεση να διηγηθεί αποκλειστικώς και
μόνο τα παθήματα και τις περιπέτειες της δικής του ζωής και τίποτε πέρα
από αυτά. Αυτό τον συνδέει με τον πονεμένο λαό που δεν είχε την
δυνατότητα να καταγράψει ο ίδιος τις εμπειρίες του και τον πόνο του, τον
συνδέει με τον απλό άνθρωπο, που κανένας δεν είχε εκφράσει τους
πόνους και το μαρτύριο του. Ο Σωφρόνιος ταυτίστηκε και ενώθηκε με
τον βασισμένο και πονεμένο λαό και υπέφερε μαζί του, έγινε εκφραστής
του αιώνιου πόνου και της καθημερινής απελπισίας, σκεφτότανε όπως
αυτόν και το σημαντικότερο, μίλαγε στην γλώσσα του λαού, έγινε
κατανοητός και αγαπημένος:

«Ήρθα λοιπόν στην επισκοπή μου, που και αυτή δεν είναι καλύτερη από
φυλακή. Ας είναι. Με δέχτηκαν οι χριστιανοί με χαρά, και πήγαινα στις
εκκλησίες τις Κυριακές και τις γιορτές, και έβαζα κήρυγμα στη δική μας, τη
βουλγαρική γλώσσα…και αυτοί οι χριστιανοί, καθώς δεν είχαν ακούσει
από άλλον αρχιερέα τέτοιο κήρυγμα στη δική μας γλώσσα, με περνούσαν
για κάποιο φιλόσοφο».
***

Ο Σωφρόνιος πίστευε στο εθνικά ξύπνημα του βουλγαρικού λαού και


στην ανάγκη της αποτίναξης του τουρκικού ζυγού. Την προσφορά προς
τους συμπατριώτες του όμως δεν την έκανε με επαναστατικές πράξεις και
λόγια, αλλά με το δικό του τρόπω-με το συγγραφικό του έργο και με το
κήρυγμα στη μητρική του, κατανοητή για τον καθένα γλώσσα.

7
Τις ιδέες του Παϊσίου τις πέρασε στον βουλγαρικό λαό
προσφέροντας του την Ιστορία εκείνου σε αντίγραφα. Περιγράφει με τα
πιο σκούρα χρώματα τα κακουργήματα των τούρκων, αλλά δεν καλεί τον
λαό σε ξεσηκωμό εναντίον τους.
Η αυτοβιογραφία του Σωφρόνιου παραμένει στην ιστορία της
βουλγαρικής λογοτεχνίας ως ένα μνημείο λόγου που δηλώνει, από άποψη
γλώσσας και ύφους, το πέρασμα της σε μια νέα εποχή. Είναι ένα κείμενο
μοναδικής αξίας, είναι η μαρτυρία μιας ευγενικής και πονεμένης ψυχής
ορθόδοξου κληρικού της τουρκοκρατίας.

Vous aimerez peut-être aussi